Συμβούλιο της Επικρατείας (Ε’ τμήμα) υπ.αρίθμ.2462-2022  απόφαση - Περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης” .

                                          

         Σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα  στην υπ.αρίθμ.2462-2022  απόφαση του ΣΤΕ  με  τη οποία απερρίφθη αίτηση ακύρωσης σχετικά με  τις αποφάσεις  α) 50875/1075/26.3.2019 και β) 38417/2521/24.4.2019 του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι οποίες φέρουν τον τίτλο «Περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης” βάσει της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων» :

 

«…….     Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το παράβολο (βλ. έντυπα παραβόλου 5219057, 3216318-9, 1402745/2019), ζητείται η ακύρωση των αποφάσεων α) 50875/1075/26.3.2019 και β) 38417/2521/24.4.2019 του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι οποίες φέρουν τον τίτλο «Περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης” βάσει της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων».

 

2. Επειδή, η ανωτέρω υπό στοιχείο α) απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας έπαυσε να ισχύει από την έκδοση, στις 24.4.2019, της προσβαλλόμενης πράξης υπό στοιχείο β), όπως αναφέρεται στο τελευταίο εδάφιο του Κεφαλαίου Ε αυτής (βλ. κατωτέρω σκ. 9, in fine). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό ως απαράδεκτη, εφόσον η πρώτη προσβαλλόμενη δεν ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης (:24.5.2019).

 

3. Επειδή, σύμφωνα με τα προαποδεικτικώς προσκομισθέντα καταστατικά τους, το κοινωφελές ίδρυμα “WWF - ΕΛΛΑΣ” και τα σωματεία “GREENPEACE HELLAS” και “Επιστημονική Ένωση Ινστιτούτου Κητολογικών Ερευνών ΠΕΛΑΓΟΣ” έχουν ως σκοπούς, αντιστοίχως, i. την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων (βλ. π.δ. από 11.1.1994, Β΄ 22), ii. την προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και iii. την προστασία των κητωδών και τη διαφύλαξη της ακεραιότητας των θαλασσίων οικοσυστημάτων της Ελλάδας και της Μεσογείου. Εξάλλου, τα εν λόγω τρία σωματεία είχαν συμμετάσχει στην προηγηθείσα διαδικασία διαβούλευσης επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων [ΣΜΠΕ] του επίμαχου προγράμματος, ισχυριζόμενα ότι η εφαρμογή του επάγεται δυσμενέστατες συνέπειες για το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, τα αιτούντα σωματεία ασκούν με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς την υπό κρίση αίτηση κατά της προαναφερθείσης, υπό στοιχείο β), πράξης.

 

4. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ Α.Ε.), η οποία αποτελεί το φορέα σχεδιασμού του επίδικου προγράμματος.

 

5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2289/1995 “Αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων” (Α΄ 27), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 155 του ν. 4001/2011 “Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις” (Α΄ 179), “Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου ορίζονται ως: 1. Υδρογονάνθρακες: τα κάθε είδους ορυκτά πετρελαιοειδή σε στερεά, υγρή ή αέρια κατάσταση και συγκεκριμένα το αργό πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, καθώς και κάθε είδους ορυκτά ή ουσίες που εξορύσσονται μαζί τους από πορώδεις και διαπερατούς γεωλογικούς σχηματισμούς. Δεν περιλαμβάνονται το σχιστολιθικό πετρέλαιο και το σχιστολιθικό αέριο [όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 79 του ν. 4602/2019, Α΄ 45 / 9.3.2019]. 2. Παραπροϊόντα: Τα υπόλοιπα προϊόντα (θείο κ.λπ.), εκτός των πετρελαιοειδών, που παράγονται από την επεξεργασία των υδρογονανθράκων. 3. Αναζήτηση υδρογονανθράκων: Η προσπάθεια εντοπισμού υδρογονανθράκων σε συγκεκριμένη περιοχή μεοποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο εκτός από γεωτρήσεις. 4. Έρευνα υδρογονανθράκων: Η έρευνα για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο, καθώς και με γεωτρήσεις. 5. Εκμετάλλευση υδρογονανθράκων: Η εξόρυξη υδρογονανθράκων, η τυχόν κατεργασία προκειμένου να καταστούν εμπορεύσιμοι και η αποθήκευση και η μεταφορά αυτών και των παραπροϊόντων τους μέχρι τις εγκαταστάσεις φόρτωσης για περαιτέρω διάθεση. Στην προαναφερόμενη κατεργασία δεν περιλαμβάνεται η διύλιση. 6. Εκμισθωτής: Το Δημόσιο για λογαριασμό του οποίου η ΕΔΕΥ ΑΕ” [Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία “Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων”, η οποία συνεστήθη, βάσει του άρθρου 145 του αυτού νόμου 4001/2011, με το π.δ. 14/2012, Α΄ 21] “συνάπτει με τρίτους σύμβαση μίσθωσης. 7. Εργοδότης: Το Δημόσιο για λογαριασμό του οποίου η ΕΔΕΥ ΑΕ συνάπτει με τρίτους σύμβαση διανομής της παραγωγής. 8. Ανάδοχος: Εκείνος που συνάπτει σύμβαση μίσθωσης ή σύμβαση διανομής της παραγωγής με την ΕΔΕΥ ΑΕ, …”. Στο άρθρο 2 του αυτού ν. 2289/1995, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 156 του νόμου 4001/2011, ορίζονται τα εξής: “1. Το δικαίωμα αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στις χερσαίες, στις υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές στις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί αντιστοίχως κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως κυρώθηκε με το ν. 2321/1995 ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο και η άσκησή του αφορά πάντοτε τη δημόσια ωφέλεια. Η διαχείριση για λογαριασμό του Δημοσίου των δικαιωμάτων της παραγράφου αυτής ασκείται από την ΕΔΕΥ ΑΕ. Ως “υποθαλάσσιες περιοχές” νοούνται ο βυθός και το υπέδαφος των εσωτερικών υδάτων, της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. … 2. Το δικαίωμα αναζήτησης παραχωρείται με απόφαση της ΕΔΕΥ ΑΕ, τα δε δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης με σύμβαση κατόπιν των διαδικασιών που προβλέπονται στην παρ. 17 του ίδιου άρθρου του ν. 2289/1995. 3. … 4. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που εκδίδονται μετά από γνώμη της ΕΔΕΥ ΑΕ και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι περιοχές της παραγράφου 1 διαιρούνται είτε στο σύνολο είτε σε μέρος σε περιοχές οι οποίες αφ’ ενός μεν προορίζονται για την άσκηση των δραστηριοτήτων αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης, αφ’ ετέρου δε διατίθενται για την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών. Οι περιοχές έχουν κατά το δυνατόν σχήμα ορθογώνιο και προσδιορίζονται από γεωγραφικούς παράλληλους ή μεσημβρινούς και κατά περίπτωση από τις οριογραμμές της χερσαίας μεθορίου και των ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών ή από γραμμές που πλησιάζουν αυτές τις οριογραμμές” [βλ. απόφαση Δ1/Φ6/12657/1995 του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (Β΄ 615) - εκδοθείσακατ΄ επίκληση της παρ. 4, ως ίσχυε αρχικώς, που παρείχε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας -, με την οποία η χώρα διαιρέθηκε σε περιοχές αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων]. “5. Η ΕΔΕΥ ΑΕ εκδίδει πρόσκληση προς υποβολή αιτήσεων για αναζήτηση υδρογονανθράκων που εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποστέλλεται για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων ορίζεται στην πρόσκληση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των ενενήντα (90) ημερών από την τελευταία δημοσίευση. Στην πρόσκληση που μπορεί να εκδίδεται και μετά από αίτηση ενδιαφερομένου αναφέρεται η προς αναζήτηση περιοχή, οι όροι και οι υποχρεώσεις του αδειούχου, τα κριτήρια επιλογής του, … 6. Μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην πρόσκληση, η ΕΔΕΥ ΑΕ χορηγεί την άδεια αναζήτησης, με απόφασή της που εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και για διάρκεια μέχρι δεκαοκτώ (18) μηνών. Η προς αναζήτηση περιοχή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 4.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα προκειμένου για την ξηρά και τα 20.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα προκειμένου για τη θάλασσα. Τα ανωτέρω όρια δεν ισχύουν για την περίπτωση εκτέλεσης σεισμικών ή άλλων γεωφυσικών και γεωλογικών μεθόδων ερευνών μη αποκλειστικής χρήσης. 7. … 10. Το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης του Δημοσίου παραχωρείται: α) με σύναψη σύμβασης μίσθωσης ή β) με σύναψη σύμβασης διανομής της παραγωγής, στις οποίες προβλέπονται το στάδιο των ερευνών και το στάδιο της εκμεταλλεύσεως. 11. Κάθε σύμβαση αφορά μία ή περισσότερες συνεχόμενες χερσαίες ή υποθαλάσσιες περιοχές της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, οι οποίες αποτελούν την αρχική περιοχή έρευνας για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (Συμβατική Περιοχή). 12. Η Συμβατική Περιοχή περιορίζεται τελικά στις περιοχές, στις οποίες ανακαλύφθηκαν εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων (Περιοχές εκμετάλλευσης) κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 8 έως και 15 του άρθρου 5 του παρόντος. 13. … 16. Οι κατά την παράγραφο 10 του παρόντος Συμβάσεις που υπογράφει η ΕΔΕΥ ΑΕ για λογαριασμό του Δημοσίου με τρίτους συνομολογούνται με τις διαδικασίες που ορίζονται στην επόμενη παράγραφο. 17. Η ΕΔΕΥ ΑΕ παραχωρεί για λογαριασμό του Δημοσίου το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σύμφωνα με τις εξής διαδικασίες: α) Είτε μετά από διακήρυξη, για τις περιοχές της παραγράφου 4, που εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποστέλλεται για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. … β) Είτε μετά από αίτηση ενδιαφερομένου για περιοχή η οποία δεν περιλαμβάνεται στη διακήρυξη σύμφωνα με την ανωτέρω περίπτωση α΄. Η ΕΔΕΥ ΑΕ, εφόσον η αίτηση γίνει αποδεκτή, εκδίδει διακήρυξη που εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποστέλλεται για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προθεσμία υποβολής των προσφορών για τυχόν άλλους ενδιαφερόμενους είναι τουλάχιστον ενενήντα (90) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση. γ) ... 18. Κατά την εφαρμογή των διαδικασιών α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου, η διακήρυξη για την υποβολή των προσφορών θα πρέπει να καθορίζει τις γεωγραφικές περιοχές που αποτελούν εν όλω ή εν μέρει το αντικείμενο της παραχώρησης, το είδος των συμβάσεων κατά την παράγραφο 14, τους όρους και τα κριτήρια συμμετοχής, όπως ... 19. Στη διακήρυξη καθορίζονται αναλυτικά τα κριτήρια επιλογής και τα σημεία συναγωνισμού, στα οποία περιλαμβάνεται το προσφερόμενο από τους ενδιαφερόμενους μίσθωμα, προκειμένου για σύμβαση μίσθωσης ή το προσφερόμενο στον εργοδότη μερίδιο επί των παραχθησομένων υδρογονανθράκων, προκειμένου για σύμβαση διανομής της παραγωγής, αντάλλαγμα υπογραφής της σύμβασης (signaturebonus), καθώς και αντάλλαγμα παραγωγής (productionbonus). Στη διακήρυξη μπορεί να προβλέπεται επίσης η καταβολή κατά το στάδιο των ερευνών και εκμετάλλευσης ετήσιας αποζημίωσης η οποία καθορίζεται ανά στρέμμα (surfacefees). … 21. … 23. Ο Ανάδοχος αναλαμβάνει τις δαπάνες και φέρει τον κίνδυνο των έργων σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης. … 24. Ο Ανάδοχος διαθέτει όλα τα απαιτούμενα για την έρευνα και εκμετάλλευση τεχνικά μέσα,υλικά, προσωπικό και κεφάλαια, για τα οποία φέρει αποκλειστικά τον οικονομικό κίνδυνο σε κάθε περίπτωση και ιδιαίτερα στην περίπτωση που δεν ανακαλυφθεί εμπορικά εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα ή στην περίπτωση ανεπαρκούς απόδοσης της παραγωγής από κάποιο κοίτασμα. 25. Σε περίπτωση ανακάλυψης εμπορικά εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος, ο Ανάδοχος καθίσταται ... μισθωτής του δικαιώματος εκμετάλλευσης του κοιτάσματος, υποχρεούμενος και δικαιούμενος να παράγει από αυτό υδρογονάνθρακες και παραπροϊόντα αυτών και να τα διαθέτει προς ίδιο όφελος είτε αυτούσια, είτε κατόπιν επεξεργασίας που δεν περιλαμβάνει διύλιση, καταβάλλοντας στον Εκμισθωτή το μίσθωμα, καθώς και τον ... φόρο. 26. Το κατά περίπτωση μίσθωμα μπορεί να κλιμακωθεί, ... 27. … 31. Ο Ανάδοχος διαθέτει με δαπάνες του τα απαιτούμενα για την εκτέλεση του έργου τεχνικά μέσα, υλικά, προσωπικό και κεφάλαια, για τα οποία φέρει αποκλειστικά σε κάθε περίπτωση τον οικονομικό κίνδυνο, κυρίως όταν δεν ανακαλυφθεί εμπορικά εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα ή όταν η απόδοση της παραγωγής από κάποιο κοίτασμα είναι ανεπαρκής. Ο Ανάδοχος έχει τη διεύθυνση του έργου, το οποίο εκτελεί σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τέχνης και τα διεθνή πρότυπα για την έρευνα και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, βάσει εγκριθέντος από τον εργοδότη Ετήσιου Προγράμματος Εργασιών και Προϋπολογισμού Δαπανών και φέρει τον κίνδυνο σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Ο εργοδότης παρακολουθεί και ελέγχει την εκτέλεση και το κόστος των εργασιών. 32. … 39. Οι Συμβάσεις της παραγράφου 10 υπογράφονται από την ΕΔΕΥ ΑΕ και τον Ανάδοχο και υποβάλλονται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για έγκριση από τον Υπουργό. Χωρίς την έγκριση αυτή, οι εν λόγω Συμβάσεις είναι απολύτως άκυρες και δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα”. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ίδιου ν. 2289/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 158 του ν. 4001/2011, ορίζεται ότι: “1. Η διάρκεια του σταδίου ερευνών προσδιορίζεται στη σύμβαση, δεν μπορεί να υπερβεί … τα οκτώ (8) έτη για θαλάσσιες περιοχές και αρχίζει από την έναρξη ισχύος της σύμβασης. Το στάδιο των ερευνών διαιρείται σε φάσεις που ορίζονται στη σύμβαση. 2. Ο Ανάδοχος δικαιούται και υποχρεώνεται να αρχίσει, να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις εργασίες έρευνας, σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους. Προς τούτο χρησιμοποιεί τα ενδεδειγμένα τεχνικά μέσα και μεθόδους, σύμφωνα με τους κανόνες επιστήμης και της έρευνας υδρογονανθράκων. 3. … 5. Μετά τη λήξη κάθε φάσης του σταδίου ερευνών ο Ανάδοχος υποχρεώνεται να συμπληρώσει τις εργασίες, να απομακρύνει τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούσε, να σφραγίσει κατάλληλα και να εγκαταλείψει όσα φρέατα είναι τυχόν σε εξέλιξη και να αποκαταστήσει το περιβάλλον, μέσα σε διάστημα μικρότερο των έξι (6) μηνών. Μετά την πάροδο και αυτού του διαστήματος η Συμβατική Περιοχή επανέρχεται ελεύθερη στον Εκμισθωτήή Εργοδότη, με εξαίρεση τις περιοχές εκμετάλλευσης που τυχόν δημιουργήθηκαν κατά τους ορισμούς των παραγράφων 8 έως και 15 του παρόντος άρθρου. … 6. … 7. Ο Ανάδοχος υποχρεώνεται να γνωστοποιεί στον Εκμισθωτή ή Εργοδότη την ανακάλυψη κοιτάσματος υδρογονανθράκων μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση. 8. Αν ο Ανάδοχος διαπιστώσει ότι το ανακαλυφθέν κοίτασμα υδρογονανθράκων είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμο, υποχρεώνεται, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση, να γνωστοποιήσει με έγγραφη δήλωση στον Εκμισθωτή ή Εργοδότη την εμπορική εκμεταλλευσιμότητα του κοιτάσματος και τα προβλεπόμενα απολήψιμα αποθέματά του. Η κρίση για την εμπορική εκμεταλλευσιμότητα του κοιτάσματος ανήκει στον Ανάδοχο, ... Με τη δήλωση αυτή ορίζεται η περιοχή εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου κοιτάσματος, οριοθετείται η έκτασή της σύμφωνα με την παράγραφο 10 και ως προς αυτήν αρχίζει το στάδιο εκμετάλλευσης. Το στάδιο εκμετάλλευσης κάθε περιοχής διαρκεί είκοσι πέντε (25) έτη. … 9. Η περιοχή εκμετάλλευσης έχει κατά το δυνατόν ορθογώνιο σχήμα και η έκτασή της δεν ξεπερνά τα εκατό (100) τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αν ο Ανάδοχος αποδείξει ότι το κοίτασμα των υδρογονανθράκων ενδέχεται να ξεπερνά τα εκατό (100) τετραγωνικά χιλιόμετρα, χωρίς όμως και να επεκτείνεται έξω από τη συμβατική περιοχή που κατά το χρόνο της αίτησης δικαιούται να ερευνά, με έγγραφη συναίνεση του Εκμισθωτή ή Εργοδότη, μπορεί να ορισθεί περιοχή εκμετάλλευσης ή να επεκταθεί η ήδη ορισθείσα σε έκταση μέχρι διακόσια (200) τετραγωνικά χιλιόμετρα. 10. Ο Ανάδοχος υποχρεώνεται μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση να υποβάλλει στον Εκμισθωτή ή Εργοδότη αναλυτικά προγράμματα ανάπτυξης και παραγωγής, σύμφωνα με τους κανόνες επιστήμης και τέχνης της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. ... 11. Ο Ανάδοχος δικαιούται αλλά και υποχρεώνεται να αρχίσει την υλοποίηση των παραπάνω προγραμμάτων μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση και να εκτελέσει τις εργασίες της εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους. Προς τούτο, χρησιμοποιεί τα ενδεδειγμένα τεχνικά μέσα και μεθόδους, σύμφωνα με τους κανόνες επιστήμης και τέχνης της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. 12. … 13. Η διάρκεια του σταδίου εκμετάλλευσης μπορεί να παραταθεί έως και δύο πενταετίες, μετά από εισήγηση της ΕΔΕΥ ΑΕ, όταν αποδεδειγμένα η προβλεπόμενη διάρκεια δεν επαρκεί για την ολοκλήρωση των εν λόγω δραστηριοτήτων, με επαναδιαπραγμάτευση των όρων της σύμβασης και υπογραφή νέας σύμβασης, ύστερα από αίτηση του Αναδόχου που υποβάλλεται πριν τη λήξη της. Ο Ανάδοχος υποχρεώνεται να τεκμηριώσει την αίτησή του και ως προς τη διάρκεια της παράτασης. 14. …”.

 

6. Επειδή, εν προκειμένω, κατόπιν της από 31.5.2017 αίτησης των εταιρειών Total E&P Greece B.V., ExxonMobilExploration and ProductionGreece (Crete) B.V. και ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ Α.Ε. με αντικείμενο την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε θαλάσσιες περιοχές δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξέδωσε την απόφαση ΥΠΕΝ/ΥΠΡΓ/14325/4348/28.7.2017, δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Β΄ 2848) και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C-411/4/2.12.2017), με την οποία ενεργοποιήθηκε η διαδικασία του παρατεθέντος στην προηγούμενη σκέψη άρθρου 2 παρ. 17 περ. β του ν. 2289/1995 και εκλήθησαν οι ενδιαφερόμενοι “να υποβάλλουν προσφορές για την παραχώρηση του δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Δυτικά Κρήτης” και “Νοτιοδυτικά Κρήτης”, σύμφωνα με τους όρους της υπ΄ αρ. 745/18.7.2017 διακήρυξης της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (Ε.Δ.Ε.Υ. Α.Ε.)”. Σύμφωνα με την εν λόγω διακήρυξη, οι δύο αυτές θαλάσσιες περιοχές έχουν έκταση, αντιστοίχως, 20.058,40 και 19.868,37 τετρ. χλμ. και “βρίσκονται σε περιβαλλοντικά ευαίσθητη θαλάσσια περιοχή, ως εκ τούτου θα ισχύουν τα αυστηρότερα πρότυπα της διεθνούς πρακτικής”. Οι εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων θα πραγματοποιηθούν, κατά τη διακήρυξη, σε δύο στάδια, το στάδιο ερευνών και το στάδιο εκμετάλλευσης. Το στάδιο ερευνών προβλέπεται ότι θα διαρκέσει μέχρι 8 έτη, δυνάμενο να παραταθεί, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ν. 2289/1995, και διαιρείται σε τρεις φάσεις· κατά τη μετάβαση από τη μία φάση στην επόμενη ο μισθωτής υποχρεούται να αποδεσμεύει ποσοστό μεταξύ 20% και 50% της αρχικής συμβατικής περιοχής, στο τέλος δε της τελευταίας φάσης θα αποδεσμεύεται όλη η περιοχή ερευνών. Κατά τα προβλεπόμενα στην αυτή διακήρυξη, με τη δήλωση εντοπισμού εμπορικά εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος υδρογονανθράκων αρχίζει το στάδιο εκμετάλλευσης, που διαρκεί 25 έτη, με δυνατότητα παράτασης, κατόπιν αναδιαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης, για δύο πενταετείς περιόδους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι θαλάσσιες περιοχές υλοποίησης του επίδικου προγράμματος περιλαμβάνουν τμήμα της “Ελληνικής Τάφρου”, στην οποία εντοπίζεται το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου Θάλασσας, το Φρέαρ των Οινουσσών (νοτιοδυτικά της Πύλου, δηλαδή βόρεια των επίμαχων περιοχών), με μέγιστο βάθος περίπου 5.267 μέτρα (βλ. τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εφεξής: ΣΜΠΕ, σελ. 7-30). Όπως αναφέρεται στη ΣΜΠΕ του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (σελ. 7-126), η Ελληνική Τάφρος είναι, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (κυρωθείσα με το ν. 2204/1994, Α΄ 59), οικολογικά και βιολογικά σημαντική για την επιβίωση των απειλούμενων, βαθιά καταδυόμενων, θαλάσσιων θηλαστικών στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων των βαθιά καταδυόμενων κητωδών (φυσητήρων και ζιφιών) και των παράκτιων θαλάσσιων θηλαστικών (μεσογειακής φώκιας και κοινού δελφινιού), ενώ, σύμφωνα με τη Διεθνή Συμφωνία για τη διατήρηση των κητωδών της Μαύρης Θάλασσας, της Μεσογείου και της συγκείμενης ζώνης του Ατλαντικού(Agreement for the Conservation of Cetaceans of the Black Sea, Mediterranean Sea and Contiguous Atlantic Area, εφεξής ACCOBAMS), η περιοχή “Νοτιοδυτική Κρήτη και Ελληνική Τάφρος”, τμήμα της οποίας καταλαμβάνουν οι δύο επίδικες θαλάσσιες περιοχές (ΣΜΠΕ, σελ. 4-102), αποτελεί περιοχή ιδιαίτερης σημασίας για τη φάλαινα φυσητήρα. Εντός των θαλάσσιων περιοχών του επίδικου προγράμματος δεν εντοπίζονται περιοχές του ευρωπαϊκού δικτύου Natura 2000, υπάρχουν όμως πλησίον αυτής, σε απόσταση έως 20 χλμ., περιοχές του εν λόγω δικτύου, που βρίσκονται στην Περιφερειακή Ενότητα Χανίων [:α) GR4340024 ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (πΤΚΣ), έκτασης 164.200 εκταρίων, η οποία απέχει 5 χλμ. από τη θαλάσσια περιοχή “Νοτιοδυτικά Κρήτης”, β) GR4340015 ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΠΟ ΧΡΥΣΟΣΚΑΛΙΤΙΣΣΑ ΜΕΧΡΙ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΚΡΙΟΣ (ΕΖΔ), έκτασης 2.202,53 εκταρίων, η οποία περιλαμβάνει θαλάσσια έκταση και απέχει 16 χλμ. από την ως άνω θαλάσσια περιοχή, γ) GR4340002 ΝΗΣΟΣ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΖΩΝΗ (ΕΖΔ), έκτασης 271,75 εκταρίων, η οποία περιλαμβάνει θαλάσσια έκταση και απέχει 17 χλμ. από την αυτή θαλάσσια περιοχή, και δ) GR4340016 ΜΕΤΕΡΙΖΙΑ ΑΓΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ - ΤΣΟΥΝΑΡΑ - ΒΙΤΣΙΛΙΑ ΛΕΥΚΩΝ ΟΡΕΩΝ (ΖΕΠ), έκτασης 6.875,01 εκταρίων, η οποία δεν περιλαμβάνει θαλάσσια έκταση και απέχει 19 χλμ. από την ίδια θαλάσσια περιοχή].

 

7. Επειδή, για το πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις παραπάνω θαλάσσιες περιοχές εκπονήθηκε Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), η οποία υποβλήθηκε στη Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙ.Π.Α.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τέθηκε σε διαβούλευση, με το έγγραφο 10984/23.7.2018 της ΔΙ.Π.Α., όπου σημειώνεται ότι “στην περιοχή του προγράμματος δεν περιλαμβάνονται προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000, εντοπίζονται ωστόσο σχηματισμοί σημαντικοί για τη θαλάσσια βιοποικιλότητα”. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης επί της συνταχθείσης ΣΜΠΕ διατυπώθηκαν θετικές γνωμοδοτήσεις από: α) τη Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, η οποία έλαβε υπόψη ότι στη ΣΜΠΕ καταγράφεται υψηλός κίνδυνος για τα παράκτια συστήματα, ότι η σεισμικότητα της περιοχής είναι υψηλή και ότι υπάρχουν γεωκίνδυνοι για τους οποίους υπάρχει σημαντικό κενό γνώσης και έθεσε τον όρο της εκπόνησης μελετών ανάλυσης κινδύνων ιδίως ως προς τη σεισμικότητα, πριν από την έναρξη των ερευνητικών γεωτρήσεων (βλ. έγγραφο 1532/8.8.2018), β) τη Διεύθυνση Χωροταξικού Σχεδιασμού και Υποδομών του Υπουργείου Τουρισμού, η οποία δεν διατύπωσε αντιρρήσεις επί της αρχής για τη ΣΜΠΕ, αλλά πρότεινε την εκπόνηση μελέτης για την αποφυγή ή ελαχιστοποίησηπιθανών αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία των παράκτιων περιοχών - και ιδίως στον τουρισμό - και τη δημιουργία ζώνης προστασίας της ακτογραμμής (βλ. έγγραφο 14208/21.8.2018), γ) τη Διεύθυνση Λιμενικών και Κτιριακών Υποδομών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (έγγραφο 3122.1-Λ78/65422/5.9.2018), δ) τη Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η οποία, αφού επισήμανε ότι κατά τη διάρκεια του προγράμματος ενδέχεται να υπάρξουν επιπτώσεις στη χημική και οικολογική κατάσταση των παράκτιων υδάτων της περιοχής των Αντικυθήρων [και λιγότερο των Κυθήρων], γνωμοδότησε θετικά επί της ΣΜΠΕ υπό όρους ιδίως ως προς τη διάθεση των θρυμμάτων διάτρησης στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, την ανακύκλωση μέρους του παραγόμενου νερού και την πραγματοποίηση χημικών αναλύσεων στο πλαίσιο παρακολούθησης των υδάτων κολύμβησης (βλ. το έγγραφο 64637/3004/6.9.2018), ε) τη Διεύθυνση Υδάτων Πελοποννήσου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου,Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (έγγραφο 156448/21.9.2019), στ) τη Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Περιφέρειας Κρήτης (βλ. το έγγραφο 235595/4.10.2018), η οποία εξέφρασε παρατηρήσεις για τις επιπτώσεις του προγράμματος και δέχθηκε ότι η μελέτη αναγνωρίζει και κατηγοριοποιεί τους πιθανούς κινδύνους και προτείνει μέτρα αντιμετώπισής τους, “τα οποία, όπως είναι αναμενόμενο σε αυτή την φάση, δεν μπορεί να είναι εξειδικευμένα, αφού δεν έχουν καθοριστεί ακόμα οι τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν (π.χ. πλωτές ή σταθερές εξέδρες, τεχνολογία διατρήσεων, μεταφορά με αγωγούς ή πλοία κ.λπ.)” και ότι “σε δεύτερο χρόνο, και αφού ... γίνει η αναγνώριση της περιοχής, προβλέπεται να ακολουθηθεί η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, βάσει του σχεδιασμού που περιγράφεται στη σελ. 8.10 της ΣΜΠΕ”, ζ) τη Διεύθυνση Χωροταξικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (έγγραφο ΔΧΩΡΣ/48814/840/ 5.10.2018), η οποία έκρινε ότι το πρόγραμμα δεν αντίκειται στον εθνικό και περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό, η) το Περιφερειακό Συμβούλιο Κρήτης (βλ. τη θετική υπό προϋποθέσεις γνωμοδότηση 114/8.10.2018), θ) το Περιφερειακό Συμβούλιο Πελοποννήσου (βλ. απόφαση 486/19.10.2018) και ι) τη Διεύθυνση Προστασίας και Διαχείρισης Υδάτινου Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (βλ. τη θετική υπό προϋποθέσεις γνωμοδότηση ΔΠΔΥΠ/48814/1102/8.11.2018). Αντιθέτως, ο Φορέας ΔιαχείρισηςΕθνικού Δρυμού Σαμαριάς - Δυτικής Κρήτης, αρμόδιος για τη διαχείριση του συνόλου των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 του νομού Χανίων, με το από 24.8.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/55486/1440/27.8.2018), ζήτησε “την απόσυρση και την εκ νέου σύνταξη της μελέτης”, αφού διατύπωσε επιφυλάξεις για την πληρότητα και επιστημονική επάρκειά της. Ο εν λόγω Φορέας υποστήριξε, ειδικότερα, ότι στη ΣΜΠΕ εξετάζονται κατά τρόπο ελλιπή τόσο οι εναλλακτικές λύσεις όσο και οι επιπτώσεις στα θαλάσσια θηλαστικά και λοιπά είδη και στις χερσαίες περιοχές, επισημαίνοντας ότι η Ελληνική Τάφρος αποτελεί σημαντική περιοχή για ολόκληρη τη Μεσόγειο, ότι η θαλάσσια έκταση στην οποία αφορά η ΣΜΠΕ περιλαμβάνει τμήμα της προστατευόμενης περιοχής της Συμφωνίας ACCOBAMS (ειδικής σημασίας για τη φάλαινα φυσητήρα), ότι “τα είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος μετακινούνται – δραστηριοποιούνται και έχουν παρουσία τόσο στις περιοχές του δικτύου Natura όσο και στην περιοχή μελέτης” και ότι “το γεγονός ότι [η περιοχή εκτέλεσης του προγράμματος] δεν εντοπίζεται εντός του Δικτύου Natura 2000 δεν αναιρεί την ανάγκη προστασίας των ειδών αυτών και των ενδιαιτημάτων τους”. Επιπλέον, το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο – Εθνικό Κέντρο Τσουνάμι (Unesco) του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με το έγγραφό του 400/31.8.2018, εξέφρασε την άποψη ότι η ΣΜΠΕ είναι ανεπαρκής όσον αφορά τη διερεύνηση της σεισμικότητας της περιοχής του προγράμματος, διότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη κρίσιμα ερευνητικά αποτελέσματα σχετικά με την επαναληψιμότητα μεγάλων (Μ≥8) σεισμών σε αυτήν και τις συνέπειές τους, επισημαίνοντας σχετική βιβλιογραφία, και ζήτησε την αναθεώρηση / βελτίωση της μελέτης, το δε Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής, με την απόφαση 343/22.11.2018, γνωμοδότησε αρνητικά επί της υπό διαβούλευση ΣΜΠΕ, με την αιτιολογία ότι “δεν διασφαλίζεται πλήρως το ενδεχόμενο των κινδύνων, που σχετίζονται με την έρευνα και εκμετάλλευση υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, [εφόσον δεν προσδιορίζονται] οι διαδικασίες πρόληψης, διάσωσης, αποκατάστασης, ενημέρωσης, περιορισμού περιβαλλοντικών επιπτώσεων κ.λπ., για παράδειγμα έπειτα από σοβαρό ατύχημα, έκτακτες καταστάσεις από έντονα καιρικά φαινόμενα κ.ά.”. Παρατηρήσεις επί της ΣΜΠΕ υπεβλήθησαν από επιστήμονες και ερευνητές του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ – 4 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από 8, 21, 23 και 24.8.2018) και από Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από 24.8.2018), οι οποίοι ομοίως διατύπωσαν επιφυλάξεις για την πληρότητα και ορθότητα της υπό διαβούλευση ΣΜΠΕ και των βιβλιογραφικών αναφορών της, ιδίως σχετικά με την περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης (ως προς τα γεωλογικά χαρακτηριστικά, τη σεισμικότητα, τον κυματισμό και τον υποθαλάσσιο θόρυβο), τη θαλάσσια ιζηματολογία – γεωχημεία, την παρακολούθηση των θαλάσσιων θηλαστικών και του υποθαλάσσιου θορύβου, καθώς και την προστασία της πανίδας βαθιάς θάλασσας (“βενθικών κοινωνιών”). Εξάλλου, με το από 17.8.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των πρώτου και τρίτου των αιτούντων [WWF Ελλάς και Πέλαγος,υπ΄ αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/54245/1320/ 17.8.2019], επισημάνθηκε ότι, λόγω της εξαιρετικής οικολογικής αξίας της Ελληνικής Τάφρου, η ΣΜΠΕ θα έπρεπε να καταλήγει στον αποκλεισμό κάθε σεισμικής και εξορυκτικής δραστηριότητας στη θαλάσσια αυτή περιοχή και εκφράσθηκε προβληματισμός κυρίως ως προς: α) την απουσία θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, ως αναγκαίου θεμελίου του προγράμματος, β) την αξιολόγηση της μηδενικής λύσης (ιδίως καθ΄ όσον αφορά τη μη εκτίμηση των επιπτώσεων του προγράμματος σε άλλους κλάδους - τουρισμό, αλιεία κ.λπ. -, την παράλειψη αναφοράς στη θετική συμβολή που θα είχε η μη υλοποίηση του σχεδίου στην αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, όπως πράττουν άλλα κράτη, λ.χ. η Γαλλία, η Ισπανία, η Κροατία, που απαγορεύουν ή παύουν την εξόρυξη υδρογονανθράκων για να συμβάλουν στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και για να προστατεύσουν τη θάλασσα και τον τουρισμό), γ) την εκτίμηση των επιπτώσεων του επίδικου προγράμματος στα είδη που διαβιούν τις θαλάσσιες περιοχές και μπορεί να επηρεαστούν, όπως είναι και το κοινό δελφίνι, η πτεροφάλαινα, όλα τα είδη θαλάσσιων χελωνών της Μεσογείου, η μεσογειακή φώκια, το ρινοδέλφινο και τα είδη πτηνών του πίνακα 7.11 της ΣΜΠΕ, αλλά και την εκτίμηση των επιπτώσεων στα πεδία βαθιών κοραλλιών, η ύπαρξη των οποίων είναι τεκμηριωμένη από τη διεθνή βιβλιογραφία, και, τέλος, δ) την αξιολόγηση των κινδύνων για τους μικρούς υγρότοπους, όπως και τα παράκτια λιβάδια Ποσειδωνίας, τα οποία δεν κινδυνεύουν τόσο από την εξόρυξη, όσο από τις δραστηριότητες μεταφοράς και τα τυχόν ατυχήματα. Τέλος, το δεύτερο αιτούν σωματείο (GreenpeaceHellas), με το από 21.8.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (υπ΄ αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/54875/1368/ 22.8.2018), κατέθεσε παρατηρήσεις επί της υπό διαβούλευση ΣΜΠΕ, ως προς την εσφαλμένη βάση απόρριψη της μηδενικής λύσης, την πρόκριση ρυπογόνου και παρωχημένης τεχνολογίας αντί της εξέτασης της προώθησης των ΑΠΕ και άλλων τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, τη μη λήψη υπόψη της πρακτικής άλλων χωρών, καθώς και τη μη συνεκτίμηση των καταστροφικών επιπτώσεων που θα είχε ένα μεγάλο ατύχημα, ακόμη και μετά τη λήψη μέτρων προστασίας.

 

8. Επειδή, η Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙ.Π.Α.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας διαβίβασε τα αποτελέσματα της διαβούλευσης στην παρεμβαίνουσα, ως Αρχή Σχεδιασμού, η οποία, σε συνεργασία με την ομάδα εκπόνησης της ΣΜΠΕ, συνέταξε απαντητικό υπόμνημα [υπ΄ αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/5557/402/22.1.2019], με το οποίο προέβη σε σχολιασμό των παρατηρήσεων που εκφράσθηκαν στη διαβούλευση, επέφερε προσθήκες στη ΣΜΠΕ, με αναφορές σε βιβλιογραφία επί διαφόρων θεμάτων (λ.χ. σχετικά με σεισμούς Μ≥8 στη θαλάσσια περιοχή) και πρότεινε πρόσθετα μέτρα, με σκοπό την αποτροπή ή μείωση δυσμενών επιπτώσεων στα προστατευόμενα είδη της περιοχής, όπως, μεταξύ άλλων, α/ κατά το στάδιο όλων των ερευνών, να διενεργείται οπτική και ακουστική διερεύνηση της περιοχής και να συλλέγονται δεδομένα από κατάλληλα εκπαιδευμένους χειριστές παθητικής ακουστικής παρακολούθησης και από έμπειρους παρατηρητές θαλάσσιων θηλαστικών, δεδομένα τα οποία θα υποβάλλονται στο ΥΠΕΝ με την ολοκλήρωση της μελέτης, β/ κατά τη διάρκεια των σεισμικών ερευνών, να υιοθετούνται διαδικασίες μετριασμού, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, γ/ πριν από την έναρξη των ερευνών, να διενεργείται ακουστική μοντελοποίηση των πηγών ήχου, σύμφωνα με τις τοπικές ωκεανογραφικές συνθήκες, για τον υπολογισμό των ζωνών προστασίας, δ/ να διενεργούνται, με ευθύνη του μισθωτή, δειγματοληψίες στις τρεις πλησιέστερες προς τη θέση της γεώτρησης ακτές υδάτων κολύμβησης (όπου ήδη πραγματοποιείται δειγματοληψία), πριν από την υλοποίηση των σταδίων ανάπτυξης και παραγωγής και αποξήλωσης - αποσυναρμολόγησης και αποκατάστασης, και ε/ να εκπονηθεί μελέτη που θα διερευνήσει τα επιπλέον αναγκαία μέτρα αποφυγής ή ελαχιστοποίησης πιθανών αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία των γειτνιαζουσών παράκτιων περιοχών και κυρίως στον τουρισμό. Όσον αφορά την εξέταση εναλλακτικών λύσεων, στο παραπάνω απαντητικό υπόμνημα υποστηρίχθηκαν τα ακόλουθα (σελ. 60, 64): i. ότι το προτεινόμενο πρόγραμμα τελεί σε συμφωνία με τον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό, που προβλέπει ότι η εκμετάλλευση των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων αποτελεί προτεραιότητα για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, ii. ότι για την τελική πρόταση επιλογής της περιοχής μελέτης ελήφθησαν υπόψη τόσο τα υφιστάμενα πετρελαιογεωλογικάκαι περιβαλλοντικά δεδομένα όσο και η διακήρυξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. και iii. ότι, “σε κάθε περίπτωση, η θαλάσσια περιοχή που τελικώς θα δεσμευθεί, σε περίπτωση ανεύρεσης κοιτάσματος, αποτελεί ποσοστό μικρότερο από το 1% της περιοχής του προγράμματος” και, κατά συνέπεια, “η υλοποίηση του προγράμματος δεν θα επηρεάσει όλη τη θαλάσσια εξεταζόμενη ζώνη, αλλά ενδεχομένως ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό της”. Ως προς την προστασία των περιοχών Natura 2000, η παρεμβαίνουσα αντέτεινε ότι στην ενότητα 7.8 της ΣΜΠΕ γίνεται αναφορά στις γειτονικές περιοχές του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών του Δικτύου Natura 2000, και ότι “στις ΜΠΕ που θα ακολουθήσουν θα ληφθ[εί] ... πρόνοι[α] σύμφωνα με την κείμενη περιβαλλοντική νομοθεσία” (σελ. 53 του απαντητικού υπομνήματος). Επιπλέον, αντέταξε: - ότι η λεπτομερής καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης του θαλάσσιου συστήματος και του γεωλογικού υποβάθρου δεν αποτελεί αντικείμενο της ΣΜΠΕ, αλλά της μελέτης καταγραφής αρχικής κατάστασης, που εκπονείται κατά την ωρίμανση του επίδικου προγράμματος σε επόμενη φάση, όπως προβλέπεται στο Κεφάλαιο 10 της ΣΜΠΕ, - ότι η αιωρούμενη σωματιδιακή ύλη περιλαμβάνεται στις φυσικοχημικές παραμέτρους που προτείνονται προς παρακολούθηση και περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Παρακολούθησης, - ότι τυχόν άλλες παράμετροι (πχ DOC, CO² κλπ) μπορούν να περιληφθούν στη μελέτη καταγραφής αρχικής κατάστασης και στο ως άνω Σχέδιο Παρακολούθησης και - ότι, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μία περιοχή όπου, όπως και οι ειδικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν, υφίστανται σποραδικές πληροφορίες και παρά το ότι η ΣΜΠΕ παρέχει τα αναγκαία στοιχεία [όπως π.χ. στο Κεφ. 7.3 για τα ιζήματα και τις σαπροσπηλιές], προβλέπεται η μελλοντική εκπόνηση μελετών για την αντιμετώπιση του κενού γνώσης σε εξειδικευμένα γνωστικά αντικείμενα (βλ. σελ. 16, 20, 32 του υπομνήματος). Περαιτέρω, όσον αφορά τις βενθικές κοινωνίες, η παρεμβαίνουσα ανέφερε ότι στο Κεφάλαιο 12 της ΣΜΠΕ λαμβάνεται πρόνοια ώστε να προσδιορισθεί λεπτομερέστερα η ακριβής πανίδα της περιοχής εκμετάλλευσης και να αναληφθούν δράσεις (μελέτες αναγνώρισης της βιολογίας και οικολογίας των βαθύτερων βιοκοινωνιών, μέσω χαρτογράφησης του θαλάσσιου πυθμένα – σελ. 7-83 της ΣΜΠΕ – κ.λπ.) που είναι απαραίτητες στο πλαίσιο της ΜΠΕ των ερευνητικών γεωτρήσεων και των επομένων σταδίων, και επισήμανε ότι οι θέσεις των ειδών της πανίδας βαθιών υδάτων [που αναφέρονταν στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επιστήμονος], όπως αποδελτιώθηκαν από τις σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές, βρίσκονται εκτός της περιοχής εκτέλεσης του προγράμματος (βλ. σελ. 22, 24-25 του υπομνήματος της παρεμβαίνουσας, όπου παρατίθεται χάρτης παρουσίας κοραλλιών και εχινόδερμων και επεξηγηματικός πίνακας για αυτά και άλλα είδη). Πέραν αυτών, στο απαντητικό υπόμνημα (σελ. 27, 39, 55) υπογραμμίσθηκε ότι στη ΣΜΠΕ γίνεται ακριβής αναφορά σε στοιχεία για το κυματικό καθεστώς που επικρατεί στη θαλάσσια περιοχή [στην παρ. 7.4.4. αυτής] και ότι προβλέπονται η εκπόνηση ειδικής μελέτης για την εκτίμηση γεωκινδύνων στον ευρύτερο χώρο της περιοχής μελέτης και η παρακολούθηση της μικροσεισμικής δραστηριότητας (π.χ. με την τοποθέτηση τοπικών δικτύων σεισμογράφων), μετά την ολοκλήρωση των ερευνών. Επίσης, σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο ατυχηματικής διαρροής, η παρεμβαίνουσα υποστήριξε ότι θα λαμβάνονται όλα τα μέτρα που επιβάλλει ο ν. 4409/2016 και αφορούν την ασφάλεια των υπεράκτιων δραστηριοτήτων και θα εφαρμόζονται οι κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής (πχ ζώνες αποκλεισμού γύρω από την πλατφόρμα εξόρυξης), σε όλα τα στάδια σχεδιασμού, υλοποίησης, διαχείρισης και αποξήλωσης των γεωτρήσεων και της όλης εγκατάστασης (σελ. 40, 55 του υπομνήματος). Τέλος, ως προς τη διάθεση των αποβλήτων, η παρεμβαίνουσα υπογράμμισε ότι, όπως αναφέρεται στο Κεφ. 10 της ΣΜΠΕ, έχουν ληφθεί υπόψη οι προβλέψεις του OffshoreProtocol της Σύμβασης της Βαρκελώνης για την προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του και παρέθεσε χωρία της ΣΜΠΕ που αναφέρονται στην αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, τη διάθεση των θρυμμάτων διάτρησης και την επεξεργασία και ανακύκλωση μέρους του παραγόμενου νερού. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε από περιβαλλοντικής απόψεως το πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης”.

 

9. Επειδή, όπως αναφέρεται στα έγγραφα ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/31384/ 2111/8.4.2019 και ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/31720/2126/8.4.2019, εκ παραδρομής ορισμένα έγγραφα, εξ αυτών που είχαν υποβληθεί κατά τη διαβούλευση, δεν είχαν αποσταλεί στην παρεμβαίνουσα για να τοποθετηθεί επί των παρατηρήσεων που περιείχαν ή/και δεν είχαν μνημονευθεί στο προοίμιο της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, όπως το αναφερθέν στη σκέψη 7, έγγραφο από 17.8.2018 των πρώτου και τρίτου των αιτούντων, το έγγραφο 3122.1/58109/18/31.7.2018 της Διεύθυνσης Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με επισημάνσεις για την πληρέστερη προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, και το από 8.8.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Διευθυντή Ερευνών Θαλάσσιας – Τεκτονικής Γεωλογίας του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, με συνημμένη βιβλιογραφία επί των θεμάτων της αρμοδιότητάς του. Τα έγγραφα αυτά διαβιβάσθηκαν στην παρεμβαίνουσα [ΕΔΕΥ Α.Ε.], η οποία συνέταξε προσθήκη στο απαντητικό της υπόμνημα [υπ΄ αρ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/33073/2216/ 11.4.2019], στην οποία υπογράμμισε ότι η ΣΜΠΕ αναγνωρίζει ότι η Ελληνική Τάφρος είναι σημαντική για την επιβίωση, πέραν των βαθιά καταδυόμενων κητωδών (φυσητήρων και ζιφιών), και των παράκτιων θαλάσσιων θηλαστικών, όπως είναι οι μεσογειακές φώκιες και τα κοινά δελφίνια, και προβλέπει (στη σελ. 10-10) την εκπόνηση μελέτης καταγραφής αρχικής κατάστασης των περιβαλλοντικών παραμέτρων και πόρων (και με βιοτικές παραμέτρους) πριν από την έναρξη των εργασιών κάθε φάσης. Ειδικότερα, η παρεμβαίνουσα υπενθύμισε ότι η πρώτη τέτοια μελέτη καταγραφής πρέπει να εκπονηθεί από το μισθωτή αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης και ότι κάθε επόμενη μελέτη θα περιέχει συγκριτική ποσοτική αξιολόγηση της εξέλιξης των παραμέτρων και πόρων. Περαιτέρω, καθ΄ όσον αφορά το ρινοδέλφινο, η παρεμβαίνουσα ισχυρίσθηκε ότι το είδος δεν έχει συνήθη παρουσία στην περιοχή του προγράμματος [με την επισήμανση ότι, σύμφωνα με την 3η εθνική έκθεση για την πρόοδο εφαρμογής της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η εξάπλωσή του βρίσκεται εκτός της περιοχής του προγράμματος] και επισήμανε γενικότερα ότι τα στοιχεία που περιέχονται στο Κεφάλαιο της Μη Τεχνικής Περίληψης της ΣΜΠΕ, σχετικά με τα είδη που απαντώνται στην περιοχή του επίδικου προγράμματος, προέρχονται από την προαναφερθείσα εθνική έκθεση, η οποία είναι νεώτερη από τα στοιχεία της ACCOBAMS που επεκαλούντο τα αιτούντα σωματεία. Ως προς τα “βαθιά κοράλλια”, υποστήριξε ότι οι θέσεις τους, βάσει πλέον πρόσφατης έκθεσης (2017), βρίσκονται εκτός της περιοχής του προγράμματος, αλλά σε κάθε περίπτωση, αφού αυτά περιλαμβάνονται στις βενθικές κοινωνίες, θα καταγραφούν, αν τυχόν εντοπισθούν, και θα χαρτογραφηθούν, στο πλαίσιο της ΜΠΕ της ερευνητικής γεώτρησης και κάθε επόμενου σταδίου του προγράμματος. Ως προς τις αποδοθείσες ελλείψεις της μελέτης για τα απόβλητα, η παρεμβαίνουσα αντέταξε ότι υπάρχουν αναφορές στη ΣΜΠΕ για τη διατρητική ιλύ (σελ. 5-18, 8-20 και 25, Παρ. Ι της ΣΜΠΕ) και ότι προβλέπονται η κατάρτιση λεπτομερούς σχεδίου διαχείρισης για τα υγρά και στερεά απόβλητα, βάσει των Συμβάσεων του Λονδίνου, της Βαρκελώνης και της Marpol (ΣΜΠΕ, σελ. 9-2), και η εκπόνηση σχεδίου χρήσης χημικών ουσιών, σε συμμόρφωση με το OffshoreProtocol της Σύμβασης της Βαρκελώνης (ΣΜΠΕ, σελ. 10-5 και Παράρτ. Ι). Επίσης, σημείωσε ότι “η απουσία λιβαδιών ποσειδωνίαςεπισημαίνεται καθώς η υλοποίηση του προγράμματος δεν θα έχει άμεσες επιπτώσεις σε αυτά και κυρίως με δραστηριότητες που δύνανται να επηρεάσουν το θαλάσσιο πυθμένα”, ότι τα εν λόγω οικοσυστήματα επηρεάζονται από τις δραστηριότητες μεταφοράς με τον ίδιο τρόπο που επηρεάζονται από τη συνήθη ναυσιπλοΐα, ότι για την υλοποίηση του επίδικου προγράμματος δεν προβλέπονται εκτεταμένες παράκτιες εγκαταστάσεις, ότι στο στάδιο της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα προταθούν κατάλληλοι περιορισμοί και μέτρα για την τυχόν χωροθέτηση τέτοιων εγκαταστάσεων και ότι οι επιπτώσεις της ατυχηματικής ρύπανσης έχουν αξιολογηθεί για όλα τα παράκτια οικοσυστήματα στη σελ. 8.42 της ΣΜΠΕ. Τέλος, με το συμπληρωματικό αυτό υπόμνημα (βλ. σελ 5 και 18) η παρεμβαίνουσα πρότεινε να προστεθούν στη ΣΜΠΕ: [1] η υποχρέωση παρακολούθησης - πριν από τη διεξαγωγή των σεισμικών ερευνών και επί ικανό χρόνο, όχι μικρότερο του μηνός - της θαλάσσιας πανίδας, με έμφαση στα θηλαστικά, στην περιοχή υλοποίησης του προγράμματος που ανήκει στην Ελληνική Τάφρο, και [2] η λήψη υπόψη των αποτελεσμάτων της ως άνω παρακολούθησης από το Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης, “ώστε να καταρτισθούν πιθανές περιοχές χρονικού αποκλεισμού ή/και πρόσθετων μέτρων διενέργειας των σεισμικών ερευνών”. Κατόπιν συνεκτίμησης των προεκτεθεισώννεώτερων παρατηρήσεων της διαβούλευσης και των παρασχεθεισών διευκρινίσεων της ΕΔΕΥ Α.Ε. η ΔΙΠΑ εισηγήθηκε την έκδοση νέας περιβαλλοντικής έγκρισης του επίδικου προγράμματος (βλ. έγγραφο ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/37852/2479/23.4.2019) και εν τέλει εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, με θέμα “Περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης” βάσει της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων”, με την οποία και ορίσθηκε (βλ. Κεφάλαιο Ε΄) ότι από την έναρξη ισχύος της παύει να ισχύει η απόφαση ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/50875/1075/26.3.2019 [πρώτη προσβαλλόμενη].

 

10. Επειδή, στο Κεφάλαιο Α΄ [Συνοπτική περιγραφή του προγράμματος] της ως άνω παραδεκτώς προσβαλλόμενης απόφασης [ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/38417/2521/24.4.2019] προβλέπεται ότι το επίδικο πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων καταλαμβάνει δύο θαλάσσιες περιοχές [“Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης”] και διαρθρώνεται σε τρεις φάσεις, την έρευνα, την ανάπτυξη και παραγωγή και την αποξήλωση - αποσυναρμολόγηση εγκαταστάσεων και αποκατάσταση περιοχής. Συγκεκριμένα, το στάδιο της έρευνας περιλαμβάνει την έρευνα των “ελπιδοφόρων” περιοχών με γεωφυσικές διασκοπήσεις του υπεδάφους, κυρίως σεισμικές, “προκειμένου να εντοπιστούν στόχοι, δηλαδή κατάλληλες τεκτονικές ή/και στρωματογραφικές δομές στο υπέδαφος, που μπορεί να έχουν λειτουργήσει ως παγίδες υγρών και αερίων υδρογονανθράκων. Στους στόχους ορύσσεται μια ή περισσότερες ερευνητικές γεωτρήσεις. Σε περίπτωση ανεύρεσης υδρογονανθράκων, με βάση τα δεδομένα της διάτρησης και των δοκιμών παραγωγής προσδιορίζονται οι παραγωγικές ζώνες (ταμιευτήρες) και τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα κάθε πεδίου. Σε περίπτωση μη εντοπισμού εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων δεν υλοποιείται η επόμενη φάση της ανάπτυξης”. Κατά το στάδιο της ανάπτυξης και παραγωγής διεξάγεται η εξόρυξη υδρογονανθράκων, με αξιοποίηση των γεωτρήσεων του προηγούμενου σταδίου ή την όρυξη νέων, καθώς και η κατεργασία (εξαιρουμένης της διυλίσεως, δηλαδή της κατεργασίας των εξορυσσόμενωνυδρογονανθράκων, προκειμένου να καταστούν εμπορεύσιμοι), η αποθήκευση και η μεταφορά αυτών και των παραπροϊόντων τους σε εγκαταστάσεις φόρτωσης, για περαιτέρω διάθεση. Στη φάση αυτή περιλαμβάνεται η υλοποίηση όλης της απαραίτητης υποδομής [εγκαταστάσεων κατεργασίας, προσωρινής αποθήκευσης και φόρτωσης, αγωγών μεταφοράς κ.ά.]. Ακολουθεί το τρίτο στάδιο, με τη σφράγιση των σωληνώσεων όλων των ερευνητικών και παραγωγικών γεωτρήσεων, την αποσυναρμολόγηση και απομάκρυνση όλων των επιφανειακών εγκαταστάσεων και των υποδομών παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς και την αποκατάσταση της περιοχής. Στο υποκεφάλαιο Β.ΙΙ.2. τίθενται όροι, περιορισμοί και κατευθύνσεις για τις δραστηριότητες της πρώτης φάσης, δηλαδή για τις σεισμικές έρευνες (παρ. 4-8) και τις ερευνητικές γεωτρήσεις (παρ. 9-14). Ειδικότερα, ως προς τις σεισμικές έρευνες προβλέπονται τα εξής: “4. Οι ηχοβολιστικές διασκοπήσεις του πυθμένα, γνωστές ως «σεισμικές έρευνες», οι οποίες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δεν υπάγονται σε υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, θα διεξάγονται υπό λεπτομερές πλέγμα μέτρων προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος το οποίο θα περιγραφεί σε κατάλληλο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης (ΠΣΔ ...), το οποίο θα πρέπει να ανταποκρίνεται τουλάχιστον στις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης. Η αποδοχή του ΠΣΔ ... θα αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του και κατά συνέπεια για την έναρξη των ερευνών στις οποίες θα αφορά… 5. Με το ΠΣΔ των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων του πυθμένα θα αποσκοπείται: 5.1. Η λεπτομερής και τεκμηριωμένη συμμόρφωση των εν λόγω ερευνών με όλες τις απαιτήσεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανόμενων των διατάξεων που αφορούν στην προστασία ειδών ή περιοχών και στην αποφυγή της ρύπανσης. 5.2. Η ελαχιστοποίηση της επίδρασης των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων στα κρίσιμα στοιχεία της θαλάσσιας οικολογίας, όπως ιδίως τα θαλάσσια θηλαστικά και οι θαλάσσιεςχελώνες. 5.3. Η εφαρμογή όλων των απαραίτητων μέτρων και μεθόδων σχετικά με την πρόληψη οποιουδήποτε περιστατικού ρύπανσης της θάλασσας, περιλαμβανόμενων τουλάχιστον των μεθόδων διαχείρισης στερεών και υγρών αποβλήτων, αντιμετώπισης ατυχημάτων και χρήσης χημικών ουσιών. 5.4. Ο περιορισμός των διαταραχών στις υφιστάμενες θαλάσσιες δραστηριότητες όπως ιδίως η αλιεία. 6. Ειδικά σε ό,τι αφορά στην αποτροπή επιπτώσεων στα κητώδη, τα μέτρα του ΠΣΔ των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων του πυθμένα θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να περιλαμβάνουν μέριμνα για τα εξής ζητήματα: 6.1. Πλήρης ανταπόκριση σε δεσμεύσεις και κατευθύνσεις διακρατικών συμβάσεων που έχει συνυπογράψει η Ελλάδα, όπως ιδίως η ACCOBAMS. 6.2. Καταγραφή στοιχείων που αφορούν τα θαλάσσια θηλαστικά με έμφαση στις θαλάσσιες εκτάσεις υπεράνω τηςΕλληνικής Τάφρου, με κατάλληλες χρονικές και χωρικές παραμέτρους που θα προσδιοριστούν μετά από συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΝ ή /και τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών που γειτνιάζουν με τις περιοχές ερευνών. 6.3. Οπτική και ακουστική παρατήρηση των θαλάσσιων θηλαστικών στην περιοχή της έρευνας, μέσω εφαρμογής διεθνών προτύπων και συστάσεων των σχετικών διεθνών συμφωνιών, ιδίως της ACCOBAMS, τόσο πριν την έναρξη των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων όσο και κατά τη διάρκειά τους. 6.4. Βαθμιαία αύξηση της ακουστικής ισχύος, ώστε να δίνεται η δυνατότητα και ο χρόνος σε τυχόν γειτονικά άτομα των ευαίσθητων στο θόρυβο ειδών να μετακινηθούν προσωρινά σε απόσταση ασφαλείας. 6.5. Χρήση εξοπλισμού του οποίου η ακουστική ισχύς είναι η ελάχιστη απαραίτητη για το σκοπό που χρησιμοποιείται, και σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει τα επίπεδα πρόκλησης τραύματος ή συμπεριφορικής αλλαγής (όπως αυτά αναφέρονται στη σχετική διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία), ακόμη και σε μικρές αποστάσεις από την πηγή εκπομπής των ηχητικών κυμάτων. 6.6. Επαρκής αριθμός κατάλληλα εκπαιδευμένων παρατηρητών επί του σκάφους, για τον εντοπισμό με οπτικά και ακουστικά μέσα θαλάσσιων θηλαστικών και διακοπή των ηχοβολισμών, σε περίπτωση προσέγγισής τους. 6.7. Υπολογιστική ακουστική προσομοίωση πηγών και διάδοσης του ήχου σύμφωνα με τις τοπικές ωκεανογραφικές συνθήκες για τον υπολογισμό της κατάλληλης ζώνης απομείωσης θορύβου. 6.8. Καταγραφή τιμών ακουστικής στάθμης (π.χ. με φορητά υδρόφωνα) πριν την έναρξη των ερευνών, ώστε να διαπιστωθεί η στάθμη θορύβου βάσης, κατά την διάρκεια των ερευνών και μετά την ολοκλήρωσή τους. 6.9. Σχεδιασμός της έρευνας ώστε: - οι γραμμές να συναντώνται κατ’ ελάχιστο με τις υποθαλάσσιες τάφρους, ελαχιστοποιώντας έτσι τις πιθανότητες επίδρασης στα βαθέως καταδυόμενα κητώδη, - η πυκνότητα του πλέγματος έρευνας να είναι η ελάχιστη απαραίτητη (ή ισοδύναμα η απόσταση της μιας γραμμής από την επόμενη να είναι η μέγιστη δυνατή), ελαχιστοποιώντας τυχόν επαναληπτικές οχλήσεις σε άτομα θαλάσσιων θηλαστικών της περιοχής, - να αρκεί ένα και μόνο πέρασμα από κάθε γραμμή έρευνας, καθιστώντας την όποια πιθανή όχληση στα είδη της περιοχής προσωρινή και μη συστηματική, και αποτρέποντας έτσι την έλευση οποιωνδήποτε μόνιμων αλλαγών στα θαλάσσια οικοσυστήματα. 6.10. Για την επιλογή της εποχής εκτέλεσης των ερευνών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η χειμερινή περίοδος θεωρείται προτιμότερη, διότι επηρεάζονται λιγότερο τα θηλαστικά ως προς τις διαδικασίες αναπαραγωγής τους. 7. Σε ό,τι αφορά στην αποτροπή των επιπτώσεων των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων του πυθμένα σε άλλα είδη του θαλάσσιου οικοσυστήματος (όπως π.χ. οι θαλάσσιες χελώνες), το ΠΣΔ θα πρέπει να εξετάσει εάν τα μέτρα που θα προταθούν για την προστασία των κητωδών, κατ’ εφαρμογή του παραπάνω όρου 6, είναι επαρκή, παρέχοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση ή/και εξειδίκευση των εν λόγω μέτρων στην περίπτωση επάρκειάς τους ή προτείνοντας πρόσθετα μέτρα σε άλλη περίπτωση. 8. Για τις εκτάσεις που οι σεισμικές έρευνες θα υποδείξουν ως καταρχήν ενδιαφέρουσες, με σκοπό να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό και στις αποφάσεις των επόμενων σταδίων, εγκαίρως θα πρέπει: 8.1. Να εκπονηθούν θεματικοί χάρτες των ενεργών ρηγμάτων και των θαλάσσιων γεωκινδύνων, καθώς και των αρχαιολογικών ευρημάτων, των ναυαγίων και των υποθαλάσσιων καλωδίων. 8.2. Να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα (τόσο ως προς την ανάλυση όσο και ως προς την εμβέλεια) των υφιστάμενων ωκεάνιων προγνωστικών μοντέλων ροής προκειμένου να βελτιωθεί η ακρίβεια και η αξιοπιστία των προσομοιώσεων της διασποράς ενδεχόμενων διαρροών πετρελαίου. 8.3. Να διερευνηθούν τα επιπλέον αναγκαία μέτρα πρόληψης, αποφυγής, ελαχιστοποίησης, αντιμετώπισης ή/και αντιστάθμισης πιθανών αρνητικών επιπτώσεων από τις δραστηριότητες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην οικονομία των γειτνιαζ[ουσών] παράκτιων περιοχών και κυρίως στον τουρισμό. 8.4. Να συλλεγούν πρόσθετα στοιχεία, επιπλέον αυτών της ΣΜΠΕ..., σε σχέση με μετεωρολογικά δεδομένα, υποεπιφανειακάρεύματα, θερμοκρασία και αλατότητα της θάλασσας και άλλες σχετικές παραμέτρους. 8.5. Να εμπλουτιστεί με πρόσθετα βιβλιογραφικά δεδομένα, επιπλέον αυτών της ΣΜΠΕ..., η τεκμηρίωση που αφορά στην αιωρούμενη σωματιδιακή ύλη, στις διαδικασίες ροής ύλης σε υποθαλάσσια φαράγγια και ηπειρωτικές κρηπίδες, στην ιζηματολογία καθώς και στα γεωχημικά χαρακτηριστικά των επιφανειακών ιζημάτων του βυθού”. Για δε τις ερευνητικές γεωτρήσεις προβλέπονται τα ακόλουθα: “9. Πριν από την έναρξη των ερευνητικών γεωτρήσεων, και εγκαίρως ώστε να ληφθούν υπόψη στις σχετικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, θα πρέπει να εκπονηθούν για την περιοχή επιρροής της κάθε γεώτρησης λεπτομερείς μελέτες γεωκινδύνων, στις οποίες θα αναλύεται τουλάχιστον: 9.1. Η ευστάθεια πρανών και η πιθανότητα κατολισθήσεων. 9.2. Η ύπαρξη θυλάκων ή κρατήρων με αέρια που θα μπορούσαν να διαφύγουν. 9.3. Η ύπαρξη «λασποηφαιστείων» και ο βαθμός κινδύνου που αυτά συνιστούν. 9.4. Η ύπαρξη ασταθών υδριτών και η έκταση που καταλαμβάνουν. 9.5. Η ύπαρξη ενεργών ρηγμάτων σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή. 10. Προκειμένου να προλαμβάνονται στο μέγιστο πρακτικώς εφικτό βαθμό τα ατυχήματα με ενδεχόμενη επίπτωση στο περιβάλλον, το σύνολο των γεωτρητικών και συνοδών τους δραστηριοτήτων, τόσο για ερευνητικούς όσο και για παραγωγικούς σκοπούς, θα πρέπει να σχεδιάζονται εξαρχής με γνώμονα την πλήρη συμμόρφωση με το ν. 4409/2016 (Α΄ 136), ο οποίος θέτει το πλαίσιο για την ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, ενσωματώνοντας την Οδηγία 2013/30/ΕΕ και τροποποιώντας το π.δ. 148/2009. Τα ευρήματα των μελετών της προηγούμενης παραγράφου για τους γεωκινδύνους θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στις «εκθέσεις μεγάλων κινδύνων» που απαιτούν οι διατάξεις του άνω νόμου. 11. Πέραν των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύση των γεωτρητικών εργασιών, υπό το πρίσμα της πρόληψης ατυχημάτων με επίπτωση στο περιβάλλον, στο πλαίσιο της έκθεσης μεγάλων κινδύνων του ν. 4409/2016, η ασφάλεια κάθε γεώτρησης θα πρέπει να λάβει υπόψη την υψηλή σεισμική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει την περιοχή, καθώς και τις ιδιαιτερότητες της θαλάσσιας δυναμικής και του έντονου αναγλύφου του πυθμένα. Για τα δύο αυτά θέματα θα πρέπει να επιδιωχθεί η μεγιστοποίηση των συντελεστών ασφάλειας, ακολουθώντας κατευθύνσεις, μεθόδους και τεχνικές λύσεις που να έχουν χρησιμοποιηθεί επιτυχώς σε ανάλογες περιπτώσεις, ως προς τα εξής τουλάχιστον ζητήματα: 11.1. Υιοθέτηση παραδοχών σχεδιασμού που να υπερκαλύπτουν με επαρκές περιθώριο το μέγιστο συνολικό χρόνο κατασκευής – λειτουργίας – αποχώρησης αποκατάστασης κάθε έργου. 11.2. Επιλογή μεθόδων και υλικών που να χαρακτηρίζονται από καταλληλότητα προς χρήση σε συνθήκες υψηλής σεισμικής δραστηριότητας. 11.3. Θωράκιση του εξοπλισμού έναντι του μέγιστου αναμενόμενου κυματισμού ή των εντονότερων πιθανών φαινομένων θύελλας/θαλασσοταραχής. 11.4. Προετοιμασία και άμεση διαθεσιμότητα προς χρήση, λεπτομερών υπολογιστικών ομοιωμάτων διασποράς για την περίπτωση πετρελαιοκηλίδας, ώστε να καταστεί άμεση και αποτελεσματική η αντιμετώπισή της. 12. Εντός του πλαισίου που οριοθετούν οι παραπάνω απαιτήσεις ασφάλειας, κατά την επιλογή της θέσης κάθε γεώτρησης, ιδίως στις περιπτώσεις όπου θα υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που εξαρτώνται από τις ακόλουθες παραμέτρους και κριτήρια: 12.1. Τήρηση των περιβαλλοντικών στόχων και των προβλεπόμενων μέτρων και περιορισμών των οικείων σχεδίων διαχείρισης υδάτων («Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών των Υδατικών Διαμερισμάτων») που ισχύουν στις περιοχές του προγράμματος ή σε άμεση γειτνίαση με αυτές. 12.2. Συσχέτιση του σημείου της σχεδιαζόμενης γεώτρησης με προηγούμενες γεωτρήσεις, με κριτήριο την αποφυγή αθροιστικών ή συστηματικών επιβαρύνσεων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. 12.3. Ευαισθησία του άμεσου περιβάλλοντος της σχεδιαζόμενης γεώτρησης, με κριτήρια την οικολογική σημασία της άμεσα επηρεαζόμενης υδάτινης στήλης και της επηρεαζόμενης βενθικής βιοκοινότητας, καθώς και τη γειτνίαση της θέσης με προστατευόμενες περιοχές. Ειδική ανάλυση απαιτείται για τα οικοσυστήματα του βυθού (φωτοσυνθετικής ή χημειοσυνθετικής βάσης), περιλαμβανόμενης της ενδεχόμενης ύπαρξης κοραλλιών ή άλλων σημαντικών ή ευαίσθητων στοιχείων. 12.4. Ύπαρξη σημαντικών στοιχείων πολιτιστικής κληρονομιάς ή τεχνολογικής υποδομής, όπως αρχαιολογικά κατάλοιπα, ναυάγια,υποθαλάσσια καλώδια κ.ά., λαμβάνοντας υπόψη τους θεματικούς χάρτες του όρου 8.1 και κατόπιν λεπτομερούς οπτικής επισκόπησης του βυθού, με επιδίωξη αποφυγής επιπτώσεων στα στοιχεία αυτά. 12.5. Ανθρωπογενείς θαλάσσιες δραστηριότητες, όπως η υδατοκαλλιέργεια, η αλιεία, η ναυσιπλοΐα και ο τουρισμός, με επιδίωξη μείωσης των επιδράσεων σε αυτές. 12.6. Υφιστάμενη κατάσταση ποιότητας των νερών κολύμβησης, όπως προκύπτει από την παρακολούθηση των κολυμβητικών υδάτων και των υδροδυναμικών παραμέτρων στα σημεία του προγράμματος της κ.υ.α. 8600/416/E103/2009 (Β΄ 356), λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις χημικές αναλύσεις παραμέτρων που ενδέχεται να επηρεαστούν, όπως π.χ. οι συγκεντρώσεις ολικών υδρογονανθράκων. 13. Κατά το σχεδιασμό της γεώτρησης, και πέραν της ανταπόκρισης στις απαιτήσεις ασφάλειας κατά τον ν. 4409/2016, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Βαρκελώνης «για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του» και να ληφθεί λεπτομερής μέριμνα για την ανταπόκριση στις ακόλουθες απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος: 13.1. Ο σχεδιασμός θα πρέπει να εμπεριέχει κατάλληλες τεχνικές επιλογές και διαχειριστικές πρόνοιες που να διασφαλίζουν: - αντοχή στις όποιες πιέσεις ή άλλες δυνάμεις ενδέχεται να ασκηθούν κατά τη διενέργεια της γεώτρησης, ώστε εν τέλει να αποτραπεί στο μέγιστο πρακτικώς εφικτό βαθμό κάθε πιθανότητα ατυχήματος με επίπτωση στο περιβάλλον, - ελέγχους επαρκούς αναλυτικότητας και συχνότητας για την ικανοποιητική λειτουργία όλων των συστημάτων ασφάλειας, ιδίως σε ό,τι αφορά κρίσιμα συστήματα όπως π.χ. ο blow-outpreventer, το chokemanifoldκ.ο.κ., - προβλέψεις κατάλληλων συστημάτων και σχεδίων δράσης για την ανταπόκριση σε έκτακτα περιστατικά, όπως διαφυγή H2S κ.ά., - υποδομή και διαδικασίες συγκέντρωσης των αποβλήτων της γεώτρησης, ώστε να είναι εφικτή η προεπεξεργασία τους (π.χ. διαχωρισμοί) και η κατάλληλη διάθεσή τους, ανάλογα με τη φύση τους και το βαθμό επιβάρυνσής τους από τοξικές, επικίνδυνες ή περιβαλλοντικά επιβλαβείς ουσίες, - περιορισμός στις απολύτως απαραίτητες διαστάσεις, της αρχικής φάσης της γεώτρησης (riserlessdrilling), όπου αυτό είναι τεχνικώς εφικτό. 13.2. H διατρητική ιλύς (πολφός) που θα χρησιμοποιείται σε όλες τις φάσεις της γεώτρησης, θα πρέπει να είναι κατά προτεραιότητα υδατικής βάσης και να μην περιέχει συστατικά του Παραρτήματος I του προαναφερθέντος Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Βαρκελώνης. Ελαιώδους βάσης πολφός επιτρέπεται μόνο εφόσον εξασφαλίζεται πλήρης ανάκτησή του και αποφυγή κάθε ενδεχομένου ρύπανσης. 13.3. Η ετοιμότητα για την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης θα πρέπει να είναι πλήρης και διαρκής, τουλάχιστον διαμέσου: - εκπόνησης και έγκρισης των κατάλληλων σχεδίων που θα καλύπτουν τις σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας, - διατήρησης επιτόπου και σε άμεση ετοιμότητα χρήσης, όλου του εξοπλισμού που απαιτείται από τα παραπάνω σχέδια, - προγραμματισμού διενέργειας ασκήσεων με συχνότητα και διοργάνωση που να καθιστούν αποτελεσματική την ανταπόκριση του προσωπικού στην αντιμετώπιση των περιστατικών ρύπανσης. 13.4. Για τις δοκιμές καύσης, θα πρέπει να προβλεφθεί χρήση καυστήρων υψηλής απόδοσης, εξοπλισμένων με διατάξεις ελαχιστοποίησης των εκπεμπόμενων αέριων ρύπων. 13.5. Για τη διάθεση των θρυμμάτων (υλικών του πυθμένα που θα αφαιρεί το γεωτρύπανο), θα πρέπει να τηρηθούν οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τα απόβλητα και την προστασία της Μεσογείου θάλασσας. Επιλογή προτεραιότητας θα πρέπει να αποτελέσει η μεταφορά και διαχείρισή τους σε κατάλληλα αδειοδοτημένες μονάδες. Εάν διασφαλιστεί ότι τα θρύμματα αποτελούνται από αδρανή και μόνο υλικάκαι είναι απαλλαγμένα από ρύπους, και τεκμηριωθεί ότι η μεταφορά τους στις ως άνω μονάδες είναι αντικειμενικά ιδιαιτέρως δυσχερής, μπορεί να εξετασθεί η απόθεσή τους σε κατάλληλο θαλάσσιο χώρο, χαμηλής περιβαλλοντικής ευαισθησίας, ο προσδιορισμός και η περιβαλλοντική αδειοδότηση του οποίου θα αποτελέσει μέρος της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του συνολικού έργου της γεώτρησης. 14. Κατά την υλοποίηση κάθε ερευνητικής γεώτρησης, εφαρμόζονται λεπτομερώς και χωρίς αποκλίσεις, μέσω συστήματος ελέγχου εφαρμογής και σχετικών καταγραφών, οι πρόνοιες, οι επιλογές και τα αποτελέσματα του σταδίου σχεδιασμού, ώστε η μέριμνα για το περιβάλλον που ενσωματώθηκε στο στάδιο αυτό (περιλαμβανόμενων των υποχρεώσεων εκ των περιβαλλοντικών όρων) να λάβει έμπρακτη μορφή. Επιπροσθέτως: 14.1. Δεν θα διατίθεται στη θάλασσα κανένα άλλο είδος υλικού ή ουσίας, πέραν των εδαφικής φύσης θρυμμάτων του πυθμένα που θα αφαιρεί το γεωτρύπανο εάν αυτό επιτραπεί μέσω της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων της γεώτρησης. Τα υλικά αυτά θα διαχωρίζονται από τα ρευστά της γεώτρησης με τη χρήση των πλέον σύγχρονων τεχνικών και θα διατίθενται στο χώρο που θα έχει προκαθοριστεί και αδειοδοτηθεί κατά τα παραπάνω. Όλα τα υπόλοιπα υλικά και ουσίες θα συλλέγονται και θα μεταφέρονται προς διάθεση με τους προβλεπόμενους από τη νομοθεσία των αποβλήτων τρόπους. 14.2. Η εκτέλεση και διαχείριση των επιμέρους εργασιών (π.χ. εισπιέσειςενεμάτων και άλλες εργασίες στεγάνωσης, δοκιμές καύσης, συντηρήσεις κ.ά.) θα πρέπει να οργανωθούν και να εκτελούνται με την ελάχιστη δυνατή περιβαλλοντική επίδραση, μέσω μέτρων που θα αποτελέσουν ειδική ενότητα της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της σχετικής έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. 14.3. Θα πρέπει να ελαχιστοποιείται η επίδραση στη ναυσιπλοΐα”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο υπ΄ αρ. 15, “Η αποχώρηση από κάθε γεώτρηση προϋποθέτει τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων ώστε να αποτρέπονται πλήρως πιθανές περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να κινούνται στο υψηλότερο διαθέσιμο επίπεδο τεχνολογικών λύσεων και θα αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής ενότητας της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της σχετικής έγκρισης περιβαλλοντικών όρων”. Εξάλλου, στο υποκεφάλαιο Β.ΙΙ.3. της προσβαλλόμενης πράξης τίθενται όροι, περιορισμοί και κατευθύνσεις για τη δεύτερη φάση του προγράμματος (ανάπτυξη και παραγωγή) ως εξής: “16. Εφόσον οριστικοποιηθούν οι προοπτικές παραγωγής, η ανάπτυξη του κοιτάσματος θα πρέπει να σχεδιασθεί ενσωματώνοντας λεπτομερή μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό: 16.1. Οι κεντρικές αποφάσεις ανάπτυξης, όπως π.χ. αυτές που αφορούν το γενικό τύπο της κύριας εγκατάστασης (υποθαλάσσια, επιπλέουσα ή μικτή), τη θέση της, τη διάταξη των γεωτρήσεων της φάσης παραγωγής, το σύστημα διαχωρισμού του εξορυσσόμενου ρευστού, το σύστημα φόρτωσης κ.ά., θα ληφθούν κατόπιν πολυκριτηριακής ανάλυσης, στην οποία τα περιβαλλοντικά ζητήματα θα συμμετάσχουν με ικανοποιητικούς συντελεστές βαρύτητας. 16.2. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις που θα αξιολογηθούν στις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται (στο σύνολο των έργων και εγκαταστάσεων ανάπτυξης– παραγωγής) από επαρκή βαθμό ασφάλειας σύμφωνα με τις ειδικές προς το θέμα αυτό εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, και έχοντας αξιοποιήσει τις πλέον πρόσφατες (κατά το χρόνο σχεδιασμού τους) εξελίξεις της τεχνολογίας του τομέα. 16.3. Ο λεπτομερέστερος σχεδιασμός που θα ακολουθήσει τις ως άνω αποφάσεις, θα πρέπει να ανταποκρίνεται με αναλυτικό τρόπο στις περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής υποδοχής των έργων και εγκαταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα που είτε θα έχουν προσφάτως συλλεγεί από το σύστημα παρακολούθησης ... είτε θα καταγραφούν μέσω ειδικών μελετών βάσης προ της εκάστοτε ΜΠΕ. 16.4. Οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων ανάπτυξης και παραγωγής, όπως αυτές θα σχεδιασθούν από το φορέα εκμετάλλευσης και θα αδειοδοτηθούν περιβαλλοντικά κατά την ισχύουσα τότε νομοθεσία, θα πρέπει να ανταποκρίνονται πλήρως στις διεθνείς ορθές πρακτικές πεδίωνυδρογονανθράκων (“GoodOilfieldPractices”). Όπου οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν εύρος διαθέσιμων λύσεων, θα πρέπει να προτιμάται η καλύτερη δυνατή για το περιβάλλον επιλογή. Η συμμόρφωση με τα παραπάνω θα πρέπει να τεκμηριώνεται αναλυτικά στις σχετικές ΜΠΕ. 17. Ο σχεδιασμός, η υλοποίηση και η ολοκλήρωση κάθε παραγωγικής γεώτρησης θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που τέθηκαν παραπάνω για τις ερευνητικές γεωτρήσεις”. Τέλος, στο Κεφάλαιο Β.ΙΙ.4 της προσβαλλόμενης περιέχονται όροι, περιορισμοί και κατευθύνσεις για τη φάση αποξήλωσης των εγκαταστάσεων και αποκατάστασης της περιοχής.

 

11. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι δεν έχει προηγηθεί η απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 8 – 11 της ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/ οικ.107017/2006, απόφαση για την έγκριση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων [ΣΜΠΕ] του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Επίσης, προβάλλεται ότι η πράξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιέχουσα ταυτόχρονη έγκριση του επίμαχου προγράμματος και της ΣΜΠΕ αυτού, βάσει της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 7 παρ. 13 της προαναφερθείσας ΚΥΑ, διότι Αρχή Σχεδιασμού του επίδικου προγράμματος είναι η [ήδη παρεμβαίνουσα] ΕΔΕΥ ΑΕ, η οποία δεν αποτελεί διοικητική υπηρεσία υπαγόμενη στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως προϋποθέτει η ως άνω διάταξη, αλλά ανώνυμη εταιρεία που λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις των ν. 4001/2011 και 2190/1920.

 

12. Επειδή, με την οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001 “σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων” (L. 197), καθιερώθηκε η υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που εκπονούνται από τις εθνικές αρχές σε συγκεκριμένους τομείς δραστηριοτήτων και τα οποία, κατά την εκτίμηση του κοινοτικού νομοθέτη, τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ. άρθρο 3 παρ. 2 και αιτιολογική σκέψη 10 του προοιμίου). Στο άρθρο 3 της οδηγίας ορίζεται ότι “1. Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα: α) τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ [ήδη οδηγίας 2011/92/ΕΕ - βλ. άρθρο 14 αυτής], ή β) για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. 3. … 8. Τα ακόλουθα σχέδια και προγράμματα δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία: - σχέδια και προγράμματα που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς εθνικής άμυνας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, - δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα ή σχέδια και προγράμματα που αφορούν τον προϋπολογισμό”. Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας, “1. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας. 2. Οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας είτε ενσωματώνονται στις υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων είτε συμπεριλαμβάνονται σε διαδικασίες που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. 3. Όταν τα σχέδια και προγράμματα αποτελούν μέρος ενός ιεραρχημένου συνόλου, τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η εκτίμηση θα γίνει, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, σε διάφορα επίπεδα του ιεραρχημένου συνόλου. Με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5, “1. Σε περίπτωση που απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, εκπονείται περιβαλλοντική μελέτη στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται γι’ αυτό το σκοπό περιέχονται στο παράρτημα Ι. 2. Η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτηθούν λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών στο σχέδιο ή το πρόγραμμα, το στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεως και το βαθμό στον οποίο ορισμένα θέματα αξιολογούνται καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα της εν λόγω διαδικασίας ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης. 3. Κάθε σχετική διαθέσιμη πληροφορία όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον, η οποία προήλθε από κάποιο άλλο επίπεδο λήψης αποφάσεων ή από άλλη κοινοτική νομοθεσία, μπορεί να χρησιμοποιείται για την παροχή των πληροφοριών που περιέχονται στο παράρτημα Ι. 4. Κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έκταση και το επίπεδο λεπτομερειών των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην περιβαλλοντική μελέτη, διεξάγονται διαβουλεύσεις με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3”. Με το άρθρο 6 της οδηγίας ρυθμίζονται τα ζητήματα της διαβούλευσης επί του σχεδίου ή προγράμματος με τις αρμόδιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό, ως εξής: “1. Το προκαταρκτικό σχέδιο ή πρόγραμμα και η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με το άρθρο 5 τίθενται στη διάθεση των αρχών, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, και του κοινού. 2. Στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και στο κοινό που αναφέρεται στην παράγραφο 4 δίδεται έγκαιρη και πραγματική ευκαιρία, εντός εύλογων χρονικών περιθωρίων, να εκφράσουν τη γνώμη τους επί του προκαταρκτικού σχεδίου ή προγράμματος και της περιβαλλοντικής μελέτης που το συνοδεύει πριν το σχέδιο ή το πρόγραμμα εγκριθεί ή αρχίσει η σχετική νομοθετική διαδικασία. 3. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές με τις οποίες πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις και οι οποίες, ενόψει των ειδικών περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων τους, ενδέχεται να ενδιαφέρονται για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εφαρμογής των σχεδίων και προγραμμάτων. 4. Τα κράτη μέλη ορίζουν το κοινό για τους σκοπούς της παραγράφου 2, συμπεριλαμβανομένου του κοινού που πλήττεται ή είναι πιθανόν να πληγεί από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που εμπίπτει στην παρούσα οδηγία, ή που έχει συμφέρον απ’ αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδίων μη κυβερνητικών οργανισμών, όπως των οργανισμών που προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος και άλλων ενδιαφερομένων οργανισμών. 5. Τα κράτη μέλη ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες για την ενημέρωση και τις διαβουλεύσεις με τις αρχές και το κοινό”. Στο άρθρο 8 [Λήψη αποφάσεων] της οδηγίας ορίζεται ότι “Κατά την προετοιμασία και πριν από την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με το άρθρο 5, οι γνώμες που εκφράζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 και τα αποτελέσματα, ενδεχομένως, των διεξαγόμενων σύμφωνα με το άρθρο 7 διασυνοριακών διαβουλεύσεων”. Περαιτέρω, το άρθρο 10 [Έλεγχος] της αυτής οδηγίας 2001/42/ΕΚ προβλέπει ότι: “1. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή των σχεδίων και προγραμμάτων, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εντοπίσουν εγκαίρως απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις και να είναι σε θέση να αναλάβουν την κατάλληλη επανορθωτική δράση. 2. Προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση προς την παράγραφο 1, τα υφιστάμενα μέτρα ελέγχου μπορούν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν με στόχο την αποφυγή διπλού ελέγχου”. Τέλος, στο άρθρο 11 της οδηγίας, υπό τον τίτλο “Σχέση με την υπόλοιπη κοινοτική νομοθεσία”, περιέχονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις: “1. Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία διεξάγεται βάσει της παρούσας οδηγίας, δεν θίγει οποιεσδήποτε απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ούτε οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. 2. Όσον αφορά σχέδια και προγράμματα για τα οποία η υποχρέωση διεξαγωγής εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων απορρέει ταυτοχρόνως από την παρούσα οδηγία και από άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφεύγεται η επανάληψη των εκτιμήσεων. 3. …”. Στο Παράρτημα Ι της ίδιας οδηγίας καθορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στην περιβαλλοντική μελέτη του άρθρου 5 παράγραφος 1, ως εξής: “α) η περιγραφή σε γενικές γραμμές του περιεχομένου, των κύριων στόχων του σχεδίου ή προγράμματος και της σχέσης με άλλα σχετικά σχέδια και προγράμματα, β) οι σχετικές πτυχές της τρέχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος και η βάσει αυτής πιθανή εξέλιξη εάν δεν εφαρμοστεί το σχέδιο ή πρόγραμμα, γ) τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεαστούν σημαντικά, δ) τα τυχόν υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα που αφορούν το σχέδιο ή πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένων, κατά κύριο λόγο, εκείνων που αφορούν περιοχές ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας, όπως περιοχές που χαρακτηρίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ, ε) οι στόχοι περιβαλλοντικής προστασίας που έχουν τεθεί σε διεθνές ή κοινοτικό επίπεδο ή σε επίπεδο κρατών μελών, οι οποίοι αφορούν το σχέδιο ή πρόγραμμα, και ο τρόπος με τον οποίο οι στόχοι αυτοί καθώς και τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν ληφθεί υπόψη κατά την προετοιμασία του, στ) οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων όπως η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η υγεία των ανθρώπων, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων, ζ) τα προβλεπόμενα μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, εξουδετέρωση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, η) η παρουσίαση σε γενικές γραμμές των λόγων για τους οποίους επελέγησαν οι εξετασθείσες εναλλακτικές δυνατότητες και η περιγραφή του τρόπου διενέργειας της εκτίμησης, με μνεία των τυχόν δυσκολιών (όπως τεχνικά ελαττώματα ή έλλειψη τεχνογνωσίας) που προέκυψαν κατά τη συγκέντρωση των απαιτούμενων πληροφοριών, θ) περιγραφή των προβλεπόμενων μέτρων σχετικά με τον έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 10, ι) μια μη τεχνική περίληψη των πληροφοριών που παρέχονται βάσει των ανωτέρω θεμάτων”. Εξάλλου, σε υποσημείωση σχετικά με τις ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, που αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτ. στ), ορίζεται ότι “πρέπει να συμπεριλαμβάνονται οι δευτερογενείς, σωρευτικές, συνεργειακές, βραχυ-, μεσο- και μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές επιπτώσεις”.

 

13. Επειδή, για τη μεταφορά της ως άνω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη εκδόθηκε η κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006 (Β´ 1225), με την οποία καθορίσθηκε η διαδικασία στρατηγικής εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων διαφόρων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία, λόγω του αντικειμένου τους ή της έκτασης εφαρμογής τους, τεκμαίρεται ότι προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 της ως άνω ΚΥΑ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ορίζεται ότι: “Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης νοούνται ως: α) … ζ) “αρχή σχεδιασμού”: η δημόσια αρχή που προβαίνει στην εκπόνηση σχεδίου ή προγράμματος. η) “Αρμόδια αρχή”: η αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΕΥΠΕ/ΥΠΕΧΩΔΕ) … όπως ειδικότερα προβλέπεται στο άρθρο 4 της παρούσας απόφασης”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 της αυτής ΚΥΑ, “1. Η Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση (Σ.Π.Ε.) πραγματοποιείται πριν από την έγκριση ενός σχεδίου ή προγράμματος ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, για σχέδια ή προγράμματα εθνικού, περιφερειακού, νομαρχιακού ή τοπικού χαρακτήρα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ειδικότερα: α) για τα σχέδια και προγράμματα που εκπονούνται για έναν ή περισσότερους από τους τομείς γεωργίας, δασοπονίας, αλιείας, ενέργειας, βιομηχανίας, μεταφορών, διαχείρισης αποβλήτων, διαχείρισης υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνιών, τουρισμού, πολεοδομικού ή χωροταξικού σχεδιασμού ή χρήσης γης και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων της πρώτης (Α) κατηγορίας (υποκατηγορίες 1 και 2) του Παραρτήματος Ι (πίνακες 1-10) της υπ’ αριθμ. 15393/2332/2002 κοινής υπουργικής απόφασης [ήδη Υ.Α. 1958/2012, Β΄ 21, βλ. άρθρο 6 αυτής]. Τα προαναφερόμενα σχέδια και προγράμματα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του άρθρου 11 [στο οποίο μνημονεύονται ενδεικτικώς σχέδια ή προγράμματα που υπόκεινται σε στρατηγική περιβαλλοντικής εκτίμηση]. Το παράρτημα αυτό μπορεί να συμπληρώνεται … β) [όπως τροποποιήθηκε με την ΥΑ οικ. 40238/2017, Β΄ 3759) Για όλα τα σχέδια και προγράμματα τα οποία στο σύνολό τους ή εν μέρει υλοποιούνται σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 και τα οποία ενδέχεται να τις επηρεάσουν σημαντικά, κατά το στάδιο κατασκευής και λειτουργίας τους. Εξαιρούνται τα προεδρικά διατάγματα χαρακτηρισμού περιοχών και καθορισμού ζωνών προστασίας δραστηριοτήτων και χρήσεων γης των προστατευόμενων περιοχών του άρθρου 6, του ν. 3937/2011 (ΦΕΚ Α΄ 60), τα οποία εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης (Ε.Π.Μ), καθώς και τα σχέδια διαχείρισης και τα προγράμματα δράσης που συνδέονται άμεσα ή είναι απαραίτητα για τη διαχείριση και προστασία των προστατευτέων αντικειμένων των περιοχών αυτών. Προκειμένου να κριθεί αν τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο, και δεν αφορούν σχέδια και προγράμματα της παραγράφου (α), ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 και επομένως αν πρέπει να υποβληθούν σε διαδικασία Σ.Π.Ε., πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου του άρθρου 5. 2. Σε διαδικασία Σ.Π.Ε. υποβάλλονται επίσης τα σχέδια ή προγράμματα που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ του άρθρου 11, μόνον όταν η κατά περίπτωση Αρμόδια αρχή κρίνει με γνωμοδότησή της, σύμφωνα με τη διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου του άρθρου 5, ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. 3. Τα ακόλουθα σχέδια και προγράμματα δεν υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης: - σχέδια και προγράμματα που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς εθνικής άμυνας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, - δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα ή σχέδια και προγράμματα που αφορούν τον προϋπολογισμό”. Στο άρθρο 4 της αυτής ΚΥΑ ορίζεται ότι αρμόδια αρχή είναι “η αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΕΥΠΕ/Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) για σχέδια και προγράμματα τα οποία: α) αναφέρονται σε Εθνικό, Δια-Περιφερειακό και Περιφερειακό επίπεδο, β) εμπίπτουν γεωγραφικά στο σύνολό τους ή εν μέρει σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000, γ) εγκρίνονται με νόμους, Π.Υ.Σ. ή υπουργικές αποφάσεις, δ) … 2) …”. Στη συνέχεια, στο άρθρο 5 ρυθμίζεται η διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου προκειμένου περί σχεδίων και προγραμμάτων των παραγράφων 1β και 2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ, δηλαδή, αντιστοίχως, είτε σχεδίων που δεν ανήκουν σε αυτά της παρ. 1α, υλοποιούνται σε περιοχές Natura 2000 και ενδέχεται να τις επηρεάσουν σημαντικά, είτε, μεταξύ άλλων, σχεδίων που δεν ανήκουν στους τομείς της περ. 1α του αυτού άρθρου 3 και αφορούν έργα της Α κατηγορίας (υποκατηγοριών 1 και 2) ή καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο ή αποτελούν ήσσονα τροποποίηση σχεδίου ή ανήκουν μεν σε τομείς που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 3 αλλά καθορίζουν το πλαίσιο έργων της Β κατηγορίας (υποκατηγοριών 3 και 4), και η Αρμόδια αρχή κρίνει ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πρέπει να υποβληθούν σε στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση [ΣΠΕ]. Στη συνέχεια, στο άρθρο 6 της ΚΥΑ αναφέρονται τα ακόλουθα: “1. Σε περίπτωση που απαιτείται Σ.Π.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 3 (παρ. 1 και 2), η αρχή σχεδιασμού εκπονεί Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) για το προτεινόμενο σχέδιο ή πρόγραμμα, στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες, σε περιεκτική μορφή, λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Το περιεχόμενο της Σ.Μ.Π.Ε. περιγράφεται αναλυτικά στο παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας απόφασης. 2. Η Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτούνται για την εκτίμηση των ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών του σχεδίου ή προγράμματος, το στάδιο της διαδικασίας εκπόνησής του και το βαθμό στον οποίο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δύνανται να αξιολογηθούν καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη εκτίμησής τους. 3. ...”. Εξάλλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, “1. … H Σ.Π.Ε. αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση του εν λόγω σχεδίου ή προγράμματος ή για την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 2. … Το περιεχόμενο της Σ.Μ.Π.Ε., στην οποία περιλαμβάνεται και περιγραφή του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος, καθορίζεται στο Παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 11 της παρούσας. … 3. … 8. Η Αρμόδια αρχή ... αξιολογεί τις ενδεχόμενες σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου ή προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη το φάκελο της Σ.Μ.Π.Ε., τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό … και προβαίνει … στην εκπόνηση σχεδίου απόφασης έγκρισης ή μη της Σ.Μ.Π.Ε. 9. Η απόφαση αυτή για τα σχέδια και προγράμματα της παραγράφου 1 του άρθρου 4 υπογράφεται από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Συνυπογράφεται επίσης από τον αρμόδιο κατά τομέα Υπουργό, ο οποίος αποδέχεται την ενδεχόμενη τροποποίηση στο σχέδιο ή πρόγραμμα που πιθανόν να προκύψει κατά τη διαδικασία Σ.Π.Ε. και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση περιβαλλοντικής έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών για σχέδια ή προγράμματα εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου που περιλαμβάνουν έργα και δραστηριότητες η υλοποίηση των οποίων γίνεται στο σύνολό τους ή εν μέρει από κοινοτικούς πόρους. … 10. Η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία: α) σχετικά με τη διαβούλευση με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό, σύμφωνα με τις παραγράφους 4.1 και 4.2 του παρόντος άρθρου, β) … γ) για τις διαφοροποιήσεις που τυχόν επιβάλλονται στο σχέδιο ή πρόγραμμα από την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης, δ) για τους όρους, περιορισμούς και κατευθύνσεις για την προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος που πρέπει να συνοδεύουν την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ε) για το προβλεπόμενο σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, στ) για το χρονικό διάστημα ισχύος της απόφασης. Η Σ.Μ.Π.Ε. αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω απόφασης. 11. Η απόφαση έγκρισης ή μη της Σ.Μ.Π.Ε. δημοσιοποιείται … για να ενημερωθεί το κοινό. 12. Το σχέδιο ή πρόγραμμα, όπως τελικά θα εγκριθεί, πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο με την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. Στην πράξη ή απόφαση έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. 13. [προστεθείσα με την παρ. 7 της ΚΥΑ οικ. 40238/2017, Β΄ 3759] Στις περιπτώσεις που η “Αρχή Σχεδιασμού” και η αρμόδια για την περιβαλλοντική έγκριση του σχεδίου (ΣΜΠΕ) Περιβαλλοντική Υπηρεσία, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 της παρούσας ανήκουν στις Κεντρικές Υπηρεσίες του ΥΠΕΝ, η αρμόδια για την περιβαλλοντική έγκριση του σχεδίου (ΣΜΠΕ) Περιβαλλοντική Υπηρεσία προωθεί “εισήγηση έγκρισης ΣΜΠE” προς την Αρχή Σχεδιασμού, η οποία προωθεί την έγκριση του σχεδίου και της ΣΜΠΕ με ενιαία διοικητική πράξη”. Στο άρθρο 9 της ΚΥΑ ορίζεται ότι: “1. Η αρχή σχεδιασμού, καθώς και κάθε υπηρεσία Περιβάλλοντος με αρμοδιότητα παρακολούθησης περιβαλλοντικών μέσων και παραμέτρων στον τομέα της, παρακολουθούν σε συνάρτηση με την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος, τις σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εντοπισθούν εγκαίρως απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις και να ληφθούν τα κατάλληλα επανορθωτικά μέτρα. 2. ... 3. Η Αρμόδια αρχή καθώς και οι αρμόδιες ελεγκτικές περιβαλλοντικές αρχές σε κεντρικό, περιφερειακό και νομαρχιακό επίπεδο ελέγχουν την τήρηση των όρων, περιορισμών και κατευθύνσεων που τίθενται στην απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος”. Κατά το Παράρτημα ΙΙΙ της ως άνω ΚΥΑ, “Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) περιλαμβάνει τουλάχιστον: Α. ... Β. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ... Γ. ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Ή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Αναλύονται η σκοπιμότητα και οι στόχοι του σχεδίου ή προγράμματος. Επίσης συμπεριλαμβάνονται: α) οι διεθνείς ή κοινοτικοί ή εθνικοί στόχοι περιβαλλοντικής προστασίας που αφορούν στο σχέδιο ή πρόγραμμα, β) ο τρόπος με τον οποίο οι στόχοι αυτοί και τα περιβαλλοντικά ζητήματα ελήφθησαν υπόψη κατά την προετοιμασία του, γ) η σχέση του με άλλα σχετικά σχέδια και προγράμματα. Δ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται περιγραφή του σχεδίου ή προγράμματος με ιδιαίτερη αναφορά: α) στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του, β) στο περιεχόμενό του, γ) στα έργα και στις δραστηριότητες που ενδεχομένως να προκύψουν από την εφαρμογή του. Ε. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ Περιγράφονται οι εύλογες εναλλακτικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων α) της μηδενικής λύσης, β) των λόγων επιλογής των εναλλακτικών δυνατοτήτων που εξετάσθηκαν, γ) των περιβαλλοντικά τεκμηριωμένων λόγων επιλογής του προτεινόμενου σχεδίου ή προγράμματος έναντι των άλλων εναλλακτικών δυνατοτήτων. ΣΤ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος και δίνονται πληροφορίες για: α) τα σχετικά στοιχεία της τρέχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης και [τ]η βάσει αυτής πιθανή εξέλιξη εάν δεν εφαρμοσθεί το σχέδιο ή πρόγραμμα, β) τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεασθούν σημαντικά εντός της περιοχής μελέτης, γ) τα τυχόν υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα των περιοχών της παραγράφου β΄ ανωτέρω, κυρίως εάν πρόκειται για περιοχές ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας, όπως εκείνες που περιλαμβάνονται στο εθνικό σκέλος του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. Σημειώνεται ότι ως περιοχή μελέτης ορίζεται μια ευρύτερη περιοχή από εκείνη του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος, στην οποία αναμένονται σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του. Η περιοχή αυτή ορίζεται κάθε φορά από το μελετητή της Σ.Μ.Π.Ε. σε συνεργασία με τη αρχή σχεδιασμού του σχεδίου ή προγράμματος. Ζ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Προσδιορίζονται, εκτιμώνται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και ειδικότερα οι πρωτογενείς και δευτερογενείς, σωρευτικές, συνεργιστικές, βραχυ- μεσο-, μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές επιπτώσεις σε τομείς όπως: η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η ανθρώπινη υγεία, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων. Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται ο τρόπος διενέργειας της εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Επίσης, περιγράφονται: α) προτάσεις / κατευθύνσεις / μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, και β) το σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος (monitoring). Η. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό δίνονται στοιχεία της κανονιστικής πράξης περιβαλλοντικής έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος και περιλαμβάνει: α) τις προτάσεις / κατευθύνσεις / μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, αντιμετώπιση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον, β) το προβλεπόμενο σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος (monitoring). Θ. ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΕΚΥΨΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΜΠΕ Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μνεία των τυχόν δυσκολιών (όπως τεχνικά ελαττώματα ή έλλειψη τεχνογνωσίας ή έλλειψη στοιχείων ή πληροφοριών) που προέκυψαν κατά την εκπόνηση της μελέτης. Ι. ΒΑΣΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΕΣ Στο κεφάλαιο αυτό καταγράφονται οι απολύτως αναγκαίες πρόσθετες βασικές μελέτες και έρευνες, οι οποίες θα πρέπει να εκπονηθούν πριν την έγκριση των έργων και δραστηριοτήτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος. …”. Τέλος, σύμφωνα με την ΚΥΑ οικ. 40238/2017 (Β΄ 3759) “[ό]που στην κοινή υπουργική απόφαση υπ’ αριθμ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006 (Β΄ 1225) αναφέρεται “έγκριση ΣΜΠΕ” νοείται εφεξής η περιβαλλοντική έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος και όχι η υιοθέτηση από την αρμόδια υπηρεσία του συνόλου του περιεχομένου της ΣΜΠΕ όπως αυτή έχει κατατεθεί από το φορέα/αρχή σχεδιασμού του σχεδίου ή προγράμματος”.

 

14. Επειδή, όπως προκύπτει από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε (διαβούλευση με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό επί της ΣΜΠΕ), το περιεχόμενο [: επιβολή όρων και κατευθύνσεων για όλες τις φάσεις υλοποίησης του προγράμματος με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, πρόβλεψη συστήματος παρακολούθησης, δημοσιοποίηση της πράξης με δημοσίευση στον τύπο και στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου] και τον τίτλο της, η προσβαλλόμενη απόφαση προβαίνει στην περιβαλλοντική έγκριση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες περιοχές “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και “Δυτικά Κρήτης”, προγράμματος δηλαδή που αφορά τον τομέα της ενέργειας και καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2011/92/ΕΕ [L. 26/2012 - βλ. περιπτώσεις 14, 16 και 21 του εν λόγω Παραρτήματος]. Τούτο ενισχύεται και από το Κεφάλαιο Ε της προσβαλλόμενης, όπου αναφέρεται ότι “Η ΣΜΠΕ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. Στις πράξεις ή αποφάσεις έγκρισης του προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η παρούσα απόφαση”· η μνεία αυτή στοιχεί προς τη ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 12 της ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006, που προβλέπει ότι “το σχέδιο ή πρόγραμμα, όπως τελικά θα εγκριθεί, πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο με την απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. Στην πράξη ή απόφαση έγκρισης του σχεδίου ή προγράμματος πρέπει να αναφέρεται ρητά η απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε.” (βλ. προηγούμενη σκέψη). Ως εκ τούτου, οι εκτεθέντες στη σκέψη 11 λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 

15. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη, διότι εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, η έγκριση του οποίου επιβάλλεται από τα άρθρα 24 [παρ. 1 και 2], 79 [παρ. 8] και 106 [παρ. 1] του Συντάγματος και από τις διατάξεις της οδηγίας 2014/89/ΕΕ. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, αποκλείεται η έγκριση ενός προγράμματος όπως το επίδικο, προτού καθορισθούν οι όροι προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Μεσογείου και τα μέτρα αποτροπής της επιδείνωσής του, προτού δηλαδή καταρτισθεί σχέδιο θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, όπως επιτάσσει [και μάλιστα “το συντομότερο δυνατό”] το άρθρο 15 παρ. 3 της ως άνω οδηγίας. Περαιτέρω, τα αιτούντα ισχυρίζονται ότι η 31η.3.2021, ημερομηνία την οποία θέτει το άρθρο 15 παρ. 3 της οδηγίας 2014/89/ΕΕ, αποτελεί το απώτερο χρονικό όριο για την κατάρτιση των εν λόγω σχεδίων και όχι την καταληκτική ημερομηνία συμμόρφωσης στις διατάξεις της. Συναφώς τα αιτούντα επικαλούνται ότι ο βυθός και το υπέδαφος συγκροτούν το θαλάσσιο περιβάλλον το οποίο, κατά την οδηγία 2008/56/ΕΚ, συνιστά “πολύτιμη κληρονομιά [της ΕΕ] που πρέπει να προστατεύεται” και προβάλλουν ότι, παρά το ότι η ΣΜΠΕ όφειλε να αποδείξει ότι η έγκριση του επίδικου προγράμματος δεν είναι ικανή να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2014/89/ΕΕ, αυτή εστιάζει στο υποτιθέμενο οικονομικό όφελος από την εκτέλεση της εξόρυξης και αγνοεί την ευαισθησία του οικοσυστήματος της ευρύτερης περιοχής υλοποίησης του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και ιδίως της “Ελληνικής Τάφρου”.

 

16. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: “1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. ... 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. ... 3. ...”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 8 του Συντάγματος, “Τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης εγκρίνονται από την Ολομέλεια της Βουλής, όπως νόμος ορίζει” ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, “Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών”.

 

17. Επειδή, το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης [εφεξής ΓΠΧΣΑΑ], εγκριθέν με την απόφαση 6876/4871/2008 της Ολομέλειας της Βουλής (Α΄ 128), λαμβάνει υπόψη ότι η χώρα είναι πλούσια σε μεταλλεύματα και ορυκτά, ότι οι σχετικές δραστηριότητες συναντώνται σχεδόν σε όλους τους νομούς της χώρας, ακόμη και στις νησιωτικές περιοχές, όπου απαντώνται διάφορα κοιτάσματα και ορυκτά, ότι αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία λόγω της συμβολής τους στην παραγωγική διαδικασία και ότι “η χωρική διάσταση της εξορυκτικής και της μεταλλευτικής δραστηριότητας συνδέεται με την ανάγκη αναγνώρισης των ορυκτών πόρων ως ισότιμων προς τους λοιπούς φυσικούς πόρους και με την εξασφάλιση της δυνατότητας αξιοποίησής τους, κατά τρόπο συμβατό με την προστασία του περιβάλλοντος και την άσκηση τουριστικών ή άλλων δραστηριοτήτων” (βλ. παρ. ΙΙΙ.Ε.6 του προοιμίου). Το ΓΠΧΣΑΑ θέτει, στο άρθρο 6, ως γενική κατεύθυνση για την ενέργεια, την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας με αξιοποίηση των εγχώριων πόρων [υποπαρ. Β.1. περ. (β)] και προβλέπει την αξιοποίηση των ιδιαίτερων ενεργειακών πλεονεκτημάτων συγκεκριμένων περιοχών της χώρας με σκοπό την παραγωγή ενέργειας [υποπαρ. Β.2. περ. α]. Στο άρθρο 7 παρ. Β του ΓΠΧΣΑΑ τίθενται ως βασικοί στόχοι, για τη “Βιομηχανία (εξόρυξη-μεταποίηση)”, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας, με έμφαση σε δραστηριότητες που παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα σε διεθνείς αγορές, και η προώθηση ενός πολυκεντρικού προτύπου χωρικής οργάνωσης της βιομηχανίας, με σκοπό την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων διαφόρων περιοχών. Βάσει των στόχων αυτών, στο ίδιο άρθρο 7 παρ. Β του ΓΠΧΣΑΑ προβλέπονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες κατευθύνσεις: “- Διατήρηση της εξορυκτικής δραστηριότητας στις υφιστάμενες περιοχές εκμετάλλευσης και διασφάλιση της δυνατότητας επέκτασης σε περιοχές, όπου εντοπίζονται νέα κοιτάσματα ή νέα ορυκτά, με τήρηση των όρων προστασίας του περιβάλλοντος και των προϋποθέσεων λειτουργίας των γειτονικών δραστηριοτήτων. Πρόκειται, κυρίως, για ορυκτούς πόρους που καλύπτουν εγχώριες ανάγκες ή απευθύνονται σε διεθνείς αγορές … - Εξασφάλιση των θεμελιωδών προϋποθέσεων για τη λειτουργία των εξορυκτικών δραστηριοτήτων και κυρίως της δυνατότητας χωροθέτησης μονάδων πρωτογενούς επεξεργασίας ορυκτών πρώτων υλών και μονάδων μεταποίησης για καθετοποίηση της παραγωγής στους χώρους εξόρυξης, όπως επίσης και της εξασφάλισης θαλάσσιων διεξόδων για διακίνηση των προϊόντων, όταν αυτό επιβάλλεται για τεχνικο-οικονομικούς λόγους ή για λόγους ασφάλειας, λαμβάνοντας παράλληλα και τα αναγκαία μέτρα προστασίας και αποκατάστασης του περιβάλλοντος. - Διασφάλιση των χώρων της εξορυκτικής δραστηριότητας από ανταγωνιστικές χρήσεις με κριτήρια τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη σπανιότητα των προς εκμετάλλευση πόρων, ειδικά στις παράκτιες ζώνες και στις περιοχές του δικτύου ΦΥΣΗ 2000”. Περαιτέρω, το αναθεωρημένο Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο (ΠΧΠ) της Περιφέρειας Κρήτης, εγκριθέν με την απόφαση 42284/2017 του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (τ. Α.Α.Π. 260), έχει ως στόχο την ενίσχυση του διεθνούς και ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Περιφέρειας Κρήτης, με έμφαση, μεταξύ άλλων, στην έρευνα και πιθανή εκμετάλλευση υδρογονανθράκων (άρθρο 1 παρ. 1 περ. IV). Το ΠΧΠ προβλέπει συναφώς ότι: “[λ]αμβάνονται ουσιαστικές μέριμνες για την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη της εδαφικής συνοχής, σε εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών και σε συνεργασία με τον νέο ευρωπαϊκό θεσμό της μακροπεριφέρειας Αδριατικής - Ιονίων Νήσων, στο πλαίσιο και της προώθησης της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και στα νότια της Κρήτης. Η επιλογή του χώρου για τις χερσαίες εγκαταστάσεις της δραστηριότητας, που πιθανότατα τοποθετούνται στις ευαίσθητες ακτές της Νότιας ή της Δυτικής Κρήτης, τόσο κατά τη διάρκεια των εργασιών όσο και για την οριστική τους θέση, είναι καίριας σημασίας και κρίνεται σκόπιμο η χωροθέτηση των συνοδών χερσαίων εγκαταστάσεων να συνδυαστεί με χώρους που συνορεύουν με τα υφιστάμενα αστικά κέντρα Τυμπάκι, Καστέλι Κισσάμου, Ιεράπετρα” (άρθρο 2 παρ. 4). Τέλος, αναφέρεται ότι “[π]ροωθείται η … διατήρηση της προοπτικής ανάπτυξης εμπορευματικού λιμένα στο Τυμπάκι, με αναθεώρηση του ρόλου του και αναπροσανατολισμό προς την τροφοδοσία πλοίων (bunkering) και την υποστήριξη των προβλεπόμενων εγκαταστάσεων άντλησης και μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου από τα «οικόπεδα» της νότιας Κρήτης” και προβλέπεται ότι, για τις υποστηρικτές υποδομές της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι ειδικοί λιμένες εμπορευματικού χαρακτήρα των Καλών Λιμένων και στον Αθερινόλακκου, καθώς και ο λιμένας του Τυμπακίου (άρθρο 14 παρ. 3).

 

18. Επειδή, στο προοίμιο της οδηγίας 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 “περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό” (L. 257) διαπιστώνεται ότι “η υψηλή και ταχέως αυξανόμενη ζήτηση για θαλάσσιο χώρο για διάφορους σκοπούς, όπως εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αναζήτηση και εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου, δραστηριότητες θαλασσίων μεταφορών και αλιείας,διατήρηση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, εξόρυξη πρώτων υλών, τουρισμός, εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας και υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά, καθώς και οι πολλαπλές πιέσεις επί των παράκτιων πόρων, απαιτούν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση προγραμματισμού και διαχείρισης” (αιτιολογική σκέψη 1) και ότι, “για να προωθηθεί η βιώσιμη συνύπαρξη των χρήσεων και, κατά περίπτωση, η κατάλληλη χωροθέτηση των συναφών χρήσεων στον θαλάσσιο χώρο, θα πρέπει να τεθεί ένα πλαίσιο το οποίο να περιλαμβάνει τουλάχιστον τη θέσπιση και την εφαρμογή από τα κράτη μέλη θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού που να καταλήγει σε σχέδια” (αιτιολογική σκέψη 8). Για τους λόγους αυτούς αναγνωρίζεται ότι, παρά το γεγονός ότι “είναι σκόπιμο να παρέχει η Ένωση ένα πλαίσιο για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι υπεύθυνα και αρμόδια για τον σχεδιασμό και τον καθορισμό, στα θαλάσσια ύδατά τους, της μορφής και του περιεχομένου των εν λόγω σχεδίων … και … για την αντίστοιχη κατανομή του θαλάσσιου χώρου στις διάφορες δραστηριότητες και χρήσεις” (αιτιολογική σκέψη 11 του προοιμίου). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 παρ. 1 της ως άνω οδηγίας ορίζεται ότι “Η παρούσα οδηγία καθορίζει ένα πλαίσιο για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό με σκοπό την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών, τη βιώσιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων περιοχών και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων”, ενώ, στο άρθρο 2, ότι: “1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε θαλάσσια ύδατα κρατών μελών με την επιφύλαξη άλλης νομοθεσίας της Ένωσης. Δεν εφαρμόζεται στα παράκτια ύδατα ή σε τμήματα αυτών που εμπίπτουν στον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό κράτους μέλους, εφόσον αυτό αναφέρεται στα θαλάσσια χωροταξικά σχέδιά του. 2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες με αποκλειστικό σκοπό την άμυνα ή την εθνική ασφάλεια. 3. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να σχεδιάζουν και να καθορίζουν, εντός των θαλάσσιων υδάτων, την έκταση και το περιεχόμενο των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων τους. Δεν εφαρμόζεται στην πολεοδομία και τη χωροταξία”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας, “Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 1) ως «ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική» (ΟΘΠ) νοείται η πολιτική της Ένωσης που έχει ως στόχο να προαγάγει τη συντονισμένη και συνεπή λήψη αποφάσεων με σκοπό τη μεγιστοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής των κρατών μελών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις παράκτιες, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, καθώς και τους θαλάσσιους τομείς της, μέσω συνεκτικών και συνδεόμενων με τη θάλασσα πολιτικών και μέσω της διεθνούς συνεργασίας· 2) ως «θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός» νοείται η διαδικασία με την οποία οι αρχές του οικείου κράτους μέλους αναλύουν και οργανώνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές για την επίτευξη οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων· 3) ως «θαλάσσια περιοχή» νοείται η θαλάσσια περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ· 4) ως «θαλάσσια ύδατα» νοούνται τα ύδατα, ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) στοιχείο α) της οδηγίας 2008/56/ΕΚ και ως «παράκτια ύδατα» νοούνται τα ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και ο βυθός και το υπέδαφός τους”. Στο άρθρο 4 της ανωτέρω οδηγίας ορίζονται τα εξής: “1. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει και εφαρμόζει θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. 2. Κατά τη διαδικασία αυτή τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας. 3. Το αντίστοιχο σχέδιο ή σχέδια αναπτύσσονται και καταρτίζονται στο θεσμικό και διοικητικό επίπεδο που καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να σχεδιάζουν και να καθορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο του σχεδίου ή σχεδίων αυτών. 4. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός έχει ως σκοπό να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 5 και πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 8. 5. Κατά την κατάρτιση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των θαλάσσιων περιοχών, τις συναφείς υπάρχουσες και μελλοντικές δραστηριότητες και χρήσεις και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και επί των φυσικών πόρων, και λαμβάνουν επίσης υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας. 6. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλάβουν ή να αξιοποιήσουν τις υπάρχουσες εθνικές πολιτικές, κανονισμούς και μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί ή θεσπίζονται πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, αν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας”. Εν συνεχεία, στο άρθρο 5, που αφορά τους στόχους του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, ορίζεται ότι “1. Κατά την εκπόνηση και εφαρμογή θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές για τη στήριξη και προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στη θάλασσα εφαρμόζοντας μία προσέγγιση που βασίζεται στο οικοσύστημα, καθώς και για την προώθηση της συνύπαρξης σχετικών δραστηριοτήτων και χρήσεων. 2. Μέσω των θαλάσσιων χωροταξικών τους σχεδίων, τα κράτη μέλη έχουν στόχο να συμβάλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη των ενεργειακών τομέων στη θάλασσα, των θαλάσσιων μεταφορών και των τομέων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και στη διατήρηση, προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένης της ανθεκτικότητας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δύνανται να επιδιώξουν άλλους στόχους, όπως η προώθηση του βιώσιμου τουρισμού και η βιώσιμη εξόρυξη πρώτων υλών. 3. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίσουν με ποιον τρόπο λαμβάνουν υπόψη και σταθμίζουν τους διάφορους στόχους στο θαλάσσιο χωροταξικό τους σχέδιο ή σχέδια”. Εξάλλου, στο άρθρο 8 ορίζεται ότι: “1. Κατά τη θέσπιση και υλοποίηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη καταρτίζουν θαλάσσια χωροταξικά σχέδια, τα οποία προσδιορίζουν τη χωροχρονική κατανομή σχετικών τρεχουσών και μελλοντικών δραστηριοτήτων και χρήσεων στα θαλάσσια ύδατα συμβάλλοντας στους στόχους του άρθρου 5. 2. Στο πλαίσιο των ανωτέρω ενεργειών και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις των δραστηριοτήτων και των χρήσεων. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, οι πιθανές δραστηριότητες και χρήσεις και ενδιαφέροντα δύνανται να περιλαμβάνουν: - τις περιοχές υδατοκαλλιέργειας, - τις περιοχές αλιείας, - τις εγκαταστάσεις και τις υποδομές για την έρευνα, την εκμετάλλευση και την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου καθώς και άλλων ενεργειακών πόρων, ορυκτών και αδρανών υλικών, και για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, - τις οδούς θαλάσσιας μεταφοράς και τις κυκλοφοριακές ροές, - τις περιοχές διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, - τους τόπους προστασίας της φύσης και των ειδών και τις προστατευόμενες περιοχές, - τις περιοχές εξόρυξης πρώτων υλών, - την επιστημονική έρευνα, - τις διαδρομές υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, - τον τουρισμό, - την υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά”. Τέλος, βάσει του άρθρου 15 “Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο” της οδηγίας, “1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016. … 2. … 3. Τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια που αναφέρονται στο άρθρο 4 θεσπίζονται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο έως την 31η Μαρτίου 2021. 4. ...”.

 

19. Επειδή, η ανωτέρω οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4546/2018 (Α΄ 101), ο οποίος, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζει στο άρθρο 5 τα ακόλουθα: “1. Η αρμόδια αρχή του άρθρου 14” [κατά το οποίο: “1. Αρμόδια αρχή ορίζεται ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας”] “έχει την ευθύνη για την κατάρτιση, εφαρμογή και αξιολόγηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των θαλάσσιων περιοχών και παράκτιων ζωνών, καθώς και τις συναφείς υπάρχουσες και μελλοντικές δραστηριότητες και χρήσεις και επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, στους φυσικούς πόρους και εν γένει στην πολιτιστική κληρονομιά. Λαμβάνει επίσης υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς - θάλασσας. 2. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός περιλαμβάνει: α) την εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο του άρθρου 6, β) τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια του άρθρου 6. ... 3. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2021. 4. …”. Στο άρθρο 6 του νόμου ορίζεται ότι: “1. Η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο αποτελεί μέρος της εθνικής χωρικής στρατηγικής του άρθρου 3 του ν. 4447/2016. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, είναι δυνατή η κατάρτιση και έγκριση της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο, χωρίς την ύπαρξη εγκεκριμένης εθνικής χωρικής στρατηγικής. Η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο: α) προσδιορίζει τις στρατηγικές κατευθύνσεις για τις θαλάσσιες περιοχές και τις παράκτιες ζώνες, που στοχεύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη, β) υποδεικνύει και αιτιολογεί τις προτεραιότητες για την εκπόνηση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων σε επιμέρους χωρικές ενότητες με βάση: αα) τις υποδιαιρέσεις του θαλάσσιου χώρου, που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 20 του ν. 3983/2011, ή ββ) διαφορετικές από τις προαναφερόμενες υποδιαιρέσεις, εφόσον προκύπτει ότι ο προσδιορισμός τους είναι αναγκαίος για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 4. 2. Η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο καταρτίζεται από την αρμόδια αρχή του άρθρου 14, εγκρίνεται με πράξη υπουργικού συμβουλίου, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ανακοινώνεται στη Βουλή. 3. … 4. Τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια αντιστοιχούν στο περιφερειακό επίπεδο σχεδιασμού του άρθρου 2 του ν. 4447/2016. Αναφέρονται σε θαλάσσιες και παράκτιες χωρικές ενότητες, οι οποίες μπορεί να είναι υποπεριφερειακού, περιφερειακού ή διαπεριφερειακού επιπέδου. Καθορίζονται από την εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1. Αν η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο δεν έχει εγκριθεί, ο καθορισμός χωρικών ενοτήτων για την εκπόνηση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποδιαιρέσεις του θαλάσσιου χώρου που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 και στο άρθρο 20 του ν. 3983/2011. 5. Κατά την κατάρτιση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις του άρθρου 7, οι κατευθύνσεις της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο, εφόσον έχει θεσμοθετηθεί, οι άξονες και οι στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το περιφερειακό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα ή μη, στρατηγικές περιφερειακές συμβάσεις, διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές συμφωνίες και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου, οι κατευθύνσεις του υφιστάμενου Χωρικού Σχεδιασμού του ν. 4447/2016, στο βαθμό που αφορούν τον παράκτιο και θαλάσσιο χώρο. 6. Τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια υπόκεινται σε διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, σύμφωνα με την ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Β΄ 1225) και εγκρίνονται μαζί με τις Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) με ενιαία απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. … 7. ...”. Περαιτέρω, στο άρθρο 7 του παραπάνω νόμου, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι “Για να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 4 και η συνεκτικότητα μεταξύ του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και του χωροταξικού σχεδιασμού του χερσαίου χώρου, η αρμόδια αρχή του άρθρου 14 κατά την κατάρτιση της “Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για το Θαλάσσιο Χώρο” και των “Θαλάσσιων Χωροταξικών Σχεδίων”: 1. Λαμβάνει υπόψη: α) τις σχετικές δραστηριότητες και χρήσεις στα θαλάσσια ύδατα και στις παράκτιες ζώνες, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 2, β) τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας, γ) τις περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές παραμέτρους, καθώς και ζητήματα κλιματικής αλλαγής και ασφάλειας, δ) τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό των νησιωτικών περιοχών και του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας, 2. ...”. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου, “1. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός προσδιορίζει την κατανομή υφιστάμενων και μελλοντικών δραστηριοτήτων και χρήσεων στις θαλάσσιες περιοχές και στις παράκτιες ζώνες, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 3. 2. Στο πλαίσιο της παραγράφου 1 και κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14, λαμβάνονται υπόψη οι αλληλεπιδράσεις των δραστηριοτήτων και των χρήσεων, οι οποίες μπορεί μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν: α) την αλιεία, β) την υδατοκαλλιέργεια, γ) τις εγκαταστάσεις, τις υποδομές και τα υποθαλάσσια έργα για την έρευνα, την εκμετάλλευση και την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου, καθώς και άλλων ενεργειακών πόρων, πρώτων υλών, ορυκτών και αδρανών υλικών και για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και συμβατικές πηγές, δ) τις θαλάσσιες οδούς και τις κυκλοφοριακές ροές, ε) τις λιμενικές εγκαταστάσεις κάθε είδους, στ) τις περιοχές διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, ζ) τις προστατευόμενες περιοχές και τις περιοχές όπου εφαρμόζεται η νομοθεσία για την προστασία της βιοποικιλότητας και τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών (ν. 3937/2011, Α΄ 60), καθώς και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες, η) την επιστημονική έρευνα, θ) τις οδεύσεις υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, ι) τον τουρισμό, ια) τους προστατευόμενους ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους και τα ενάλια μνημεία, σύμφωνα με το ν. 3028/2002, ιβ) τις παράκτιες χρήσεις γης”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 15 [Μεταβατικές διατάξεις], “1. Κατά την πρώτη έκδοση των κανονιστικών πράξεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 6 του άρθρου 6 για την έγκριση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού,λαμβάνονται υπόψη οι κατευθύνσεις των εγκεκριμένων χερσαίων χωροταξικών σχεδίων και προγραμμάτων. 2. Μετά την έκδοση των κανονιστικών πράξεων για την έγκριση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, οι κανονιστικές πράξεις χωροταξικού σχεδιασμού του χερσαίου χώρου λαμβάνουν υπόψη τις κατευθύνσεις του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, σχετικά με τη χωρική ανάπτυξη και ρύθμιση των θαλάσσιων περιοχών και την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης ξηράς-θάλασσας”.

 

20. Επειδή, περαιτέρω, στο ν.δ. 210/1973 “Περί Μεταλλευτικού Κώδικος” (Α΄ 277) ορίζονται τα ακόλουθα: α/ στο άρθρο 1 ότι: “Διά την εφαρμογήν του παρόντος αι ορυκταίύλαι, ως αύται εύρηνται εις την φύσιν, διακρίνονται από νομικής απόψεως εις μεταλλευτικά ορυκτά ή μεταλλεύματα και εις λατομικά ορυκτά”, β/ στο άρθρο 2 ότι: “1. Ως μεταλλευτικά ορυκτά ή μεταλλεύματα θεωρούνται αι κάτωθι ορυκταίύλαι: α) … θ) Οι υδρογονάνθρακες παντός είδους εν στερεά, υγρά ή αεριώδεικαταστάσει, ως και τα προϊόντα οξειδώσεως αυτών (οζοκηρίτης, άσφαλτος, πισσάσφαλτος, πισσασφαλτοφόροι ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι κλπ). ι) … 2. … 3. ….”, γ/ στο άρθρο 144 ότι “1. … 4. Ειδικώς προκειμένου περί ασκήσεως του δικαιώματος του Δημοσίου επί υδρογονανθράκων εν υγρά και αεριώδεικαταστάσει εφαρμόζονται αποκλειστικώς αι διατάξεις του ν. 3948/1959 «περί αναζητήσεως, ερεύνης και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων εν υγρά και αεριώδεικαταστάσει»” (βλ. ήδη το ν. 2289/1995, παρατεθέντα στη σκ. 5 της παρούσης) και δ/ στο άρθρο 148, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 194 του ν. 4001/2011 (Α΄ 179), ότι “1. Ωσαύτως, το Δημόσιο έχει το αποκλειστικό δικαίωμα αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης όλων των μεταλλευτικών ορυκτών που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος και απαντώνται στις υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές της χώρας, ... 2. Το κατά την προηγουμένηνπαράγραφον δικαίωμα του Δημοσίου ασκείται κατά τα υπό του άρθρου 144 του παρόντος οριζόμενα”. Συναφώς, το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2837/2000 (Α΄ 178) προβλέπει ότι “α. Ο χώρος στον οποίο εντοπίζεται κοίτασμα μεταλλευτικών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων θεωρείται εκ του νόμου χωροθετημένο μεταλλείο ή λατομείο αντίστοιχα. … γ. Πριν από την έναρξη εργασιών έρευνας και εκμετάλλευσης μεταλλείου απαιτείται να εφοδιασθεί ο έχων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33, 59, 74, 76, 143, 144, 146 του ν.δ/τος 210/1973 “περί Μεταλλευτικού Κώδικος” μεταλλευτικό δικαίωμα, με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α΄) έγκριση περιβαλλοντικών όρων... Για το σκοπό αυτόν υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους αίτηση, που συνοδεύεται από μελέτη, που συντάσσεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Κ.Υ.Α. 183037/5115/19.8.1980 (ΦΕΚ 820 Β΄) και το ερωτηματολόγιο του πίνακα 3 του άρθρου 16 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/24.10.1990 (ΦΕΚ 687 Β΄)”.

 

21. Επειδή, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων του Συντάγματος συνάγεται ότι ο ανατιθέμενος στην Πολιτεία σχεδιασμός της κατανομής των δραστηριοτήτων στο χώρο πρέπει να διασφαλίζει την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, τους άριστους δυνατούς όρους διαβίωσης του πληθυσμού και την οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (βιώσιμη ανάπτυξη), ουσιώδης όρος της οποίας είναι ο ολοκληρωμένος, ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, μέχρι την ολοκλήρωση του οποίου είναι ανεκτός και ο μερικός, χωρικός ή τομεακός, χωροταξικός σχεδιασμός (ΣτΕ 1978/2017, 4607/2011, 705/2006 Ολομ., 1569/2005 Ολομ. κ.ά.). Από την αρχή δε της βιώσιμης ανάπτυξης απορρέει και η ειδικότερη υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εξόρυξη πρώτων υλών και αδρανών υλικών, ώστε να εξασφαλίζονται η μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων, ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η σχετική δραστηριότητα και η ορθολογική και με φειδώ εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Για το λόγο αυτό, όπως έχει κριθεί, οι λατομικοί χώροι πρέπει, κατ΄ αρχήν, να χωροθετούνται εντός λατομικών περιοχών, περιοχών δηλαδή οι οποίες έχουν εκ των προτέρων καθορισθεί ως κατάλληλες για την άσκηση λατομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, στον κανόνα αυτόν δεν εμπίπτουν η έρευνα για τον εντοπισμό και η εν συνεχεία εξόρυξη μεταλλευτικών ορυκτών, όπως είναι οι υδρογονάνθρακες (βλ. προηγούμενη σκέψη), διότι οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορεί παρά να ασκούνται στους χώρους, χερσαίους ή θαλάσσιους, όπου υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης κοιτάσματος υδρογονανθράκων ή στις περιοχές όπου τέτοιο εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα έχει ήδη εντοπισθεί (βλ. και το προπαρατεθέν άρθρο 12 του ν. 2837/2000, πρβλ. ΣτΕ 1344/2021 σκ. 12, 1978/2017 σκ. 11). Προκειμένου, όμως, να διασφαλίζεται ότι το υπό έγκριση πρόγραμμα, σχέδιο ή έργο που συνδέεται με την επίμαχη δραστηριότητα δεν αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, η Διοίκηση οφείλει να προβαίνει σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους, βάσει, αντιστοίχως, της ΣΜΠΕ ή της ΜΠΕ και των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων και κατόπιν συνεκτίμησης των απόψεων που εκφράσθηκαν κατά τη διαβούλευση. Αν δε η αξιολόγηση αυτή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υλοποίηση του σχεδίου ή του έργου αντίκειται στην προστασία του περιβάλλοντος, η Διοίκηση οφείλει να απορρίψει το αίτημα περιβαλλοντικής έγκρισης, έστω και αν αυτό θα έχει ως συνέπεια να παραμείνει αναξιοποίητο το σχετικό κοίτασμα (πρβλ. ΣτΕ 826/2022, 2753/2020, 2558/2017, 4607, 793/2011, 2059/2007, 998/2005 Ολομ., πρβλ. 4966/2014 7μ.).

 

22. Επειδή, η προσβαλλόμενη περιβαλλοντική έγκριση του επίδικου προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων εξαντλείται στο γενικό σχεδιασμό των σταδίων υλοποίησής του, στο γεωγραφικό προσδιορισμό των περιοχών όπου θα διεξαχθούν σεισμικές έρευνες, στην παροχή κατευθύνσεων και στη θέσπιση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος σε όλες τις φάσεις εκτέλεσης του προγράμματος. Ειδικότερα, με το επίδικο πρόγραμμα προσδιορίζονται γεωγραφικά οι ευρύτερες θαλάσσιες περιοχές έρευνας για τον εντοπισμό κοιτασμάτων, στις οποίες, σε πρώτο στάδιο, θα λάβουν χώρα οι σεισμικές έρευνες, από τα αποτελέσματα των οποίων θα εξαρτηθεί αν και σε ποιές θέσεις θα πραγματοποιηθούν εν συνεχεία ερευνητικές γεωτρήσεις. Αναλόγως δε των αποτελεσμάτων των ερευνητικών αυτών γεωτρήσεων και υπό την προϋπόθεση του εντοπισμού εμπορικά εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος, θα επακολουθήσει το στάδιο της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, με την τυχόν αξιοποίηση ήδη υπαρχουσών γεωτρήσεων και τη διάνοιξη νέων, ενώ, όπως ορίζεται στο νόμο (βλ. ανωτέρω, σκ. 5), η τελική περιοχή εκμετάλλευσης δεν μπορεί κατ΄ αρχήν να υπερβαίνει τα 200 τετρ. χλμ. ανά εντοπισμένο κοίτασμα, δηλ. το 1% έναντι της κάθε έκτασης [των 20.000 περίπου τετρ. χλμ.] όπου επιτρέπεται η πραγματοποίηση των σεισμικών ερευνών. Στην προσβαλλόμενη ή στη ΣΜΠΕ που τη συνοδεύει δεν προσδιορίζεται η θέση υποθαλάσσιων έργων, εγκαταστάσεων ή υποδομών για την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων· η χωροθέτησητων ερευνητικών ή εξορυκτικών δραστηριοτήτων, εάν εντοπισθούν στόχοι και εκμεταλλεύσιμα αποθέματα, όπως και η τυχόν αδειοδότηση χερσαίων εγκαταστάσεων ή έργων που απαιτούνται για τη μεταφορά των υδρογονανθράκων, θα λάβουν χώρα σε επόμενα στάδια, για καθένα από τα οποία απαιτείται η τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ήτοι, προκειμένου για έργα Α΄ κατηγορίας, η έκδοση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατόπιν εκπόνησης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων [βλ. οδηγία 2011/92/ΕΕ, Παράρτημα Ι, περιπτ. 14, 16 και 21]. Επιπλέον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, η έρευνα για τον εντοπισμό στόχων υδρογονανθράκων δεν μπορεί παρά να διεξάγεται στις περιοχές όπου, βάσει προκαταρκτικών γεωλογικών δεδομένων, υφίστανται ενδείξεις ύπαρξης κοιτάσματος [βλ. σελ 7-40 της ΣΜΠΕ: “δείκτες παρουσίας υδρογονανθράκων”], υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που η έρευνα αυτή ενδέχεται να προκαλέσει. Πέραν δε αυτών, το επίδικο πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης εναρμονίζεται προς τις ανωτέρω περιγραφείσες κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού, ήτοι του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και, ιδίως, του αναθεωρημένου Χωροταξικού Πλαισίου της Περιφέρειας Κρήτης, το τελευταίο των οποίων αντιστοιχεί, δυνάμει του προπαρατεθέντος άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 4546/2018, στο ίδιο [περιφερειακό] επίπεδο σχεδιασμού με τα υπό κατάρτιση θαλάσσια χωροταξικά σχέδια. Υπό όλα τα ανωτέρω δεδομένα, πριν από την περιβαλλοντική έγκριση του προπεριγραφέντος προγράμματος δεν απαιτείτο να έχει εγκριθεί θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός και να έχει προβλεφθεί κατανομή χρήσεων και δραστηριοτήτων ανά θαλάσσια υποπεριοχή,απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου ακυρώσεως. Περαιτέρω, καθ΄ όσον αφορά τις αιτιάσεις ότι η έγκριση του προγράμματος παραβλάπτει το ευαίσθητο οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής και θέτει σε κίνδυνο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της οδηγίας 2014/89/ΕΕ πριν από την παρέλευση της προθεσμίας που η ίδια θέτει για να θεσπισθούν τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια (31.3.2021), παρατηρούνται τα ακόλουθα: στη ΣΜΠΕ εξετάζεται διεξοδικά η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος της περιοχής, της χλωρίδας και της πανίδας, με ιδιαίτερη έμφαση στα θαλάσσια θηλαστικά (κητώδη και μεσογειακή φώκια), στις θαλάσσιες χελώνες και στις προστατευόμενες περιοχές, εκτιμώνται και αξιολογούνται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις επιμέρους εργασίες του επίδικου προγράμματος και προτείνεται σειρά μέτρων άμβλυνσης των επιπτώσεων που είναι δυνατόν να προκληθούν, μεταξύ άλλων, από τον υποθαλάσσιο θόρυβο, την εγκατάσταση των υποδομών, την ατυχηματική ρύπανση, τη φωτορρύπανση και την εισβολή ξενικών ειδών, καθώς και τεχνικά διαχειριστικά μέτρα και μέτρα ασφαλείας για πιθανές διαρροές πετρελαίου ή χημικών ουσιών. Στη δε προσβαλλόμενη απόφαση ενσωματώνονται, κατ΄ αποδοχή και των παρατηρήσεων που εκφράσθηκαν κατά τη διαβούλευση, όροι υλοποίησης του προγράμματος, καθώς και κατευθύνσεις για το εκδοθησόμενο “Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης”, με σκοπό την προστασία των προστατευόμενων περιοχών και ειδών, όπως είναι: Ι/ τα ειδικά μέτρα για την προστασία των κητωδών από τις ηχοβολιστικές διασκοπήσεις του θαλάσσιου πυθμένα - ιδίως καταγραφή, οπτική και ακουστική παρακολούθηση των ειδών, ύπαρξη ειδικών εκπαιδευμένων παρατηρητών επί του σκάφους, διαπίστωση θορύβου βάσης, βαθμιαία αύξηση της ισχύος των ηχοβολισμών, διακοπή τους αν εντοπισθούν άτομα κητωδών, αποφυγή διεξαγωγής της έρευνας σε γειτνίαση με υποθαλάσσιες τάφρους, ελαχιστοποίηση επαναληπτικών οχλήσεων, επιλογή της χειμερινής περιόδου για την εκτέλεση των ερευνών, διότι τα θηλαστικά επηρεάζονται λιγότερο ως προς την αναπαραγωγή τους, και τήρηση εν γένει των δεσμεύσεων της Σύμβασης ACCOBAMS -, ΙΙ/ η υποχρέωση συλλογής πρόσθετων στοιχείων και βιβλιογραφικών δεδομένων και εκπόνησης ειδικών μελετών πριν από τα επόμενα στάδια (π.χ. για τη θαλάσσια περιοχή και τα χαρακτηριστικά της, τα υποθαλάσσια φαράγγια, τα ιζήματα, την αιωρούμενη σωματιδιακή ύλη, μελέτες γεωκινδύνων, τα ευρήματα των οποίων θα αξιοποιηθούν κατά τη σύνταξη εκθέσεων μεγάλων κινδύνων, υποχρέωση εκπόνησης και χρήσης λεπτομερών υπολογιστικών ομοιωμάτων διασποράς πετρελαιοκηλίδας), ΙΙΙ/ οι κατευθύνσεις για την επιλογή των συγκεκριμένων θέσεων κάθε γεώτρησης (ερευνητικής και εξορυκτικής), ιδίως όταν υφίστανται περισσότερες επιλογές, κατόπιν συνεκτίμησης περιβαλλοντικών παραμέτρων (όπως είναι η οικολογική ευαισθησία της άμεσα επηρεαζόμενης ή γειτονικής προστατευόμενης περιοχής και της βενθικής της βιοκοινότητας και η αποφυγή αθροιστικών ή συστηματικών επιβαρύνσεων στην ίδια υποπεριοχή), κατόπιν ειδικής ανάλυσης του βυθού και των κοραλλιών και αφού ληφθούν υπόψη τα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων και τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των υδάτων κολύμβησης, IV/ η κατεύθυνση για την πρόκριση τεχνικών επιλογών που διασφαλίζουν την προστασία από τη ρύπανση (πρόβλεψη των χαρακτηριστικών της διατρητικής ιλύος και του τρόπου διάθεσης των αποβλήτων της γεώτρησης και των θρυμμάτων της, απαγόρευση απόρριψης άλλων υλικών ή ουσιών), V/ τα μέτρα αποτροπής ατυχήματος (υποχρέωση τήρησης ν. 4409/2016 για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών, πρόβλεψη για συστήματα ασφαλείας, κατάλληλο εξοπλισμό, προσωπικό, σχέδια δράσης επί έκτακτων περιστατικών), VΙ/ η κατεύθυνση για τις δοκιμές καύσης, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι εκπεμπόμενοι αέριοι ρύποι, VIΙ/ η πρόβλεψη εφαρμογής των διεθνών βέλτιστων πρακτικών στον τομέα των υδρογονανθράκων και επιλογής της καλύτερης δυνατής για το περιβάλλον λύσης και VIIΙ/ η πρόβλεψη συστήματος παρακολούθησης (βλ. όρους 5.1, 5.2, 5.3, 6.1, 6.2, 6.3, 6.4, 6.5,. 6.6, 6.7, 6.8, 6.9, 6.10, 7, 8.4, 8.5, 9, 10, 11.4, 12.1, 12.2, 12.3, 12.6, 13.1, 13.2, 13.3, 13.4, 13.5, 14.1, 14.2, 16.1, 16.2, 16.3, 16.4, 17 του Β΄ Κεφαλαίου της προσβαλλόμενης, παρατεθέντες ανωτέρω στη σκ. 10). Επίσης, η ΣΜΠΕ έλαβε υπόψη τις λοιπές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή μελέτης [:τουρισμό, αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, θαλάσσιες οδούς και κυκλοφοριακές ροές, λιμενικές εγκαταστάσεις, οδεύσεις υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, προστατευόμενες περιοχές, προστατευόμενους παράκτιους και θαλάσσιους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία (βλ. κεφάλαιο 7, σελ. 7-90, 7-140 έως 7-175, 7-199 έως 7-215 και 8-118)] και η προσβαλλόμενη απόφαση περιέλαβε ομοίως ειδικές προβλέψεις για την μείωση των επιπτώσεων στις δραστηριότητες αυτές (βλ. όρους 5.4, 8.1, 8.3, 12.4, 12.5 και 14.3 του Β΄ Κεφαλαίου). Κατόπιν των ανωτέρω, αβασίμως, σε κάθε περίπτωση, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα πριν από την πάροδο της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία 2014/89/ΕΕ για τη θέσπιση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων (31.3.2021), θέτει σε κίνδυνο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτής ή παραβλάπτει το ευαίσθητο οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής.

 

23. Επειδή, στη συνέχεια, προβάλλεται ότι οι εξετασθείσες στη ΣΜΠΕ εναλλακτικές λύσεις δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της προπαρατεθείσης ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006, διότι δεν εξετάσθηκε η - προταθείσα από τα αιτούντα περιβαλλοντικά σωματεία κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης – εναλλακτική λύση που αφορά την προώθηση σύγχρονων, καθαρών, τεχνολογιών και τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας [ΑΠΕ] στο ενεργειακό μείγμα της χώρας και οδηγεί στην απόρριψη του επίδικου προγράμματος. Η λύση αυτή είναι, κατά την άποψη των αιτούντων, η πλέον πρόσφορη, διότι ενισχύει τις εγχώριες πηγές ενέργειας, συμβάλλει στην απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές πετρελαίου, θωρακίζει την ενεργειακή της ασφάλεια και αναβαθμίζει το περιβάλλον. Πέραν αυτού, προβάλλεται ότι τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα του προγράμματος που οδήγησαν στην υιοθέτησή του στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων έχουν ήδη παραχωρηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο σε ανάδοχο κοινοπραξία, η οποία δεν δεσμεύεται ως προς τον τρόπο και τις τιμές διάθεσής τους, και, κατά συνέπεια, το επίδικο πρόγραμμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιδιωκόμενη επάρκεια σε αποθέματα σε πετρέλαιο ή τη σταθερότητα στις τιμές της εγχώριας κατανάλωσης. Συναφώς, στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως γίνεται επίκληση της ΣΜΠΕ (σελ. 6-5, 6), όπου μνημονεύεται ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός [“Οδικός Ενεργειακός Χάρτης Πορείας για το 2050”, σελ. 8] προβλέπει ότι “η χρήση πετρελαίου συνεπάγεται υψηλές εκπομπές αέριων ρύπων (CO2, SO2, NOx) με αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις … είναι σημαντικό να καθοριστεί ένα στρατηγικό πλαίσιο για τη σταδιακή μείωση της χρήσης και όπου είναι τεχνικοοικονομικά εφικτό την πλήρη αντικατάστασή του από φυσικό αέριο και ΑΠΕ σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης, αλλά με την παράλληλη διασφάλιση της τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας”, και προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ και εν τέλει η προσβαλλόμενη αναιρούν κατ΄ ουσίαν τις δεσμεύσεις αυτές, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που η χώρα έχει αναλάβει μέσω της Σύμβασης των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή (ν. 4426/2016) ή των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές (ν. 2205/1994), του Πρωτοκόλλου του Κιότο (ν. 3017/2002) και της οδηγίας 2009/28/ΕΚ για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ΑΠΕ.

 

24. Επειδή, στα Κεφάλαια 4 [“Σκοπιμότητα και στόχοι του προγράμματος - Σχέση με άλλα σχέδια και προγράμματα - Νομοθεσία”] και 6 [Εναλλακτικές Δυνατότητες] της ΣΜΠΕ αναφέρεται ότι η συμμετοχή του πετρελαίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας παραμένει κυρίαρχη, με ποσοστά σταθερά πάνω από 50%, κυρίως λόγω της δεσπόζουσας θέσης που έχει η χρήση πετρελαίου στους τομείς των μεταφορών και της θέρμανσης, ότι είναι βέβαιο ότι για αρκετά χρόνια ακόμα το πετρέλαιο θα εξακολουθεί να καλύπτει σημαντικό μερίδιο της αγοράς, ότι το 99,4% του αργού πετρελαίου που διατίθεται για διύλιση στη χώρα εισάγεται από το εξωτερικό και ότι μόνο το 0,6% περίπου παράγεται στην Ελλάδα. Στη μελέτη σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, η κυριαρχία των εισαγόμενων υδρογονανθράκων - και κυρίως του πετρελαίου - στο ενεργειακό ισοζύγιο είναι εξαιρετικά υψηλή και υψηλότερη από το μέσο όρο της ΕΕ, ότι η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο πετρέλαιο είναι επικίνδυνη για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και την εθνική ασφάλεια και ότι η εκμετάλλευση των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων αποτελεί προτεραιότητα για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα (σελ. 4-10, 6-1 και 6-4 της ΣΜΠΕ). Στη ΣΜΠΕ επισημαίνεται, κατά παραπομπή στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4001/2011, ότι “όλες οι μέχρι σήμερα ερευνητικές εργασίες και μελέτες, παρότι αποσπασματικές, ασυνεχείς και ανολοκλήρωτες, επιβεβαιώνουν ότι η χώρα διαθέτει πετρελαϊκό δυναμικό. Εκείνο που απαιτείται είναι η διενέργεια ερευνών ώστε να είναι δυνατή η ανακάλυψη και παραγωγή υδρογονανθράκων, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να καλύπτουν περίπου το ένα τρίτο (1/3) των ενεργειακών αναγκών της χώρας τα επόμενα 30 χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε μείωση δαπανών αγοράς αργού, έσοδα του δημοσίου, αύξηση θέσεων εργασίας κ.λπ.” (σελ. 4-11). Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο 6 της ΣΜΠΕ εξετάζονται και αξιολογούνται δύο εναλλακτικές λύσεις, η μηδενική και η προτεινόμενη με το επίδικο πρόγραμμα. Για την αξιολόγηση των λύσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι και τα “σενάρια” που αποτυπώνονται στον “Οδικό Ενεργειακό Χάρτη Πορείας για το 2050”, ο οποίος, όπως αναφέρεται στη ΣΜΠΕ, εκπονήθηκε το 2012, σε συμμόρφωση με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» και τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2020-2050. Ειδικότερα, στη ΣΜΠΕ αναφέρεται (σελ. 6-3, -4) ότι “η μελλοντική εικόνα του ενεργειακού συστήματος, όπως προκύπτει από τα δύο βασικά σενάρια ενεργειακής πολιτικής, μπορεί να συνοψισθεί στα παρακάτω σημεία: 1. Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 60 – 70% έως το 2050 ως προς το 2005. 2. Ποσοστό 85-100% ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, με την αξιοποίηση όλων των εμπορικά ώριμων τεχνολογιών. 3. … 6. Σημαντική μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών. 6. Αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων … 8. Συνολική διείσδυση ΑΠΕ σε ποσοστό 60 – 70% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2050”. Στη συνέχεια, περιγράφονται οι προβλέψεις και οι στόχοι του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού για τον τομέα των υδρογονανθράκων (σελ. 6-4, 5 της ΣΜΠΕ), ως εξής: “1. … 2. … είναι σημαντικό να καθορισθεί ένα στρατηγικό πλαίσιο για τη σταδιακή μείωση της χρήσης του πετρελαίου και όπου είναι τεχνικοοικονομικά εφικτό την πλήρη αντικατάστασή του από φυσικό αέριο και ΑΠΕ σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης, αλλά με την παράλληλη διασφάλιση της τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας”· ειδικότερα, η σταδιακή απεξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου θεωρείται επιβεβλημένη εξαιτίας των έντονων διακυμάνσεων στην τιμή του και της αβεβαιότητας ως προς τη διασφάλιση της προμήθειας, αλλά και λόγω του ότι η χρήση πετρελαίου συνεπάγεται υψηλές εκπομπές αέριων ρύπων (CO2, SO2, NOx), “3. η μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο είναι σημαντικό να συνοδευθεί από την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο … 4. παράλληλα, η εκμετάλλευση των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων αποτελεί προτεραιότητα για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, ενώ η ολοκλήρωση των μελετών για την έρευνα και εκμετάλλευσή τους σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας αναμένεται να δώσει τα απαραίτητα στοιχεία για τις δυνατότητες κάλυψης των ενεργειακών αναγκών από εγχώρια αποθέματα”. Πέραν αυτών, η μελέτη συνεκτιμά ότι “τα αποθέματα υδρογονανθράκων είναι χωρικά εντοπισμένα (εφόσον υπάρχουν)” και ότι “ο τρόπος εκμετάλλευσης είναι συνάρτηση των ειδικών χαρακτηριστικών του κοιτάσματος”, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται εναλλακτικές λύσεις ως προς τη χωροθέτηση, τον τύπο του προϊόντος, το βαθμό ή τον τρόπο εκμετάλλευσης, παρά μόνον ως προς τα τεχνολογικά μέσα εκμετάλλευσης και σε πολύ περιορισμένο βαθμό (σελ. 6-6). Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διαπιστώσεων, η μελέτη προβαίνει σε αξιολόγηση των δύο εναλλακτικών σεναρίων, ήτοι της πραγματοποίησης του προγράμματος και της μηδενικής λύσης, την οποία απορρίπτει με την αιτιολογία ότι αντίκειται στους στόχους του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού (:απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές πετρελαίου, συμβολή στην ενεργειακή ασφάλεια), δεν συμβάλλει στην υλοποίηση επενδύσεων, δεν προάγει την ανάπτυξη της χώρας, δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας και δεν αυξάνει τον εθνικό πλούτο και την κοινωνική ευημερία. Από την άλλη πλευρά, εκτιμώντας ότι “οι εναλλακτικές λύσεις ως προς την χωροθέτηση είναι μονοσήμαντες” και ότι, κατά τα διαδοχικά στάδια ωρίμανσης του επίδικου προγράμματος, αποκλείσθηκαν οι περιοχές του δικτύου Natura και οι λοιπές θαλάσσιες ζώνες “οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα μπορούσαν να επηρεασθούν δυσμενώς”, η ΣΜΠΕ καταλήγει στην πρόκριση της υλοποίησης του επίμαχου σχεδιασμού, ως εξαιρετικά σημαντικού για την ανάπτυξη της χώρας (σελ. 6-7 έως 6-11 ΣΜΠΕ).

 

25. Επειδή, εξάλλου, μετά την εκπόνηση της ΣΜΠΕ και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κυρώθηκε το “Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα” [εφεξής ΕΣΕΚ] (βλ. απόφαση 4/23.12.2019 του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, ΦΕΚ Β΄ 4893/31.12.2019), το οποίο αναγνωρίζει την εκμετάλλευση εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων ως “άξονα ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη περίοδο”, που θα οδηγήσει στη “μεγιστοποίηση του άμεσου δημόσιου οικονομικού οφέλους σε εθνικό και τοπικό επίπεδο με τρόπο ασφαλή και συμβατό με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον” και στη “μετατροπή της Ελλάδας σε έναν περιφερειακό κόμβο που θα συμβάλει στην αύξηση των διασυνοριακών ροών ενέργειας και εν γένει στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης” (βλ. σελ. 55511, 55526, 55530, 55633, 55636 του ΦΕΚ Β΄ 4893/2019). Ειδικώς δε σε σχέση με τις επίδικες θαλάσσιες περιοχές, το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι “χαρακτηρίζονται από μεγάλα βάθη νερού όπου δεν υπάρχουν παλαιότερες γεωτρήσεις”, ότι “το γεωλογικό περιβάλλον και οι γεωμετρικές δομές του υπεδάφους παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με αυτές της Αιγύπτου και της Κύπρου ή ακόμα και του Ισραήλ, όπου μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου έχουν ανακαλυφθεί τα τελευταία χρόνια. … Εάν επιτευχθεί ο εντοπισμός μεγάλων στόχων φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, το όριο της παρουσίας φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου μετατοπίζεται δυτικότερα. Κατ’ επέκταση, η Ελλάδα αυξάνει τα δυνητικά της αποθέματα δημιουργώντας μια νέα ισορροπία στο οικονομικό και ενεργειακό ισοζύγιο της. Παράλληλα, το φυσικό αέριο αυτό θα αποτελέσει μια νέα ενδοενωσιακή πηγή τροφοδοσίας για την ΕΕ κατά τη διάρκεια της μετάβασής της προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Οι χερσαίες και θαλάσσιες γεωτρήσεις λοιπόν της επόμενης πενταετίας - επταετίας θα επιτρέψουν να αξιολογηθεί το ποσοστό αξιοποίησης αυτών [των] κοιτασμάτων. … η μεταλιγνιτική Ελλάδα θα πρέπει μέσα στα επόμενα χρόνια να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια παραγωγής φυσικού αερίου από τα δικά της κοιτάσματα ώστε σταδιακά να μπορεί είτε να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης (5-8 BCM/ ανά έτος) είτε να εξάγει στις γειτονικές χώρες, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση από τρίτες χώρες” (βλ. σελ. 55638-9 του ΦΕΚ).

 

26. Επειδή, το επίδικο πρόγραμμα εναρμονίζεται προς τις κατευθύνσεις του άρθρου 106 του Συντάγματος, περί αξιοποίησης των πηγών του εθνικού πλούτου και των υποθαλασσίων κοιτασμάτων της χώρας, και του γενικού και περιφερειακού χωροταξικού σχεδιασμού σχετικά με την επέκταση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου εντοπίζονται νέα κοιτάσματα και με την προώθηση της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων δυτικώς και νοτίως της Κρήτης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκαλείταιανεπανόρθωτη βλάβη στο περιβάλλον και ότι λαμβάνονται πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ή μείωση των δυσμενών επιπτώσεων. Επιπλέον, η αναζήτηση υδρογονανθράκων στις επίδικες θαλάσσιες περιοχές προβλέπεται και στο, κυρωθέν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, “Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα” [ΕΣΕΚ, βλ. προηγούμενη σκέψη]. Περαιτέρω, η ενδεχόμενη αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων δεν αντιστρατεύεται την προώθηση των ΑΠΕ ή άλλων καθαρών τεχνολογιών, σε κάθε δε περίπτωση, τα ζητήματα της σύνθεσης του ενεργειακού μείγματος (πετρέλαιο/φυσικό αέριο/ΑΠΕ) δεν αποτελούν αντικείμενο της ΣΜΠΕ και της περιβαλλοντικής έγκρισης του προγράμματος, αλλά του εθνικού ενεργειακού και χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος προβλέπει την έρευνα και πιθανή εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Ασχέτως δε της νομικής του δεσμευτικότητας, και ο “Οδικός Ενεργειακός Χάρτης Πορείας για το 2050” αναφέρεται στην ανάγκη εκμετάλλευσης των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων, από κοινού με τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών και τη διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 60% - 70% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2050. Ενόψει των ανωτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ πάσχει κατά την εξέταση εναλλακτικών λύσεων και δεν ερευνά ειδικώς την προώθηση των ΑΠΕ ή άλλων σύγχρονων, μη ρυπογόνων τεχνολογιών. Εξάλλου, αορίστως προβάλλεται ότι το επίδικο πρόγραμμα δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που η χώρα έχει αναλάβει σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, διότι ο λόγος αυτός δεν συνδέεται με παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων ή ρυθμίσεων Διεθνών Συμβάσεων, Πρωτοκόλλων ή οδηγιών, των οποίων γίνεται συλλήβδην επίκληση, εφόσον μάλιστα, όπως βεβαιώνεται στο έγγραφο απόψεων ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/29269/4176/23.8.2022 της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, η χώρα καλύπτει, ήδη από το έτος 2020, τους ενωσιακούς στόχους για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι ο προβαλλόμενος λόγος εστιάζει στις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης πετρελαίου, παρά το ότι, όπως αναφέρεται στο αναθεωρημένο Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο της Περιφέρειας Κρήτης και στο ΕΣΕΚ, υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να ανευρεθεί [και] φυσικό αέριο. Τέλος, απαραδέκτως αμφισβητείται η ύπαρξη ωφέλειας από την υλοποίηση του επίδικου προγράμματος, δεδομένου ότι αυτή διαγράφεται ήδη στο άρθρο 2 του ν. 2289/1995 – που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στις χερσαίες, υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές της χώρας “αφορά πάντοτε τη δημόσια ωφέλεια” –, στον προπεριγραφέντα χωροταξικό και ενεργειακό σχεδιασμό, αλλά και στην οδηγία 2013/30/ΕΕ “για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/53/ΕΚ”, στο προοίμιο της οποίας αναγνωρίζεται ότι η υπεράκτια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης [βλ. κατωτέρω, σκ. 49].

 

27. Επειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΚ, άλλως είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι απουσιάζουν η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων στις προστατευόμενες περιοχές που βρίσκονται πλησίον της επίμαχης περιοχής του προγράμματος και η διαπίστωση ότι διασφαλίζεται η ακεραιότητα των ευαίσθητων αυτών περιοχών και η μη υποβάθμιση οικοτόπων και ειδών που απαντώνται σε αυτές. Εσφαλμένως δε, κατά τα αιτούντα, οι μελετητές και η Διοίκηση θεωρούν ότι η εκτίμηση αυτή παρέλκει, αρκούμενοι στο ότι εντός της θαλάσσιας περιοχής εκτέλεσης του προγράμματος δεν υπάρχουν περιοχές του δικτύου Natura 2000 και υπολαμβάνοντας ότι η χιλιομετρική απόσταση που χωρίζει τα όρια της περιοχής αυτής από μια προστατευόμενη περιοχή λειτουργεί ως αμάχητο τεκμήριο ότι η τελευταία δεν πρόκειται να θιγεί.

 

28. Επειδή, με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ “για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας” συνεστήθη ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (Natura 2000) που αποσκοπεί στην προστασία της βιοποικιλότητας στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας. “1. … 2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας. 3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη. 4. Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε. Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοισημαντικού δημοσίου συμφέροντος”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι όταν ένα σχέδιο ή έργο εκτελείται εντός προστατευόμενου τόπου ή πλησίον αυτού, η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεών του, για τη διεξαγωγή της οποίας δεν καθορίζεται στην οδηγία ειδική μεθοδολογία, προϋποθέτει ότι, πριν από την έγκριση του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται όλες οι πτυχές που θα μπορούσαν, είτε η καθεμία από μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατήρησης του τόπου αυτού, αφού ληφθούν υπόψη οι βέλτιστες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος. Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον οικείο τόπο μόνον εφόσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του [ΣτΕ 824-6/2022, 551/2015 7μ.]. Εξάλλου, από την συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/147/ΕΚ “Περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών” (L. 20), και 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ συνάγεται ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 παρ. 3 της τελευταίας ισχύουν και για ζώνες που έχουν χαρακτηρισθεί ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας [ΖΕΠ], δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 ή 2 της οδηγίας περί πτηνών. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, το οποίο ισχύει και για περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ, δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την άσκηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε θαλάσσιες περιοχές εντός ή πλησίον προστατευόμενων τόπων - και πολύ περισσότερο τη διενέργεια ερευνών προς αναζήτηση της ύπαρξης ή μη ορυκτών σε τέτοια ποιότητα και ποσότητα ώστε να είναι δυνατή η εμπορική αξιοποίησή τους -, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, εφόσον δηλαδή διασφαλίζεται, κατόπιν δέουσας εκτίμησης και πέραν κάθε εύλογης αμφιβολίας, ότι η δραστηριότητα έχει σχεδιασθεί κατά τρόπο ώστε να μην παραβλάπτεται η ακεραιότητα του προστατευόμενου τόπου (βλ. ΣτΕ 824/2022, 961/2020 7μ., και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΕ).

 

29. Επειδή, το επίδικο πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων αφορά θαλάσσιες περιοχές που γειτνιάζουν με τρεις Περιφέρειες (Κρήτης, Πελοποννήσου, Αττικής), για το λόγο δε αυτό, στη ΣΜΠΕ που συνοδεύει την προσβαλλόμενη απόφαση περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος ευρύτερης περιοχής που περιλαμβάνει όχι μόνον τις επίμαχες θαλάσσιες περιοχές, αλλά και τις χερσαίες περιοχές τεσσάρων Περιφερειακών Ενοτήτων (Χανίων, Ηρακλείου, Λακωνίας και Μεσσηνίας) και του Δήμου Κυθήρων (ΣΜΠΕ, σελ. 7-1). Στο πλαίσιο αυτό, περιγράφονται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος, η μορφολογία του πυθμένα (ΣΜΠΕ, σελ. 7-30 επ.), οι γεωλογικές δομές της ευρύτερης περιοχής μελέτης (7-33 επ.) με έμφαση στην Ελληνική Τάφρο (7-37), οι γεωλογικοί κίνδυνοι και η σεισμικότητα (7-39 έως 7-47), το θαλάσσιο περιβάλλον (με γενικά στοιχεία ανέμων, κυματισμού, αλατότητας, θαλασσίων ρευμάτων, διαλυμένου οξυγόνου, ρύπων στα ιζήματα, 7-48 έως 7-70), οι ζώνες βλάστησης της ευρύτερης περιοχής (7-71 επ.), η χλωρίδα και η πανίδα του θαλάσσιου οικοσυστήματος οι οποίες επηρεάζονται άμεσα και έμμεσα από τις δραστηριότητες του προγράμματος (πλαγκτόν, φυτοπλαγκτόν, προκαρυωτικοί οργανισμοί, βένθος, μακρόφυτα: σελ. 7-75 έως 7-82 / ζωοπλαγκτόν, μειοπανίδα, μακροπανίδα, ασπόνδυλα, ιχθυοπανίδα, θαλάσσια ερπετά, ορνιθοπανίδα και θαλάσσια θηλαστικά: σελ. 7-83 έως 7-131)· πέραν αυτών, γίνεται αναφορά στη θαλάσσια ποσειδωνία - οικότοπο προτεραιότητας 1120* [με την επισήμανση όμως ότι “τα αποτελέσματα από τα προγράμματα χαρτογράφησης στην Κρήτη (ΕΛΚΕΘΕ 2016) έδειξαν ότι τα λιβάδια Ποσειδωνίας είναι αρκετά περιορισμένα, αντιστοιχούν μόλις στο 1,32% (7,6 km²) των παράκτιων περιοχών που χαρτογραφήθηκαν και δεν συνιστούν πραγματικά εκτεταμένα λιβάδια με ομοιόμορφη πυκνότητα και κάλυψη. Εμφανίζονται κυρίως σε προφυλαγμένους κόλπους ή σε εκτεθειμένες περιοχές όταν υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο υφάλων που υποστηρίζει την εγκατάσταση και ανάπτυξη του είδους… Στην περιοχή μελέτης, λόγω του αυξημένου βάθους και της μεγάλης απόστασης από την ακτή δεν προβλέπεται να υπάρχουν κινδυνεύοντα λιβάδια”, βλ. 7-82] και στα θαλάσσια σπήλαια κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας - οικότοπο 8330, που χαρακτηρίζεται ως κρίσιμο ενδιαίτημα για την αναπαραγωγή του απειλούμενου είδους monachus – monachus [7-130]. Στη ΣΜΠΕ καταγράφονται οι περιοχές του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών του ν. 3937/2011 που εντοπίζονται στην ευρύτερη περιοχή της μελέτης και πλησίον των θαλάσσιων εκτάσεων ανάπτυξης του προγράμματος (σελ. 7-132 επ.) και, συγκεκριμένα, οι περιοχές απολύτου προστασίας και προστασίας της φύσης (7-140 επ.), τα φυσικά πάρκα, οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 (ΕΖΔ, ΖΕΠ, 7-146 επ.), τα καταφύγια άγριας ζωής (7-153 επ.), τα διατηρητέα μνημεία της φύσης (7-156), τα τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους στη χερσαία περιοχή (7-158) και οι λοιπές ευαίσθητες περιοχές (7-162 επ.), όπως μικροί νησιωτικοί υγρότοποι, “περιοχές προστασίας υδρόβιων ειδών με οικονομική σημασία” και ύδατα κολύμβησης στην παράκτια ζώνη της περιοχής μελέτης, που χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικής ποιότητας. Στη ΣΜΠΕ γίνεται ειδική αναφορά [σελ. 8-118] στην προστατευόμενη περιοχή της Δυτικής Κρήτης που βρίσκεται “στη μικρότερη δυνατή απόσταση” από τις επίμαχες θαλάσσιες περιοχές και φιλοξενεί σημαντικά είδη πανίδας και ορνιθοπανίδας. Στη συνέχεια, στη ΣΜΠΕ εξαγγέλλεται η μεθοδολογία της εκτίμησης, αξιολόγησης και αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (σελ. 8-2 επ.) και επιλέγεται η μέθοδος εξέτασής τους βάσει 65 ερωτήσεων, διαρθρωμένων σε 20 περιβαλλοντικά θεματικά πεδία (σελ. 8-7, βλ. και 8-86: βιοποικιλότητα, χλωρίδα, πανίδα, πληθυσμός, υγεία, έδαφος, κατανάλωση και αποθέματα νερού, ποιότητα υδάτων, ποιότητα κολυμβητικών υδάτων, ποιότητα αέρα, εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τομεακή κατανομή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, υλικά περιουσιακά στοιχεία, πολιτιστική κληρονομιά, τοπίο, βαθμός επεξεργασίας υγρών αποβλήτων, παραγωγή, σύσταση, διάθεση και ανακύκλωση των στερεών απορριμμάτων, παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, μεταφορές, διασυνοριακές επιπτώσεις) και στο βαθμό αναλυτικότητας “που επιτρέπει το στρατηγικό επίπεδο, ώστε να εντοπισθεί κάθε πιθανό ζήτημα μείζονος περιβαλλοντικής σημασίας” (8-4). Επίσης διευκρινίζονται τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των μεταβολών που αναμένονται ανά περιβαλλοντική παράμετρο και προσιδιάζουν στο στρατηγικό χαρακτήρα της μελέτης, σε αντιδιαστολή προς τις τοπικές επιπτώσεις, που δεν εκτιμώνται ως στρατηγικού χαρακτήρα, αν μπορούν να προληφθούν ή να αντιμετωπισθούν επαρκώς σε επόμενα στάδια, μέσω των ΜΠΕ και των ΑΕΠΟ, κατά τρόπον ώστε να εκπληρώνεται η επιταγή της οδηγίας 2001/42 περί αποφυγής επικαλύψεων στα διάφορα στάδια περιβαλλοντικής εκτίμησης (ΣΜΠΕ, σελ. 8-6, 8-7, 8-13). Ομοίως στη ΣΜΠΕ αναφέρεται ότι παρουσιάζονται, κατόπιν των απαραίτητων προσαρμογών, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που έχουν αξιολογηθεί στο πλαίσιο μελέτης που εκπονήθηκε το έτος 2016 για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον τίτλο “Study on the assessment and management of environmentalimpacts and risksresultingfrom the exploration and production of hydrocarbons” (ΣΜΠΕ, 8-9), οι κίνδυνοι δε αυτοί κατατάσσονται ποιοτικά, βάσει του γινομένου των συντελεστών της πιθανότητας [με διαβάθμιση: εξαιρετικά σπάνια, σπάνια, περιστασιακή, υψηλή, πολύ υψηλή] και της επίπτωσης [με διαβάθμιση: ελάχιστη, μικρή, μέτρια, μεγάλη, καταστροφική, πρβλ. σελ. 8-16 της ΣΜΠΕ, όπου κατατάσσονται τα ατυχήματα σε τρία επίπεδα]. Κατόπιν των ανωτέρω επιλογών της μελετητικής ομάδας, αναφέρονται συγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί τομείς [όχληση πυθμένα, εκροές στη θάλασσα, φυσική παρουσία, εκπομπές στην ατμόσφαιρα, επιπτώσεις στη θαλάσσια βιοποικιλότητα, ατυχηματικά γεγονότα, οπτικές επιπτώσεις, υποθαλάσσιος θόρυβος, βλ. σελ. 8-14], γίνεται ανάλυση κινδύνου και παρουσιάζονται τα διαχειριστικά μέτρα (8-18 επ.), συνήθη και πρόσθετα, για την προστασία των θηλαστικών [επιφανειακή κατόπτευση, υποθαλάσσια παρακολούθηση, βαθμιαία εκπομπή σεισμικών κυμάτων, μέτρα ελάττωσης του θορύβου] και για την αποφυγή ρύπανσης [8-18 έως 8-24: ΒΔΤ, πλοία διπλού κύτους για τη μεταφορά καυσίμων, ζώνες αποκλεισμού γύρω από την πλατφόρμα εξόρυξης, προστατευτικά αναχώματα, δεξαμενές συγκεκριμένου τύπου, γεωτρητικά πλοία με δυναμικό προσδιορισμό θέσης, προς μετριασμό των συνεπειών της παλιρροϊκής κίνησης ή του ανέμου, διαδικασίες ανύψωσης εξοπλισμού μεγάλου βάρους, πρόγραμμα συντήρησης εξοπλισμού, χρήση χημικών ουσιών χαμηλού κινδύνου, σύστημα αποτροπής εκρήξεων, συστήματα βαλβίδων, στραγγαλισμού και αποκοπής της ροής, ώστε να συγκρατηθεί η εκροή αν η σωλήνωση σπάσει ή παρουσιάσει διαρροή, παρακολούθηση πίεσης φρέατος, βαλβίδες ταχείας απελευθέρωσης, που θα επιτρέψουν τη διακοπή της ροής μέσω τηλεχειρισμού, ώστε να μειώνεται η πιθανή διαρροή περίσσιου υγρού, σχεδιασμός άκρης πυρσού καύσης, βάσει ΒΔΤ, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου που εκλύονται από το πεδίο εξόρυξης και οι επιπτώσεις στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, διαχείριση φωτισμού στην πλατφόρμα εξόρυξης, σχεδιασμός υποθαλάσσιων υποδομών κατά τρόπον ώστε να ελαχιστοποιείται η όχληση και η υποθαλάσσια φυσική παρουσία της υπεράκτιας πλατφόρμας εξόρυξης, εντοπισμός διαρροών και προγράμματα επιδιόρθωσης, αποφυγή εξαερώσεων φυσικού αερίου κατά την παραγωγή, επεξεργασία και ανάλυση εκροών νερού, συστήματα ψύξης, εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης, παρακολούθηση του πεδίου μετά το κλείσιμο του φρέατος, ΒΔΤ για το σεισμικό εξοπλισμό, σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων και υδατικών πόρων]. Ακολουθούν ο πίνακας 8-2, στον οποίον παρουσιάζονται οι επιπτώσεις που ενδέχεται να προκληθούν από τα διάφορα υποστάδια του προγράμματος [αναγνώριση περιοχής και προετοιμασία / σχεδιασμός και κατασκευή φρεάτων / παραγωγή / αποσυναρμολόγηση και αποκατάσταση / εγκατάλειψη του πεδίου] και το επίπεδο κινδύνου, χωρίς και μετά τη λήψη διαχειριστικών μέτρων για κάθε εργασία, με ειδική αναφορά στην ατυχηματική διαρροή, το θόρυβο, τη διαταραχή του θαλάσσιου πυθμένα, τη θαλάσσια και παράκτια βιοποικιλότητα, την πανίδα, τη χλωρίδα και τις αέριες εκπομπές (ΣΜΠΕ 8-24 έως 8-40), και ο πίνακας 8-3 (8-41 έως 8-47), όπου συνοψίζονται και αξιολογούνται οι σημαντικότεροι κίνδυνοι και επιπτώσεις. Υπό το πρίσμα της ως άνω μεθοδολογικής προσέγγισης της ΣΜΠΕ, προσδιορίζονται συμπερασματικά οι επιπτώσεις ανά στάδιο του προγράμματος, υπό μορφή απαντήσεων σε διάφορα ερωτήματα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται η “μεταβολή της βιοποικιλότητας”, “η συνοχή των οικοτόπων στις προστατευόμενες περιοχές” και η πιθανότητα μεταβολής της πανίδας και χλωρίδας (υποκεφάλαιο 8.4, σελ. 8-48 έως 8-63, βλ. ιδίως 8-49, 8-52, 8-55, 8-58, 8-61). Ακολούθως, η ΣΜΠΕ (8-64 έως 8-74) προχωρεί σε χαρακτηρισμό και τεκμηρίωση των πιθανών επιπτώσεων των επιμέρους εργασιών του επίδικου προγράμματος ανά περιβαλλοντικό τομέα [ιδίως στους τομείς της βιοποικιλότητας, χλωρίδας, πανίδας / θαλασσίων υδάτων / στερεών αποβλήτων / ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος], ως προς την κατεύθυνση (θετική ή αρνητική), την ένταση, την έκταση, το χρονικό ορίζοντα και τη δυνατότητα πρόληψης ή περιορισμού των επιπτώσεων, και προβαίνει σε αιτιολογημένη αξιολόγηση ανά επηρεαζόμενη παράμετρο. Παραλλήλως, η ΣΜΠΕ αναφέρει ότι υπάρχουν πολλά μέτρα που μπορούν να ενσωματωθούν στο σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων, στρατηγικών και μη, Ι/ στη βιοποικιλότητα, τη χλωρίδα και την πανίδα, επιπτώσεων που προέρχονται κυρίως από σημαντική ατυχηματική ρύπανση και προλαμβάνονται ή μετριάζονται κατ΄ εφαρμογή των μέτρων που παρουσιάζονται στις σελ. 8-18 έως 8- 24 [και παρετέθησαν προηγουμένως], καθώς και των μέτρων που περιέχονται στις εκθέσεις κινδύνου και τα σχέδια που προβλέπονται στο ν. 4409/2016 για την πρόληψη της κλιμάκωσης και τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος, ΙΙ/ στην ποιότητα των θαλασσίων υδάτων (:συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της MARPOL, της Σύμβασης της Βαρκελώνης και του OffshoreProtocol αυτής, τήρηση όλων των κανόνων της επιστήμης και της τεχνικής για παρόμοιες εγκαταστάσεις) και ΙΙΙ/ στις υποδομές διαχείρισης αποβλήτων (:διαχείριση και διάθεση ειδικών ρευμάτων αποβλήτων βάσει των Συμβάσεων της Βαρκελώνης και του Λονδίνου, διαχείριση αποβλήτων από τα εμπλεκόμενα πλοία και την εξέδρα βάσει των απαιτήσεων της MARPOL, λήψη υπόψη των ΕΣΔΑ, ΠΕΣΔΑ, ΕΣΔΕΑ), ενώ IV/ καθ΄ όσον αφορά το ατμοσφαιρικό περιβάλλον, η ΣΜΠΕ δέχεται, ως αρνητική συνέπεια, ότι θα υπάρξει συνεισφορά της δραστηριότητας στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ότι το μέγεθος της επίπτωσης εξαρτάται από τον αριθμό των πλοίων που θα συμμετέχουν, το μηχανολογικό εξοπλισμό τους, τις προδιαγραφές των καυσίμων κοκ και ότι μπορούν να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό των ως άνω επιπτώσεων, όπως είναι η εφαρμογή ΒΔΤ για την ατμοσφαιρική ρύπανση από πλοία και η πιστοποίηση “ΕΙΑΡΡ”, η εκπόνηση ΜΠΕ για τα μέτρα μείωσης της κατανάλωσης καυσίμου, η χρήση εναλλακτικών καυσίμων ή καυσίμων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο, καθώς και μέτρα στο πλαίσιο της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων συγκεκριμένων έργων, όπως ο σχεδιασμός του συστήματος με γνώμονα την ελαχιστοποίηση της απαίτησης για εκτενείς καθαρισμούς καύσεων σε πυρσούς, η ελεγχόμενη διάρκεια τέτοιας καύσης, η χρήση ΒΔΤ για τον εξοπλισμό της εξέδρας γεώτρησης και η συμμόρφωση με τα όρια της MARPOL και της εθνικής νομοθεσίας για την ποιότητα του αέρα. Κατόπιν όλων αυτών, η ΣΜΠΕ (υποκεφάλαιο 8.8, σελ. 8-86) συνοψίζει την αξιολόγηση των επιπτώσεων ανά περιβαλλοντική παράμετρο αναφοράς και σταχυολογεί τις περιβαλλοντικές προκλήσεις που ενέχει η υλοποίηση του προγράμματος σε σχέση με τον υποθαλάσσιο θόρυβο, τη μεταφορά, αποθήκευση και διάθεση ουσιών που θα χρησιμοποιηθούν, τη διαχείριση των παραγόμενων αποβλήτων, τον περιορισμό των εκπομπών αερίων ρύπων και την αποφυγή της ατυχηματικής ρύπανσης. Στη συνέχεια, στο Κεφάλαιο 8.10 της ΣΜΠΕ προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων ειδικώς στη χλωρίδα και την πανίδα, αφού αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι “το ενδιαίτημα, ο πληθυσμός, οι απειλές και τα υπάρχοντα μέτρα διατήρησης έχουν ληφθεί υπόψη για την ιχθυοπανίδα, την ορνιθοπανίδα, τα κητώδη, τις φώκιες και τις θαλάσσιες χελώνες, σε σχέση με τη Μεσόγειο και τις Ελληνικές θάλασσες, αλλά και την περιοχή του έργου αυτή καθ’ αυτή. … Ιδιαίτερη προσοχή έχει επίσης δοθεί στην ύπαρξη Προστατευόμενων Περιοχών (Περιοχές Δικτύου Natura 2000, Διεθνείς και Περιφερειακές Συμβάσεις, Εθνικοί Δρυμοί, Φυσικά Μνημεία, Καταφύγια Άγριας Ζωής, Τοπίο Ιδιαίτερης Φυσικής Ομορφιάς και Μικροί νησιώτικοι υγρότοποι) και άλλων περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών”. Έτσι, προτείνονται, πέραν όσων έχουν ήδη αναφερθεί στις σελ. 8-18 έως 8-24 της ΣΜΠΕ [βλ. προηγουμένως], μέτρα εν πρώτοις για την πρόληψη ή άμβλυνση των επιπτώσεων της όχλησης από το θόρυβο και δη τον υποθαλάσσιο, που θα δημιουργηθεί ήδη από το στάδιο των σεισμικών ερευνών σε “μία ανοιχτή περιοχή στην οποία ο οποιοσδήποτε ήχος μπορεί να μεταδοθεί γρήγορα και σε μεγάλες αποστάσεις” [σελ. 8-107 έως 8-113, βλ. αναλυτικότερα κατωτέρω, σκ. 40, 41, 45]. Επιπλέον, στη ΣΜΠΕ σημειώνεται ότι οι σεισμικές έρευνες, οι οποίες δεν υπάγονται σε υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, θα διεξάγονται σύμφωνα με τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος που θα περιγραφούν σε κατάλληλο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης και πρέπει να περιλαμβάνουν μέριμνα κατ’ ελάχιστον για τα ανωτέρω ζητήματα, και επίσης ότι πρέπει να μετριασθεί η φωτορρύπανση κατά τις μεταναστευτικές περιόδους σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, όπως του ασπροπάρηκαι του μαυροπετρίτη, δηλαδή από Φεβρουάριο έως αρχές Απριλίου και από Αύγουστο έως αρχές Οκτωβρίου κάθε έτους (σελ. 8-121 έως 8-122). Ακολουθεί η πρόταση, στις σελ. 8-123 έως 8-129 της ΣΜΠΕ, τεχνικών διαχειριστικών μέτρων για την περίπτωση, μεταξύ άλλων, της ατυχηματικής ρύπανσης [όπως είναι το σχέδιο χρήσης χημικών ουσιών, η επεξεργασία εκροών, οι απαιτήσεις για τα ρευστά και τα θρύμματα διάτρησης, τα μέτρα κατά την υλοποίηση των γεωτρήσεων, τα μέτρα κατά το σχεδιασμό της παραγωγής, τα μέτρα ασφαλείας βάσει του ν. 4409/2016 και πρόσθετα, κατόπιν εκπόνησης επιπλέον μελετών - π.χ. μελετών ενεργών ρηγμάτων και θαλάσσιων γεωκινδύνων -, και τα σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης]. Εν κατακλείδι, η ΣΜΠΕ συνοψίζει, στην ενότητα περί τεχνικών διαχειριστικών μέτρων, ότι “Ο σχεδιασμός και υλοποίηση των επιμέρους υποσταδίων του Προγράμματος θα κριθεί από τη θέση και τα χαρακτηριστικά του κοιτάσματος Υ/Α. Εκτός των σεισμικών ερευνών που δεν υπάγονται σε υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, τα λοιπά έργα και δραστηριότητες του Προγράμματος θα υποβληθούν σε διαδικασία ΕΠΕ. Στις μελέτες που θα εκπονηθούν θα πρέπει να ληφθούν κατ’ ελάχιστον οι περιορισμοί που τίθενται από τη Σύμβαση της Βαρκελώνης και τα Πρωτόκολλα αυτής” (8-129). Τέλος, στο Παράρτημα Ι της ΣΜΠΕ [τιτλοφορούμενο “Εργασίες υπεράκτιας έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων - Τεχνολογίες, Κίνδυνοι και Διαχειριστικά Μέτρα”], παρατίθεται πίνακας στον οποίον αποτυπώνονται οι εργασίες του προγράμματος ανά στάδιο και υποστάδιο, ο επηρεαζόμενος τομέας περιβάλλοντος, οι επιπτώσεις, τα προτεινόμενα από τη ΣΜΠΕ διαχειριστικά μέτρα, το επίπεδο εφαρμογής τους και το επίπεδο κινδύνου, χωρίς και μετά τη λήψη διαχειριστικών μέτρων.

 

30. Επειδή, όπως προκύπτει από τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η στρατηγική μελέτη του επίδικου προγράμματος περιγράφει αναλυτικά τις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 που βρίσκονται πλησίον της περιοχής υλοποίησής του, αξιολογεί εκτενώς τις αναμενόμενες επιπτώσεις και προβαίνει, βάσει της μεθοδολογικής προσέγγισης που επέλεξε, σε μία πρώτη εκτίμηση ότι, μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, δεν αναμένονται σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τόσο γενικώς όσο και ειδικώς στις γειτνιάζουσες περιοχές Natura, ούτε “μεταβολή της βιοποικιλότητας” ή επίδραση στη “συνοχή των οικοτόπων στις προστατευόμενες περιοχές”, εξαιρουμένης της περίπτωσης ατυχηματικής διαρροής μεγάλης κλίμακας, που χαρακτηρίζεται ως σπάνια πιθανότητα και για την αποτροπή και άμβλυνση της οποίας προτείνονται μέτρα. Με τα δεδομένα αυτά, η ΣΜΠΕ πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περί δέουσας εκτίμησης, σε στρατηγικό επίπεδο, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προγράμματος που υλοποιείται πλησίον προστατευόμενων τόπων, ενόψει του γεωγραφικού εύρους, του περιεχομένου και του επιπέδου λεπτομέρειας του σχεδιασμού που διενεργείται στο παρόν στάδιο, κατά το οποίο επιχειρείται η κατάστρωση του γενικού πλαισίου του προγράμματος και η περιγραφή των φάσεων αυτού, η επιλογή ευρύτατων περιοχών σεισμικής έρευνας [40.000 τετρ. χλμ.], προς εντοπισμό στόχων στους οποίους θα ορυχθούν ερευνητικές γεωτρήσεις, και ο καθορισμός περιβαλλοντικών όρων και κατευθύνσεων για την αδειοδότηση των έργων που ενδεχομένως θα απαιτηθούν στη συνέχεια για την υλοποίησή του (πρβλ. ΣτΕ 1429/2022 σκ. 19, 175/2021 Oλομ. σκ. 18, 1008/2019 σκ. 26, 4193/2014 σκ. 12, 4013/2013). Περαιτέρω, όσον αφορά το υποστάδιο των γεωφυσικών - σεισμικών διασκοπήσεων του υπεδάφους, για το οποίο δεν απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότηση, η προσβαλλόμενη προβλέπει, ως ελάχιστο περιεχόμενο του εκδοθησόμενου Περιβαλλοντικού Σχεδίου Δράσης, ειδικά μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών [βλ. αναλυτικά ανωτέρω, σκ. 10, 22, 29] στα “κρίσιμα στοιχεία της θαλάσσιας οικολογίας” που ενδέχεται να επηρεασθούν από τις σεισμικές έρευνες, τέτοια δε μέτρα και ειδικές μελέτες προβλέπονται στην προσβαλλόμενη πράξη και για τα επόμενα των ερευνών αυτών στάδια, βάσει των προτάσεων της ΣΜΠΕ και των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διενεργηθεί η, αναγκαία για το παρόν στάδιο σχεδιασμού, εκτίμηση σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και ότι ο περί του αντιθέτου πρόσθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η ανωτέρω εκτίμηση στο επίπεδο του στρατηγικού σχεδιασμού δεν απαλλάσσει τη Διοίκηση από την υποχρέωση διενέργειας δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων στο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των επιμέρους έργων που ενδέχεται να ακολουθήσουν, όπως λ.χ. της εκτέλεσης ερευνητικών και παραγωγικών γεωτρήσεων (σε συγκεκριμένες πλέον θέσεις, που θα αντιπροσωπεύουν ελάχιστη έκταση σε σχέση προς αυτήν των σεισμικών ερευνών), της τυχόν κατασκευής αγωγών μεταφοράς του κοιτάσματος ή της χωροθέτησης χερσαίων υποστηρικτικών εγκαταστάσεων. Και τούτο διότι, αφού συγκεκριμενοποιηθούν κατά τόπο και είδος, βάσει των αποτελεσμάτων των ερευνών, οι ασκηθησόμενες δραστηριότητες, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορούν να αξιολογηθούν καλύτερα στο επόμενο στάδιο της αδειοδότησης των οικείων έργων, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 παρ. 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΕ (ανωτέρω, σκ. 12).

 

31. Επειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε κατά παράβαση των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και του άρθρου 6 της ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006, άλλως ότι εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα και παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η ΣΜΠΕ δεν περιέχει τις πληροφορίες του Παραρτήματος Ι της ανωτέρω οδηγίας, ούτε εκείνες που ευλόγως απαιτούνται με βάση τις υφιστάμενες για την περιοχή του προγράμματος γνώσεις. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι η ΣΜΠΕ κατέγραψε ελλιπώς τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεασθούν σημαντικά και τα προβλήματα περιοχών που εμπίπτουν στο δίκτυο NATURA 2000, διότι i) αποτύπωσε ανακριβώς 8, αναλυτικώς περιγραφόμενες στο δικόγραφο, γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000, ως μη καταλαμβάνουσες θαλάσσιες εκτάσεις, και ii) δεν έλαβε υπόψη 12 επιπλέον γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000 [πέραν δηλαδή των 42 καταγεγραμμένων στη ΣΜΠΕ], 2 εκ των οποίων βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 10 χλμ. από την περιοχή στην οποία αφορά το πρόγραμμα.

 

32. Επειδή, όπως συνομολογούν η Διοίκηση και η παρεμβαίνουσα, η ΣΜΠΕ αναφέρει εσφαλμένως ότι 7 από τις 42 γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000 που καταγράφει δεν περιλαμβάνουν θαλάσσιες εκτάσεις. Ωστόσο, πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά, την έκταση, τη μορφή και τα προστατευόμενα είδη κάθε περιοχής NATURA περιέχονται στα δημοσιευθέντα Τυποποιημένα Δελτία Δεδομένων (Standard Data Form), επιπλέον δε, η ΣΜΠΕ (σελ. 7-148 έως 1501) αναφέρει τον κωδικό, την κατηγορία (ΕΖΔ/ΖΕΠ) αλλά και την ονομασία των προστατευόμενων περιοχών [π.χ. “… και θαλάσσια ζώνη”, “… και θαλάσσια περιοχή”, λιμνοθάλασσα, όρμος, κόλπος], στοιχεία από τα οποία προκύπτει σαφώς ότι αυτές περιέχουν και θαλάσσια έκταση. Ως εκ τούτου, η ανακριβής αυτή παρουσίαση των 7 περιοχών NATURA 2000 ως αμιγώς χερσαίων, στην οικεία στήλη του πίνακα 7-13 της ΣΜΠΕ, δεν ασκεί επιρροή στην ορθή εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του προγράμματος επί των περιοχών αυτών. Εξάλλου, παρατηρείται ότι οι αιτούντες δεν προβάλλουν ειδικότερο ισχυρισμό σε σχέση με την επίδραση που άσκησε η παραδρομή αυτή στην πληρότητα της μελέτης και, κατ΄ επέκταση, στη νομιμότητα της περιβαλλοντικής εκτίμησης του προγράμματος. Τέλος, ειδικώς καθ΄ όσον αφορά την ΕΖΔ με κωδικό GR 300010 “Νησίδες Κυθήρων,...”, η ΣΜΠΕ αναφέρει ότι αυτή περιλαμβάνει θαλάσσια έκταση (σελ. 7-149), άρα δεν τίθεται ζήτημα ανακριβούς αποτύπωσης αυτής. Κατόπιν τούτου, η προεκτεθείσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος της (υπό i).

 

33. Επειδή, ο πρόσθετος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος και κατά το μέρος που προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ και η προσβαλλόμενη δεν κατέγραψαν - και δεν έλαβαν, κατά συνέπεια, υπόψη - 12 επιπλέον, αναλυτικά περιγραφόμενες στο δικόγραφο, γειτονικές περιοχές του δικτύου NATURA 2000, 2 εκ των οποίων βρίσκονται μάλιστα σε απόσταση μικρότερη των 10 χλμ. Τούτο, διότι ο λόγος αυτός πλήσσειαπαραδέκτως, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, την ουσιαστική εκτίμηση των μελετητών της ΣΜΠΕ ως προς τις περιοχές Natura 2000 πέριξ των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών που είναι δυνατόν να επηρεασθούν από την υλοποίηση του προγράμματος και στηρίζεται σε στοιχείο μη υποβληθέν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης αλλά προσκομιζόμενο το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι σε κριτική επισκόπηση της ΣΜΠΕ που έχει συνταχθεί τον Απρίλιο του 2020 (μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης) από αλλοδαπή εταιρεία περιβαλλοντικής εκτίμησης. Επίσης, όπως βεβαιώνει η Διοίκηση [έγγραφο απόψεων ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/69269/4176/23.8.2022 προς το ΣτΕ], οι 2 περιοχές NATURA στις οποίες εστιάζουν τα αιτούντα ως απέχουσες ελάχιστη απόσταση από την έκταση του προγράμματος δεν απέχουν απόσταση μικρότερη των 10 χλμ. (ώστε να είναι ενδεχομένως προφανές ότι επηρεάζονται), αλλά η μεν περιοχή με κωδικό GR4320003 [Νήσος Χρυσή] απέχει περίπου 163 χλμ. από το πλησιέστερο όριο της περιοχής «Νοτιοδυτικά Κρήτης» [και όχι 3 χλμ., όπως προβάλλεται], η δε περιοχή με κωδικό GR4320008 [Νήσος Κουφονήσι και παράκτια θαλάσσια ζώνη], απέχει περίπου 203 χιλιόμετρα από το πλησιέστερο όριο της ίδιας περιοχής [και όχι 8 χλμ.]. Κατά συνέπεια, ο πρόσθετος λόγος που εκτέθηκε στη σκ. 31 της παρούσης πρέπει να απορριφθεί και ως προς το δεύτερο σκέλος του (υπό ii.).

 

34. Επειδή, στη συνέχεια, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ εξαίρεσε αναιτιολόγητα από το πεδίο έρευνάς της τον τρόπο μεταφοράς των υδρογονανθράκων (π.χ. μέσω δεξαμενόπλοιων ή αγωγών) και τις επιπτώσεις που ενδέχεται να προκληθούν στη θάλασσα και την ξηρά από τη δραστηριότητα αυτή. Κατά τα αιτούντα, η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι τα ανωτέρω ζητήματα είναι κρίσιμα για το περιβάλλον της περιοχής και αυθαιρέτως δεν αξιολογήθηκαν, αποδεικνύοντας ότι η ΣΜΠΕ δεν μπορεί να παράσχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση για την εκτίμηση των συνεπειών του προγράμματος εκ μέρους της Διοίκησης.

 

35. Επειδή, στο Κεφάλαιο 5 της ΣΜΠΕ περιγράφονται οι τρόποι μεταφοράς των παραγόμενων υδρογονανθράκων από τις υπεράκτιες εξέδρες σε χερσαίες τερματικές εγκαταστάσεις, με αγωγούς ή με δεξαμενόπλοια, και οι παράμετροι επιλογής του τρόπου μεταφοράς, αναφέρεται ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το αργό πετρέλαιο μεταφέρεται από τις εξέδρες με υποθαλάσσιους αγωγούς, περιγράφονται οι διάφορες μέθοδοι πόντισης αγωγών στο θαλάσσιο πυθμένα και οι σχετικές τεχνικές προκλήσεις και επισημαίνεται ότι οι δραστηριότητες εγκατάστασης αγωγών σε περιοχές μεγάλου βάθους μπορεί να είναι δύσκολες, όσον αφορά την επιλογή της διαδρομής και των κατασκευών, και ότι “οι φορείς εκμετάλλευσης πιθανά αναμένεται να μελετήσουν δεδομένα υψηλής ανάλυσης για να ελαχιστοποιηθεί το μήκος των αγωγών και να αποφύγουν περιοχές με πυθμένα ασταθούς γεωλογικής δομής και άλλα εμπόδια που ενδέχεται να προκαλέσουν υπερβολική έκταση του αγωγού και δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις σε ευαίσθητες βενθικές κοινωνίες”. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, η μεταφορά του πετρελαίου γίνεται με δεξαμενόπλοια στις περιπτώσεις που το υπεράκτιο πετρελαϊκό πεδίο είναι πολύ απομακρυσμένο ή τα ποσοστά παραγωγής είναι πολύ χαμηλά ή όταν η διάρκεια εκμετάλλευσης του πεδίου είναι πολύ μικρή, σημειώνεται δε ότι υπάρχει και η λύση των μόνιμα αγκυροβολημένων δεξαμενόπλοιων αποθήκευσηςγκαταστάσεων παραγωγής ανοικτής θάλασσας), που φιλοξενούν τον εξοπλισμό επεξεργασίας και την αποθήκευση των παραγόμενων υδρογονανθράκων, μέχρι τη φόρτωση σε δεξαμενόπλοια πολλαπλών δρομολογίων, και αποτελούν αποτελεσματικές λύσεις για πολύ μεγάλα βάθη, για περιοχές με δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή για πεδία που μπορεί να εξαντληθούν σε λίγα χρόνια και δεν δικαιολογούν το κόστος εγκατάστασης πετρελαιαγωγών (σελ. 5-36 έως 5-44). Οι ανωτέρω διαπιστώσεις συνεπικουρούνται από το έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο [υπ΄ αρ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/69269/4176/23.8.2022], όπου αναφέρεται ότι, αν τελικώς εξορυχθούν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, η μεταφορά των υδρογονανθράκων αναμένεται κατά πάσα πιθανότητα να πραγματοποιηθεί με πλοία, ότι η τελευταία αυτή δραστηριότητα είναι συνήθης και εκτελείται καθημερινά από δεκάδες πλοία που διαπλέουν τις ελληνικές θάλασσες, μεταφέροντας υγρούς ή αέριους υδρογονάνθρακες που έχουν εξορυχθεί σε άλλες χώρες, ότι η τυχόν προσθήκη της μεταφοράς των εγχώριων κοιτασμάτων δεν πρόκειται να προκαλέσει αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ότι η θαλάσσια μεταφορά υδρογονανθράκων, ιδίως μέσω πλοίων, υπόκειται σε ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος (π.δ. 55/19998, ν. 4037/2012, Διεθνής Σύμβαση MARPOL). Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, η μεταφορά των υδρογονανθράκων είναι πολύ λιγότερο πιθανό να γίνει μέσω αγωγών, για την κατασκευή και λειτουργία των οποίων απαιτείται, ούτως ή άλλως, αυτοτελής απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, κατόπιν εκπόνησης ειδικής ΜΠΕ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επιλογή του τρόπου και της μεθόδου μεταφοράς των υδρογονανθράκων εξαρτάται από άγνωστους στην παρούσα φάση παράγοντες, δηλαδή από το είδος (φυσικό αέριο ή πετρέλαιο), τα χαρακτηριστικά, το μέγεθος του κοιτάσματος, τη θέση και το βάθος ανεύρεσής του, την απόσταση από την ακτή κ.ο.κ., και ότι, ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αξιολογηθεί στο παρόν στάδιο εκτίμησης των περιβαλλοντικών συνεπειών του επίδικου προγράμματος, αλλά στο επόμενο στάδιο της αδειοδότησης των οικείων έργων και δραστηριοτήτων. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος με τον οποίον προβάλλεται ότι η ΣΜΠΕ είναι ελλιπής και η προσβαλλόμενη μη νόμιμη, λόγω της παράλειψης περιγραφής του τρόπου μεταφοράς και εκτίμησης των επιπτώσεων της ειδικότερης αυτής δραστηριότητας στο περιβάλλον.

 

36. Επειδή, προς απόδειξη των ελλείψεων της ΣΜΠΕ που μαρτυρούν πλημμελή περιβαλλοντική εκτίμηση, προβάλλεται, με άλλο πρόσθετο λόγο ακυρώσεως, ότι η ΣΜΠΕ δεν κατέγραψε και δεν αξιολόγησε τις επιπτώσεις του προγράμματος στις χερσαίες και παράκτιες προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 ούτε αναφέρθηκε στις υποδομές που θα απαιτηθούν σε παράκτιες και χερσαίες περιοχές, όπως π.χ. σε αγωγούς, εγκαταστάσεις ηλεκτρικής τροφοδοσίας, λιμενικές εγκαταστάσεις και έργα, οδούς πρόσβασης κ.λπ..

 

37. Επειδή, στο Κεφάλαιο 7 της ΣΜΠΕ περιγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος της περιοχής μελέτης, που περιλαμβάνει και τις χερσαίες περιοχές των Περιφερειακών Ενοτήτων Χανίων, Ηρακλείου, Μεσσηνίας και Λακωνίας και του Δήμου Κυθήρων, οι οποίες, λόγω γειτνίασης με το χώρο εκτέλεσης του προγράμματος, αναμένεται να εξυπηρετήσουν τις δραστηριότητες του προγράμματος. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, στο υποκεφάλαιο 7.8 της ΣΜΠΕ (7-132 επ.) περιέχεται αναλυτική καταγραφή των περιοχών του Εθνικού συστήματος προστατευόμενωνπεριοχών του ν. 3937/2011, θαλάσσιων και χερσαίων, που εντοπίζονται πλησίον της περιοχής ανάπτυξης του επίδικου προγράμματος, στις οποίες περιλαμβάνονται οι περιοχές Natura 2000, και παρέχονται πληροφορίες για τα καταφύγια άγριας ζωής που εντοπίζονται πέριξ των θαλάσσιων περιοχών του επίδικου προγράμματος (κωδικός, ονομασία, έκταση και ελάχιστη απόσταση), για τα 10 διατηρητέα “μνημεία της φύσης” που εμπίπτουν στο χερσαίο τμήμα της περιοχής μελέτης (ο σφένδαμος της Μεσσηνίας, η ελιά της Καλαμάτας, ο αειθαλής πλάτανος της Φαιστού κλπ) και για τα 66 τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, που βρίσκονται, όπως επισημαίνεται, σε μεγάλη απόσταση από την περιοχή του προγράμματος. Στο ΥΠΟ κεφάλαιο 7.9 (σελ. 7-162 επ.) καταγράφονται οι λοιπές φυσικές - οικολογικά ευαίσθητες περιοχές που εντοπίζονται πλησίον των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών [:24 περιοχές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των μικρών νησιωτικών υγροτόπων και βρίσκονται στην παράκτια ζώνη του χερσαίου τμήματος της περιοχής μελέτης στην Κρήτη, η εγγύτερη από τις οποίες (Λιβάδι Κουντούρας) βρίσκεται σε απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων, 5 περιοχές προστασίας υδρόβιων ειδών οικονομικής σημασίας στις ΠΕ Μεσσηνίας και Λακωνίας, η εγγύτερη από τις οποίες απέχει περίπου 46 χλμ. (σελ. 7-167 έως 7-168), και περιοχές νερών κολύμβησης που εντοπίζονται στην παράκτια ζώνη και σε απόσταση άνω των 21 χλμ. (σελ. 7-169 έως 7-175)]. Επιπλέον, στη ΣΜΠΕ (σελ. 7-199 επ.) παρέχονται πληροφορίες για τους σημαντικότερους λιμένες που βρίσκονται στην περιοχή μελέτης και τις εκεί ασκούμενες δραστηριότητες. Πέραν αυτών, στη μελέτη παρατίθενται στοιχεία για τους υδατικούς πόρους και την οικολογική, χημική και συνολική κατάσταση των, πλησιέστερων προς τις θαλάσσιες περιοχές του επίδικου προγράμματος, μεταβατικών και παράκτιων υδατικών συστημάτων (σελ. 7-216 έως 7-223). Στο Κεφάλαιο 8 της ΣΜΠΕ [Εκτίμηση, αξιολόγηση και αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων] παρουσιάζονται και αξιολογούνται οι επιπτώσεις που προκαλούνται από την προετοιμασία / κατασκευή της εξέδρας, τη χερσαία επεξεργασία και τη διάθεση στερεών και υγρών αποβλήτων, καθώς και οι επιπτώσεις στην πολιτιστική κληρονομιά, όχι μόνον στην περιοχή των εργασιών του προγράμματος, αλλά και στις χερσαίες και παράκτιες περιοχές (σελ. 8-9). Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζονται οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τις τρεις φάσεις του επίδικου προγράμματος (έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή, αποξήλωση και αποσυναρμολόγηση), με την επισήμανση ότι η εφαρμογή των απαιτήσεων του ν. 4409/2016 αναμένεται να μειώσει την πιθανότητα και τις συνέπειες των μεγάλων ατυχημάτων κατά τα προσεχή έτη (σελ. 8-10), και αξιολογούνται οι επιπτώσεις στην παράκτια βιοποικιλότητα / απώλεια οικοτόπων ανά εργασία του προγράμματος, στις περιπτώσεις ατυχηματικής διαρροής υδρογονανθράκων (σελ. 8-26, 8-31 έως 8-32, 8-34 έως 8-36), ατυχηματικής χημικής έγχυσης (σελ. 8-30), ατυχηματικής διαρροής κατά τη διάρκεια φόρτωσης (σελ. 8-35), διαρροής από τον αγωγό εξαγωγής (σελ. 8-37), ατυχηματικής απόρριψης ανεπεξέργαστου παραγόμενου νερού (σελ. 8-32), προγραμματισμένης ή μη εκροής επεξεργασμένου παραγόμενου νερού (σελ. 8-33, 8-37) και μη προγραμματισμένης εκροής επεξεργασμένων απορροών καταστρώματος (σελ. 8-35). Σύμφωνα με τη μελέτη (σελ. 8-42), εάν συμβεί ατυχηματικήαπελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου στη θάλασσα και αυτές οδηγηθούν προς παράκτια περιοχή, οι επιπτώσεις θα είναι εξαιρετικά σοβαρές όχι μόνο για τα θαλάσσια είδη αλλά και για τα πτηνά και τα χερσαία είδη που διαβιούν σε αυτή. Όπως εκτιμάται από τους μελετητές, εάν συμβεί μεγάλη ατυχηματική διαρροή στο υποστάδιο της επεξεργασίας και διαχείρισης του πετρελαίου, το παράκτιο οικοσύστημα πλήσσεται περισσότερο και ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται υψηλός (βλ. πίνακα 8-3 της ΣΜΠΕ, σελ. 8-44, -45), ενώ στο υποστάδιο της μεταφοράς/φόρτωσης ντήζελ και χημικών, μετά τη λήψη διαχειριστικών μέτρων, ο κίνδυνος από ατυχηματική διαρροή χαρακτηρίζεται μέτριος και εκτιμάται ότι μία τέτοια διαρροή θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στα θαλάσσια είδη λόγω των μικρών ποσοτήτων και της γρήγορης διάλυσης, ωστόσο αναφέρεται ότι η διαρροή θα μπορούσε να φτάσει στην ακτογραμμή και να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στα παράκτια οικοσυστήματα σε σχέση με τα θαλάσσια (βλ. πίνακα 8-3, σελ. 8-46). Κατόπιν αυτών, στις σελ. 8-48 επ. της ΣΜΠΕ προσδιορίζονται οι επιπτώσεις του προγράμματος ανά φάση (προετοιμασία, σχεδιασμός, κατασκευή φρεάτων, παραγωγή, διακοπή του έργου και σφράγιση) στη συνοχή των προστατευόμενων οικοτόπων, στους βιοτόπους απειλούμενων ή ενδημικών ειδών πανίδας και χλωρίδας, στην ποιότητα των υδάτων, κολυμβητικών και παράκτιων, και στο τοπίο και καταγράφεται ότι είναι ενδεχόμενο να υπάρξουν επιπτώσεις σε περίπτωση διαρροής μεγάλης έκτασης. Στο υποκεφάλαιο 8.11 και στο Παράρτημα Ι της ΣΜΠΕ, περιγράφονται τα τεχνικά διαχειριστικά μέτρα και μέτρα ασφαλείας που προτείνονται για την άμβλυνση των συνεπειών της ατυχηματικής ρύπανσης, όπως, μεταξύ άλλων, η δημιουργία ζώνης αποκλεισμού και αναχωμάτων, η χρήση πλοίων διπλού κύτους για τη μεταφορά καυσίμων, η άμεση εφαρμογή διαδικασιών καθαρισμού και αποκατάστασης, η συντήρηση των πλοίων και του εξοπλισμού, η χρήση χημικών χαμηλής επικινδυνότητας, η χρήση συστημάτων αποτροπής εκρήξεων και υποθαλάσσιων βαλβίδων απομόνωσης, καθώς και η παρακολούθηση της πίεσης φρέατος, το σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και το σχέδιο χρήσης χημικών ουσιών, ο καθορισμός επιτρεπτής επεξεργασίας των εκροών κλπ.

 

38. Επειδή, όπως προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενο της ΣΜΠΕ, στη μελέτη καταγράφονται αναλυτικά οι χερσαίες και παράκτιες προστατευόμενες περιοχές που ευρίσκονται πλησίον των θαλάσσιων περιοχών του επίδικου προγράμματος και μελετώνται οι συνέπειες της εφαρμογής του [και] στις περιοχές αυτές, όπως, ειδικότερα, οι επιπτώσεις στην παράκτια βιοποικιλότητα ανά υποστάδιο του προγράμματος και ιδίως αυτές που θα προκύψουν λόγω διαρροής υδρογονανθράκων, χημικών, επεξεργασμένου ή ανεπεξέργαστου νερού και λοιπών απορροών. Οι επιπτώσεις αξιολογούνται είτε ως μη σημαντικές, είτε, στην περίπτωση ατυχηματικής διαρροής, ως σημαντικές, αλλά προτείνονται ειδικά μέτρα για την άμβλυνσή τους, επιπλέον δε, στην προσβαλλόμενη απόφαση έχουν περιληφθεί ειδικές προβλέψεις για την ελαχιστοποίησή τους. Απόδειξη, επίσης, της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδουν η ΣΜΠΕ και η προσβαλλόμενη πράξη στις προστατευόμενες περιοχές αποτελεί η υποχρέωση συνεκτίμησης της γειτνίασης της θέσης της γεώτρησης με περιοχές NATURA, θαλάσσιες ή χερσαίες, κατεύθυνση που δεσμεύει την απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων που τυχόν θα εκδοθεί προς τούτο. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίον η ΣΜΠΕ δεν προβαίνει σε καταγραφή και αξιολόγηση των επιπτώσεων που θα προκαλέσουν οι δραστηριότητες του επίδικου προγράμματος στις χερσαίες και τις παράκτιες προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, στο παρόν στάδιο ανάπτυξης του επίδικου προγράμματος, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των αγωγών, εγκαταστάσεων ηλεκτρικής τροφοδοσίας, λιμενικών εγκαταστάσεων και οδών πρόσβασης που τυχόν θα απαιτηθούν για την υλοποίηση του προγράμματος και η εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον· τούτο δεδομένου ότι το κρινόμενο πρόγραμμα, με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο, δεν αφορά έργα ή δραστηριότητες σε χερσαίες ή παράκτιες περιοχές ούτε, όπως παρατηρεί η παρεμβαίνουσα στο υπόμνημά της, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η κατασκευή έργων υποδομής για την ανάπτυξη του προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, όπως εκτέθηκε στη σκ. 17, στο αναθεωρημένο Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο της Περιφέρειας Κρήτης περιλαμβάνεται ήδη η κατεύθυνση ότι, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του προγράμματος, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τρεις υφιστάμενοι λιμένες (άρθρο 14 παρ. 3) και προτείνεται να χωροθετηθούν οι τυχόν απαιτούμενες χερσαίες εγκαταστάσεις κοντά σε συγκεκριμένα αστικά κέντρα [βλ. άρθρο 2 παρ. 4]. Κατά συνέπεια, αβάσιμος κρίνεται και ο ειδικότερος ισχυρισμός με τον οποίον προβάλλεται, ως πλημμέλεια της ΣΜΠΕ, ότι δεν αναφέρονται οι υποδομές του προγράμματος στις παράκτιες περιοχές.

 

39. Επειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται επίσης ότι, αν και η ΣΜΠΕ ομολογεί την πολύ σοβαρή έλλειψη βασικών πληροφοριών και δεδομένων για τα προστατευόμενα είδη χλωρίδας και πανίδας, αναφορικά με τις βενθικές κοινωνίες, την ύπαρξη κοραλλιών σε αυτές, την εξάπλωση των μεγαλύτερων θαλάσσιων θηλαστικών στην περιοχή και την ακριβή σύνθεση των πληθυσμών ιχθύων, δεν συγκέντρωσε στοιχεία με τη διεξαγωγή έρευνας πεδίου, ως όφειλε, παρά μόνον διαπίστωσε την ανάγκη εκπόνησης των σχετικών μελετών στο άδηλο μέλλον. Τούτο δε μολονότι η εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίου ή προγράμματος δεν μπορεί να στηριχθεί σε έρευνες και μελέτες που διενεργούνται μετά την έγκρισή του. Ενόψει αυτής και όλων των προπεριγραφεισών ελλείψεων της ΣΜΠΕ που προβλήθηκαν με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, τα αιτούντα υποστηρίζουν ότι παρέχεται, κατά παράβαση της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, η δυνατότητα κατακερματισμού της περιβαλλοντικής εκτίμησης.

 

40. Επειδή, στα υποκεφάλαια 7.6 και 7.7 της ΣΜΠΕ καταγράφονται τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας του θαλάσσιου οικοσυστήματος που επηρεάζονται άμεσα και έμμεσα από τις δραστηριότητες του επίδικου προγράμματος. Στη μελέτη επισημαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις δεδομένων “για την οικολογία και την εξάπλωση πολλών σημαντικών taxa της χλωρίδας” (σελ. 7-75), για τη λειτουργία των βιοκοινωνιών της βαθιάς θάλασσας “και όσον αφορά την πανίδα” (σελ. 7-83). Ειδικότερα, σημειώνεται ότι υπάρχει έλλειψη επαρκούς γνώσης σχετικά με την οικολογία των βενθικών κοινωνιών (σελ. 7-75) και την ύπαρξη κοραλλιών και χημειοσυνθετικών κοινωνιών και ότι “η ακριβής εξάπλωση των μεγαλύτερων θαλάσσιων θηλαστικών ή και η ακριβής σύνθεση των πληθυσμών ιχθύων στην περιοχή παρουσιάζει κενά” (σελ. 7-83). Ενόψει αυτών, σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ, θα πρέπει να εκπονηθεί μελέτη αναγνώρισης των βαθύτερων βιοκοινωνιών, μέσω χαρτογράφησης του θαλάσσιου πυθμένα, και να τεκμηριωθεί αν υπάρχουν ή όχι κοράλλια και άλλα βενθικάtaxa (epifauna) (σελ. 7-75 και 7-83). Στο Κεφάλαιο 11 της ΣΜΠΕ [Δυσκολίες που ανέκυψαν κατά την εκπόνηση της ΣΜΠΕ] διαπιστώνεται εκ νέου ότι υπάρχουν σημαντικά κενά γνώσης ιδίως σχετικά με την οικολογία των βενθικών κοινωνιών, την πιθανή ύπαρξη κοραλλιών και χημειοσυνθετικών κοινωνιών, και δευτερευόντως σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στο βιοτικό περιβάλλον της περιοχής, τη μορφολογία βιοκοινωνιών που διαμορφώνουν το θαλάσσιο πυθμένα και τις αλληλεπιδράσεις αυτών με τους πελαγικούς οργανισμούς, καθώς και ως προς τη σύνθεση και τη χωρική εξάπλωση των πληθυσμών θαλάσσιων θηλαστικών και της μακρο-ιχθυοπανίδας. Ενόψει τούτου, στο Κεφάλαιο 12 της ΣΜΠΕ προτείνεται μια σειρά βασικών μελετών και ερευνών, όπως η αξιολόγηση της οικολογίας και η χαρτογράφηση της έκτασης των σημαντικών βενθικών κοινωνιών και η εξέταση, καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος, των επιπέδων πίεσης που δέχονται οι μακρο- και μειο-βενθικέςβιοκοινωνίες, ορίζεται δε ότι οι μελέτες αυτές θα τροφοδοτήσουν τις τεχνικές μελέτες και τις ΜΠΕ των επιμέρους έργων, με στόχο την πρόληψη ή το μετριασμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ωστόσο, όσον αφορά τη χλωρίδα, στη ΣΜΠΕ γίνεται αναφορά, βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών μελετών και δορυφορικών δεδομένων, στο φυτοπλαγκτόν, στους προκαρυωτικούς οργανισμούς, στους φυτικούς βενθικούς οργανισμούς και τα είδη τους, υπογραμμίζεται ότι το μεγαλύτερο τμήμα της Μεσογείου Θάλασσας αποτελείται από βαθιά θάλασσα και διαπιστώνεται ότι για το οικοσύστημα αυτό υπάρχουν περιορισμένες γνώσεις, λόγω του αυξημένου βαθμού δυσκολίας προσέγγισής του και του μεγάλου οικονομικού κόστους για τη συλλογή δειγμάτων και δεδομένων (βλ. σελ. 7-79 της ΣΜΠΕ). Όσον αφορά την πανίδα γίνεται αναφορά (7-83 επ.), βάσει της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, στο ζωοπλαγκτόν και τους βενθικούς οργανισμούς και τις κατηγορίες τους, ειδικώς δε για τους οικοτόπους θαλάσσιου βυθού αναφέρεται ότι η περιοχή του έργου αποτελείται κυρίως από “Μεσογειακές κοινότητες ιλύων βαθύαλης ζώνης” και μικρές διάσπαρτες ζώνες από “Κοινότητες ιλύων Αβυσσικής ζώνης” και από “Περιοχές αμμωδών ιλύων με Theneamuricata” (σελ. 7-86). Επιπλέον, γίνεται αναφορά στη μειοπανίδα και μακροπανίδα και στην ασπόνδυλη πανίδα της Κρήτης και της Μεσογείου, με τη σημείωση ότι η τελευταία δεν έχει μελετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Όπως αναφέρει η ΣΜΠΕ, σύμφωνα με την 3η εθνική έκθεση για την πρόοδο εφαρμογής της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στο θαλάσσιο τμήμα της Κρήτης βρίσκονται δύο είδη του παραρτήματος IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, που είναι βενθικοί στάσιμοι οργανισμοί οι οποίοι δεν συναντώνται σε πολύ αυξημένα βάθη και, ως εκ τούτου, δεν αναμένεται να επηρεαστούν από τις εξορυκτικές δραστηριότητες του επίδικου προγράμματος, παρά μόνο στην περίπτωση της ατυχηματικής ρύπανσης [πρόκειται για το δίθυρο μαλάκιο pinnanobilis (τρωτό, σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας), σημαντικοί πληθυσμοί του οποίου βρίσκονται στη βορειοδυτική Κρήτη και στον Κόλπο της Σούδας, και το Εχινόδερμο centrostephanuslongispinus / σελ. 7-90]. Στο υποκεφάλαιο 7.7.4. παρέχονται πληροφορίες για την ιχθυοπανίδα της περιοχής, στον πίνακα 7-10 καταγράφονται τα 20 αφθονότερα εμπορικά είδη ιχθυοπανίδαςκαι το ποσοστό στο οποίο καθένα από αυτά απαντάται στην περιοχή, βάσει των δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, και καταγράφονται ορισμένα απειλούμενα είδη που εντοπίζονται στο Κρητικό πέλαγος [ρυγχοκαρχαρίας, επτακαρχαρίας, κοκκοκεντροφόρος, γλαυκός καρχαρίας - σελ. 7-90 έως 7-91]. Στις σελ. 7-91 έως 7-98, γίνεται αναφορά στα τρία είδη θαλασσίων χελωνών που απαντώνται στην Μεσόγειο Θάλασσα [την carettacaretta, την πράσινη χελώνα cheloniamydas και τη δερματοχελώναdermochelyscoriacea, που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα II και IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ], παρατίθενται χάρτες εξάπλωσής τους στην Ελλάδα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα 3η εθνική έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, και γίνεται αναφορά στις περιοχές ωοτοκίας της carettacaretta στη χώρα και στο ότι τμήματα των περιοχών ωοτοκίας στον Κυπαρισσιακό και στο Λακωνικό Κόλπο και τριών περιοχών στην Κρήτη (Ρέθυμνο, Χανιά, Κόλπος Μεσσαράς) έχουν περιληφθεί στο Δίκτυο NATURA 2000. Σχετικά με την ορνιθοπανίδα, στη ΣΜΠΕ (σελ. 7-98 έως 7-105): [α] υπογραμμίζεται η σημασία της Ελλάδας για αρκετά αναπαραγόμενα είδη, καθώς τουλάχιστον 107 είδη ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος φωλιάζουν στη χώρα [μεταξύ δε αυτών και εννιά παγκοσμίως απειλούμενα είδη], [β] σημειώνεται ότι για πολλά άλλα είδη η χώρα είναι σημαντική διότι οι πληθυσμοί τους είναι πολύ μεγαλύτεροι σε σύγκριση με άλλες γειτονικές χώρες, [γ] αναφέρονται τα κύρια είδη θαλασσοπουλιών και στον πίνακα 7-11 περιγράφεται το καθεστώς παρουσίας και προστασίας τους, επισημαίνεται όμως ότι, σύμφωνα με την έκθεση για την πρόοδο εφαρμογής της οδηγίας 2009/147/ΕΚ (βάσει στοιχείων της περιόδου 2008-2014), τα παραπάνω είδη δεν απαντώνται εντός των θαλάσσιων περιοχών του επίδικου προγράμματος [με την διευκρίνιση ότι για δύο από αυτά δεν υπάρχουν δημοσιευμένοι χάρτες εξάπλωσης, ενώ για τα υπόλοιπα παρατίθενται χάρτες εξάπλωσης στη χώρα], [δ] μνημονεύεται ότι τα είδη phalacrocoraxaristotelisdesmarestii, larusaudouinii και calonectrisdiomedea αποτελούν αντικείμενο προστασίας νέας ΖΕΠ (Θαλάσσια περιοχή Κυθήρων) και ότι το είδος phalacrocoraxaristotelisdesmarestii αποτελεί αντικείμενο τροποποίησης της ΖΕΠ GR4340023 (ΝΔ Γαύδος), [ε] γίνεται δεκτό ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση, τα είδη του Παραρτήματος I της οδηγίας 2009/147/ΕΚ gypaetusbarbatus, aquilachrysaetos και hieraaetusfasciatus (aquilafasciata) μπορεί να απαντηθούν σε μικρή περιοχή του βορειανατολικού τμήματος της θαλάσσιας περιοχής “Νοτιοδυτικά Κρήτης” και [στ] σημειώνεται ότι η σημαντικότητα της περιοχής, πέρα από την παρουσία θαλάσσιων πτηνών, οφείλεται στην ύπαρξη “μεταναστευτικών μονοπατιών άγριας ορνιθοπανίδας”, με πλήθος μικρόπουλων, υδρόβιων και αρπακτικών πτηνών, στα οποία περιλαμβάνονται ο ασπροπάρης (neophronpercnopterus) και ο μαυροπετρίτης (falcoeleonorae), είδη του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2009/147/ΕΚ. Σχετικά με τα θαλάσσια θηλαστικά, στη ΣΜΠΕ (σελ. 7-105 έως 7-131) αναφέρεται ότι στις ελληνικές θάλασσες διαβιούν μόνιμα εννέα είδη, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, οκτώ από τα οποία ανήκουν στα κητώδη [η πτεροφάλαινα, ο φυσητήρας, ο ζιφιός, το σταχτοδέλφινο, το ρινοδέλφινο, το ζωνοδέλφινο, το κοινό δελφίνι, η φώκαινα] ενώ το ένατο είναι η μεσογειακή φώκια (monachusmonachus), και ότι άλλα πέντε εμφανίζονται περιστασιακά (σελ. 7-106). Στη ΣΜΠΕ εκτίθενται αναλυτικά οι διαθέσιμες πληροφορίες για την παρουσία και κατανομή των εν λόγω ειδών στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του επίδικου προγράμματος (σελ. 7-108 επ.), με την επισήμανση ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της 3ης εθνικής έκθεσης για την πρόοδο εφαρμογής της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στην περιοχή ενδιαφέροντος απαντούν τέσσερα είδη κητωδών, ο φυσητήρας, ο ζιφιός, το σταχτοδέλφινο και το ζωνοδέλφινο (σελ. 7-125), και παρατίθενται αναλυτικός κατάλογος των παραπάνω θηλαστικών και οι περιοχές της γεωγραφικής τους εξάπλωσης (σελ. 7-106, Πίνακας 7-12), χάρτες εξάπλωσης [για την πτεροφάλαινα, το φυσητήρα, το ζιφιό, το σταχτοδέλφινο, το ρινοδέλφινο, το ζωνοδέλφινο, το κοινό δελφίνι και τη φώκαινα] στην περιοχή της Μεσογείου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ACCOBAMS, χάρτες εξάπλωσης αυτών στις ελληνικές θάλασσες και χάρτης των σημαντικών περιοχών για τα κητώδη σε Μεσόγειο και Μαύρη Θάλασσα (εικόνες 7-34 έως 7-50). Όσον αφορά τη μεσογειακή φώκια, που ανήκει στα πτερυγιόποδα, αποτυπώνεται, βάσει βιβλιογραφικών δεδομένων και στοιχείων περιβαλλοντικών οργανώσεων, η γεωγραφική της εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου, παρατίθεται χάρτης εμφανίσεων στις ελληνικές θάλασσες, καθώς και χάρτης εξάπλωσης στις θαλάσσιες περιοχές του επίμαχου προγράμματος και γίνεται ειδική αναφορά στον οικότοπο 8330 “Θαλάσσια σπήλαια εξ ολοκλήρου ή κατά το ήμισυ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας”, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως κρίσιμο ενδιαίτημα για την αναπαραγωγή του απειλούμενου είδους Monachusmonachus. Στη μελέτη αναφέρονται οι σημαντικότερες απειλές για τα ανωτέρω είδη ως εξής: Ι/ για τους φυσητήρες, από τις σημαντικότερες απειλές (υψηλής σημασίας) είναι η ναυσιπλοΐα, οι θάνατοι ή τραυματισμοί λόγω σύγκρουσης και ο θόρυβος, ενώ οι σεισμικές έρευνες αποτελούν απειλή μέτριας σημασίας (σελ. 7-112), ΙΙ/ για το ζιφιό, οι σημαντικότερες απειλές (υψηλής σημασίας) είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις, ο θόρυβος και οι σεισμικές έρευνες (σελ. 7-114), ΙΙΙ/ για το σταχτοδέλφινο, μέτριας σημασίας απειλές αποτελούν οι σεισμικές έρευνες, ο θόρυβος, οι στρατιωτικές ασκήσεις και το ψάρεμα με παραγάδι (σελ. 7-116), IV/ για το ζωνοδέλφινο, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες απειλές υψηλής και μέτριας σημασίας (σελ. 7-120), V/ για την πτεροφάλαινα, το ρινοδέλφινο και το κοινό δελφίνι, οι σεισμικές έρευνες και ο θόρυβος χαρακτηρίζονται ως απειλές μικρής σημασίας (σελ. 7-109, 7-118 και 7-123), VI/ για τη φώκαινα, απειλή υψηλής σημασίας είναι η αύξηση της θερμοκρασίας και μέτριας η επαγγελματική αλιεία (σελ. 7-124) και, τέλος, VII/ για τη μεσογειακή φώκια, απειλές υψηλής σημασίας είναι η άσκηση επαγγελματικής αλιείας και η απομάκρυνση της θαλάσσιας πανίδας (σελ. 7-129) και κύριες απειλές η υποβάθμιση των παράκτιων συστημάτων, η ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος (π.χ. από πετρέλαιο, τοξικά απόβλητα) και η σύγκρουση με σκάφη (σελ. 7-131). Τέλος, σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ (σελ. 7-224 έως 7-227), η κυκλοφορία των μέσων μεταφοράς κάθε είδους (π.χ. πλοία), οι βιομηχανικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις (π.χ. λειτουργία πλατφόρμας εξόρυξης υδρογονανθράκων) και άλλες δραστηριότητες έρευνας και εγκατάστασης (π.χ. σεισμικές έρευνες) αξιολογούνται ως πιο σημαντικές ανθρωπογενείς πηγέςθορύβου που σχετίζονται με το επίδικο πρόγραμμα και ευθύνονται για την υποβάθμιση του ακουστικού περιβάλλοντος. Στη ΣΜΠΕ σημειώνεται ότι η υφιστάμενη κατάσταση του ακουστικού περιβάλλοντος της περιοχής μελέτης διαμορφώνεται κυρίως από φυσικές πηγές θορύβου, αφού πρόκειται για θαλάσσια περιοχή χωρίς την ύπαρξη ανθρωπογενών δραστηριοτήτων [πλην της αλιευτικής, συγκοινωνιακής ή ναυτιλιακής], ότι πηγή θορύβου αποτέλεσαν οι σεισμικές έρευνες που διενεργήθηκαν τα έτη 2012 και 2013 και ότι, το 2015, εκπονήθηκε μελέτη, στο πλαίσιο του Προγράμματος “Overview of the NoiseHotspots in the ACCOBAMS area”, η οποία προέβη σε μία αρχική αναγνώριση των δραστηριοτήτων που αποτελούν πηγή υποθαλάσσιου θορύβου στη Μεσόγειο. Στη συνέχεια, στο Κεφάλαιο 8 της ΣΜΠΕ, αναλύονται διεξοδικώς οι επιπτώσεις των επιμέρους εργασιών του επίδικου προγράμματος (σελ. 8-24 έως 8-30) και αξιολογούνται οι πιθανές επιπτώσεις των επιμέρους εργασιών ανά περιβαλλοντική παράμετρο (θαλάσσια βιοποικιλότητα / απώλεια οικοτόπων, διαταραχή θαλάσσιου πυθμένα, θόρυβο, υποθαλάσσιο θόρυβο,αέριες εκπομπές, διαρροή, εκροές, εισαγωγή ξένων ειδών κλπ, βλ. πίνακα 8-2). Σε σχέση με τη βιοποικιλότητα, τη χλωρίδα, την πανίδα και τα θαλάσσια ύδατα, αναφέρεται ότι οι επιπτώσεις συνίστανται στον υποθαλάσσιο θόρυβο, τη μεταφορά χωροκατακτητικών ξένων ειδών, τη ρύπανση ιζημάτων και πυθμένα, τη ρύπανση από ατυχηματική διαρροή υδρογονανθράκων και χημικών, την κάλυψη του πυθμένα από εγκαταστάσεις, την απόρριψη παραγόμενου νερού και άμμου, τη διαχείριση διατρητικής ιλύος και διατρημάτων, την αποστράγγιση καταστρώματος εξέδρας κ.λπ. και εκτιμάται ότι οι επιπτώσεις είναι αποκλειστικά αρνητικές (σελ. 8-65 έως 8-68), όμως, παρατηρείται ότι υπάρχουν πολλά διαχειριστικά μέτρα, τα οποία μπορούν να ενσωματωθούν σε επόμενη φάση [στην υλοποίηση του προγράμματος], για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων, στρατηγικών και μη, και ότι, ειδικώς για την αντιμετώπιση της ατυχηματικής ρύπανσης, απαιτείται η τήρηση των απαιτήσεων της MARPOL, της Σύμβασης τη Βαρκελώνης και των Πρωτοκόλλων της, η τήρηση όλων των κανόνων της επιστήμης και της τεχνικής και η σύνταξη εκθέσεων κινδύνου και σχεδίων σύμφωνα με τον ν. 4409/2016. Κατόπιν αυτών, η επίπτωση στη βιοποικιλότητα, τη χλωρίδα και την πανίδα αξιολογείται συνολικώς ως μέτρια. Στο υποκεφάλαιο 8.10 της ΣΜΠΕ [Μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στη χλωρίδα και την πανίδα, σελ. 8-90 επ.], εκτιμώνται δεδομένα για το ενδιαίτημα, τον πληθυσμό, τις απειλές και τα υπάρχοντα μέτρα διατήρησης της ιχθυοπανίδας, της ορνιθοπανίδας, των κητωδών και των θαλάσσιων χελωνών, σε σχέση και με την περιοχή του έργου, καθώς και δεδομένα σχετικά με τη βενθική πανίδα, την πλαγκτονική πανίδα και χλωρίδα και τα ασπόνδυλα, σημειώνεται δε ότι “η θαλάσσια χλωρίδα (φανερόγαμα - μικροαλγή) έχει αναλυθεί σε περιφερειακό επίπεδο με ιδιαίτερη προσοχή στα λιβάδια Ποσειδωνίας”. Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό στη ΣΜΠΕ, “ο ήχος είναι το προτιμώμενο αισθητηριακό μέσο για μεγάλη ομάδα θαλάσσιων ζώων. Σχεδόν όλα τα θαλάσσια θηλαστικά βασίζονται σε κάποιο βαθμό στον ήχο για ένα ευρύ φάσμα βιολογικών λειτουργιών (UNEP - CBD, 2012). Συμπεριλαμβανομένης λοιπόν της παρουσίας μεγάλου αριθμού απειλούμενων θαλάσσιων θηλαστικών και χελωνών και των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τις περιοχές ωοτοκίας και ανάπτυξης για ιχθύες, αλλά και την διέλευση μεταναστευτικών ειδών από την περιοχή, υπολογίζεται πως η όχληση λόγω θορύβου είναι αυξημένη. Η αξιολόγηση της επίπτωσης επομένως οφείλει να λάβει υπόψη της τα δεδομένα της γραμμής βάσης και τη διαθέσιμη επιστημονική βιβλιογραφία επί του θέματος”. Με βάση τις κατευθύνσεις αυτές, η ΣΜΠΕ εξετάζει τις επιδράσεις του θορύβου στη θαλάσσια πανίδα (8-91 επ.), διαιρεί τα θαλάσσια θηλαστικά που είναι παρόντα στην περιοχή του επίδικου προγράμματος (είτε υπάρχουν μονίμως στα ελληνικά ύδατα είτε είναι περαστικοί επισκέπτες), αναλόγως της ακουστικής λειτουργικής τους ικανότητας (8-93επ.: κητώδη ευαίσθητα σε χαμηλές, μεσαίες ή υψηλές συχνότητες, πτερυγιόποδα, αναφορά εύρους ζώνης σε kHz), διαπιστώνει ότι οι ισχυροί θόρυβοι έχουν συνέπειες στην αντίληψη και τη συμπεριφορά τους, ασχολείται με τις θαλάσσιες χελώνες και την ευαισθησία τους σε θορύβους χαμηλής συχνότητας και με τα τελεόστεα ψάρια και παραθέτει πίνακα συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων για όλες τις αποκρίσεις που είχαν διάφορα είδη στην εκπομπή υποβρυχίου θορύβου (βλ. σελ. 8-99 έως 8-103, με διάκριση σε θαλάσσια θηλαστικά, χελώνες, ιχθύες και θαλάσσια ασπόνδυλα και με αναφορά στα κατ΄ ιδίαν είδη / ομάδες ζώων, στις επιδράσεις, στην απόσταση στην οποία αυτά θα πλησιάσουν μία πηγή ηχοβολισμού, στη στάθμη του θορύβου και στη σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση). Στη ΣΜΠΕ παρουσιάζονται ειδικότερα οι πιθανές αρνητικές επιδράσεις για τη θαλάσσια πανίδα από τις σεισμικές έρευνες, όπως αλλαγή συμπεριφοράς, τραυματισμός, αποπροσανατολισμός και μείωση βιωσιμότητας (8-104 έως 8-106), και προτείνεται η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων περιορισμού των επιπτώσεων αυτών [βάσει των όρων που έχουν θέσει οι συμφωνίες ACCOBAMS και INCC και άλλες βιβλιογραφικές πηγές], που αφορούν: α) την παρουσία στο σκάφος παρατηρητών θαλάσσιων θηλαστικών και τεχνικών παθητικής ακουστικής παρακολούθησης, β) τη χρήση πηγής με τη χαμηλότερη δυνατή ισχύ, γ) την ελαχιστοποίηση διάδοσης ακουστικών κυμάτων, δ) την υιοθέτηση τεχνικής σταδιακής εκκίνησης, ε) τον προσδιορισμό ζώνης αποκλεισμού γύρω από το σκάφος των σεισμικών ερευνών για την προστασία των θαλάσσιων θηλαστικών και ζώνης απομόνωσης 20 στρ., γύρω από τους χώρους αναπαραγωγής και ωοτοκίας των θηλαστικών, στ) τη συνεχή οπτική και παθητική παρακολούθηση, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν θα βρίσκονται θαλάσσια θηλαστικά στη ζώνη αποκλεισμού γύρω από το σκάφος των σεισμικών ερευνών πριν από την ενεργοποίηση των ακουστικών πηγών και ενόσω αυτές είναι ενεργές, ζ) την παύση δραστηριότητας σε περίπτωση παρατήρησης / παρουσίας θηλαστικών στην περιοχή μελέτης, η) την πραγματοποίηση των ερευνών εκτός των περιόδων αναπαραγωγής των κητωδών και άλλων θαλάσσιων ειδών, όπως θαλάσσιων ερπετών, βενθικών και πελαγικών ειδών, καθώς και θ) τη χρήση συστημάτων φυλακών χελωνών στα σεισμικά σκάφη, για την αποφυγή κινδύνου παγίδευσης θαλάσσιων χελωνών (σελ. 8-107 έως 8-113, ιδίως 8-111 έως 8-113, βλ. και σύνοψη 8-121, 8-122). Στο υποκεφάλαιο 8.10.3 της ΣΜΠΕ σημειώνεται ότι η εγκατάσταση των υπεράκτιων υποδομών μπορεί να συνεπάγεται αρνητικές επιδράσεις στη μορφολογία του πυθμένα, στους θαλάσσιους οργανισμούς (θαλάσσια θηλαστικά, θαλάσσιες χελώνες, βενθικέςβιοκοινωνίες, ιχθύες, φυτοπλαγκτόν, ζωοπλαγκτόν, ιχθυοπλαγκτόν) και στα πτηνά (θαλασσοπούλια και μεταναστευτικά πουλιά), λόγω της τοποθέτησης εξοπλισμού στον πυθμένα της θάλασσας, της πιθανής εισαγωγής ξενικών ειδών στην περιοχή, των απορριμμάτων, της ατυχηματικής ρύπανσης ή πτώσης εξοπλισμού και της φωτορρύπανσης (σελ. 8-114 έως 8-117 και 8-118 έως 8-120). Για την αντιμετώπιση των συνεπειών της φωτορρύπανσης σημειώνεται ότι θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια μετριασμού της φωταγώγησης κατά τις μεταναστευτικές περιόδους σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, όπως του ασπροπάρη καιτου μαυροπετρίτη (από Φεβρουάριο έως αρχές Απριλίου και από Αύγουστο έως αρχές Οκτωβρίου, σελ. 8-117), ενώ παρατίθενται και σχετικές τεχνικές διαχείρισης του φωτισμού, όπως ο περιορισμός της διάχυσης του φωτός, η προσαρμογή του μήκους κύματος του φωτός, έτσι ώστε να είναι λιγότερο αντιληπτό από τα πτηνά, η επιλεκτική και όχι συνεχόμενη χρήση φωτός, η χρήση αναλαμπόντων φανών και η εκπόνηση αξιολόγησης κινδύνου (βλ. σελ. 8-22 και Παράρτημα Ι, σελ. Π.6, α/α 3.1.3). Επιπλέον, προτείνονται, προς αποτροπή του κινδύνου ρύπανσης, η εφαρμογή ΒΔΤ, η επιλογή πλοίων διπλού κύτους για τη μεταφορά καυσίμων, προστατευτικά αναχώματα, συστήματα αποτροπής εκρήξεων και βαλβίδες απομόνωσης, η χρήση χημικών χαμηλού κινδύνου και κατάλληλων διαδικασιών ανύψωσης εξοπλισμού μεγάλου βάρους, η εφαρμογή προγραμμάτων συντήρησης για όλο τον εξοπλισμό, η λήψη μέτρων καραντίνας για κινούμενες εξέδρες εξόρυξης προς αποφυγή μεταφοράς χωροκατακτητικών ξένων ειδών και ο κατάλληλος σχεδιασμός των υποθαλάσσιων υποδομών ώστε να εξασφαλίζεται η ελαχιστοποίηση της όχλησης (βλ. σελ. 8-19 έως 8-20, 8-22 και Παράρτημα Ι). Αντιστοίχως, στο υποκεφάλαιο Β.ΙΙ.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τις σεισμικές έρευνες, ορίζεται ότι για τη διενέργειά τους απαιτείται Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης και παρέχονται αναλυτικές κατευθύνσεις προστασίας των κητωδών, προς ενσωμάτωση στο Σχέδιο αυτό, σχετικώς με την καταγραφή, οπτική και ακουστική παρακολούθηση, την ύπαρξη ειδικών εκπαιδευμένων παρατηρητών επί του σκάφους, τη διαπίστωση θορύβου βάσης, τη βαθμιαία αύξηση της ισχύος των ηχοβολισμών, τη διακοπή τους αν εντοπισθούν άτομα κητωδών, την αποφυγή διεξαγωγής της έρευνας σε γειτνίαση με υποθαλάσσιες τάφρους, την ελαχιστοποίηση επαναληπτικών οχλήσεων, την επιλογή της χειμερινής περιόδου για την εκτέλεση των ερευνών και την τήρηση εν γένει των δεσμεύσεων της Σύμβασης ACCOBAMS. Όσον δε αφορά την αποτροπή επιπτώσεων από τη διενέργεια των σεισμικών ερευνών σε άλλα είδη του θαλάσσιου οικοσυστήματος (όπως οι θαλάσσιες χελώνες), προβλέπεται ότι πρέπει να εξετασθεί εάν τα παραπάνω μέτρα για την προστασία των κητωδών είναι κατάλληλα και επαρκή για την προστασία των άλλων αυτών ειδών, άλλως θα πρέπει να προταθούν πρόσθετα μέτρα. Τέλος, κατά την επιλογή της θέσης κάθε γεώτρησης, ιδίως στις περιπτώσεις που θα υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές, προβλέπεται στην προσβαλλόμενη ότι συνεκτιμάται η επηρεαζόμενη βενθική βιοκοινότητα και ότι “ειδική ανάλυση απαιτείται για τα οικοσυστήματα του βυθού, περιλαμβανόμενης της ενδεχόμενης ύπαρξης κοραλλιών ή άλλων σημαντικών ή ευαίσθητων στοιχείων”.

 

41. Επειδή, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στη ΣΜΠΕ καταγράφονται οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χλωρίδα [:φυτοπλαγκτόν, προκαρυωτικούς οργανισμούς, φυτικούς βενθικούς οργανισμούς] και την πανίδα [:θαλάσσια θηλαστικά, ορνιθοπανίδα, ζωοπλαγκτόν, βενθικούςοργανισμούς,ιχθυοπανίδα] του θαλάσσιου οικοσυστήματος που επηρεάζεται άμεσα και έμμεσα από την εφαρμογή του επίδικου προγράμματος, εκτιμώνται δεδομένα σχετικά με το ενδιαίτημα, τον πληθυσμό, τις απειλές και τα υπάρχοντα μέτρα διατήρησης για τα κητώδη και τις θαλάσσιες χελώνες, την ιχθυοπανίδακαι την ορνιθοπανίδα, σε σχέση και με την περιοχή του έργου, καθώς και δεδομένα σχετικά με τη βενθική πανίδα, την πλαγκτονική πανίδα και χλωρίδα και τα ασπόνδυλα, μελετώνται οι επιπτώσεις των επιμέρους δραστηριοτήτων του προγράμματος και προτείνονται ειδικά μέτρα. Όπως αναφέρεται στη ΣΜΠΕ, λόγω της σημασίας των δύο θαλάσσιων περιοχών του προγράμματος [που αποτελούν μέρος της Ελληνικής Τάφρου] για την επιβίωση των βαθιά καταδυόμενων και απειλούμενων θαλάσσιων θηλαστικών και της φάλαινας φυσητήρα, ειδικώς προστατευόμενης από τη Συμφωνία ACCOBAMS, οι σοβαρότερες συνέπειες από τις σεισμικές έρευνες - οι οποίες μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς ιδιαίτερη περιβαλλοντική αδειοδότηση, μετά την έγκριση Περιβαλλοντικού Σχεδίου Δράσης [ΠΣΔ] - αφορούν τον υποθαλάσσιο θόρυβο που επηρεάζει τα είδη αυτά. Για το λόγο αυτό, η εξάπλωση, οι απειλές και οι κίνδυνοι για τα κητώδη, αλλά και για άλλα είδη [ιχθύες, θαλάσσια ασπόνδυλα, με διαχωρισμό σε κατ΄ ιδίαν είδη - ομάδες ζώων], μελετώνται διεξοδικά στη ΣΜΠΕ και προβλέπονται στην προσβαλλόμενη πράξη ειδικά μέτρα προστασίας, τα οποία πρέπει να περιληφθούν και να εξειδικευθούν στο ΠΣΔ· τα μέτρα αυτά στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, ενσωματώνουν τις απαιτήσεις της Συμφωνίας ACCOBAMS και, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης, αποτρέπουν την όχληση και κάθε πιθανή βλάβη όλων των κητωδών κατά τη διάρκεια των ηχοβολιστικών διασκοπήσεων του πυθμένα, ενώ, όσον αφορά τα άλλα θαλάσσια είδη, η προσβαλλόμενη προβλέπει ότι πρέπει να μελετηθεί, στο στάδιο του ΠΣΔ που προηγείται των σεισμικών ερευνών, αν τα ληφθέντα για τα κητώδη μέτρα είναι επαρκή ή αν απαιτείται η λήψη διαφορετικών ή επιπλέον μέτρων. Επίσης, στη ΣΜΠΕ μελετώνται επαρκώς και οι επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα, στα προστατευόμενα είδη αυτής και ιδίως σε όσα χρησιμοποιούν την περιοχή ως “μεταναστευτικό μονοπάτι”, και μελετώνται τρόποι αποφυγής της φωτορρύπανσης, που αποτελεί την κυριότερη όχληση των πτηνών κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση των συνεπειών του επίδικουπρογράμματος δεν πάσχει εκ του ότι περιορίσθηκε στην εκτίμηση των ως άνω, σοβαρότερων, περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που ανακύπτουν ήδη κατά το πρώτο υποστάδιο των σεισμικών ερευνών, και δεν επεκτάθηκε στη διεξαγωγή ειδικότερης ανάλυσης για ζητήματα στα οποία η ΣΜΠΕ διαπίστωσε ότι υπάρχουν κενά στη γνώση, όπως για τα οικοσυστήματα του βυθού, τις βενθικές κοινωνίες, την ύπαρξη κοραλλιών σε αυτές κλπ. και για τα οποία προέβλεψε διεξαγωγή παρακολούθησης. Οι μελέτες για τα ζητήματα αυτά επιτρεπτώς μετατίθενται στο επόμενο στάδιο της εκπόνησης ΜΠΕ και της έκδοσης ΑΕΠΟ για την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης των γεωτρήσεων [ερευνητικών ή και εξορυκτικών, βλ. όρους 12.3 και 12.4], αφενός διότι, όπως αναφέρεται στη ΣΜΠΕ, στην περιοχή των 40.000 τετρ. χλμ. όπου προβλέπεται να διεξαχθούν οι σεισμικές έρευνες, το βάθος της θάλασσας είναι πολύ μεγάλο και η συλλογή επιπλέον στοιχείων παρίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής· αφετέρου δε διότι τα πρόσθετα αυτά ζητήματα μπορούν να αξιολογηθούν καλύτερα κατά την επιλογή της θέσης των γεωτρήσεων, που θα αντιπροσωπεύουν ελάχιστο ποσοστό [1%] σε σχέση προς τη μείζονα έκταση των σεισμικών ερευνών, με σκοπό να αποφεύγεται η επικάλυψη της αξιολόγησης στα αλληλοδιάδοχα επίπεδα εκτίμησης (ΣΜΠΕ/ΜΠΕ). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι, όπως και, κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί μη νόμιμου κατακερματισμού της εκτίμησης των επιπτώσεων του επίδικου προγράμματος.

 

42. Επειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 12 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ, διότι δεν προβλέπει τα απαραίτητα αυστηρά μέτρα προστασίας των ειδών που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 2009/147/ΕΚ, ούτε τα μέτρα που μπορεί να αποτρέψουν τη βλάβη και καταστροφή των τόπων φωλεασμού, αναπαραγωγής και ανάπαυσής τους. Συναφώς, προβάλλεται ότι, ενώ στην περιοχή εγκατάστασης του επίδικου προγράμματος υπάρχουν 32 είδη των προαναφερθέντων παραρτημάτων των δύο αυτών οδηγιών (θαλάσσια θηλαστικά, χελώνες, πτηνά, εχινόδερμα, μαλάκια), η ΣΜΠΕ καταγράφει επιλεκτικά και χωρίς τεκμηρίωση ορισμένα μόνον από αυτά και αγνοεί τουλάχιστον 20 επιπλέον είδη πτηνών, τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στο δικόγραφο. Περαιτέρω, τα αιτούντα ισχυρίζονται ότι, ακόμη και για τα προστατευόμενα είδη που καταγράφει, η ΣΜΠΕ δεν προβλέπει κανένα συγκεκριμένο και ειδικό προληπτικό μέτρο προστασίας, αλλά αρκείται στη γενική αναφορά σε «συνήθη διαχειριστικά μέτρα», χωρίς να εξειδικεύει τα κατάλληλα για κάθε είδος μέτρα που αποτρέπουν τη βλάβη και την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής και ανάπαυσής τους και χωρίς να αντιστοιχίζει κάθε μέτρο προς τον κίνδυνο που επιχειρεί να αποτρέψει.

 

43. Επειδή, στο Παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (L. 206) αναφέρονται τα ζωικά (σημείο α) και τα φυτικά (σημείο β) είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτούν αυστηρή προστασία, μεταξύ δε των ζώων του Παραρτήματος αυτού περιλαμβάνονται όλα τα είδη κητωδών, η θαλάσσια χελώνα carettacaretta, η πράσινη χελώνα cheloniamydas, η δερματοχελώναdermochelyscoriacea και τα μαλάκια pinnanobilis και centrostephanuslongispinus. Στο άρθρο 12 της οδηγίας ορίζονται τα εξής: “1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπισθεί ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που αναφέρονται στο σημείο α) του παραρτήματος IV, στην περιοχή φυσικής κατανομής τους, που να απαγορεύει: α) κάθε μορφή σύλληψης ή θανάτωσης, εκ προθέσεως, δειγμάτων αυτών των ειδών λαμβανομένων στη φύση· β) να παρενοχλούνται εκ προθέσεως τα εν λόγω είδη, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση· γ) την εκ προθέσεως καταστροφή ή τη συλλογή των αυγών στο φυσικό περιβάλλον· δ) τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης. 2. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την κατοχή, τη μεταφορά, την πώληση, ή την ανταλλαγή και την προσφορά προς πώληση ή ανταλλαγή των δειγμάτων των ειδών που έχουν συλληφθεί στο φυσικό περιβάλλον, ... 3. Οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) και στην παράγραφο 2 εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια της ζωής των ζώων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. 4. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ένα σύστημα συνεχούς παρακολούθησης των τυχαίων συλλήψεων ή θανατώσεων των ειδών της πανίδας που απαριθμούνται στο σημείο α) του παραρτήματος IV. Βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώνονται, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τις απαιτούμενες περαιτέρω έρευνες ή μέτρα διατήρησης ώστε να διασφαλισθεί ότι οι τυχαίες συλλήψεις ή θανατώσεις δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα εν λόγω είδη”.

 

44. Επειδή, εξάλλου, με την οδηγία 2009/147/ΕΚ (L. 20/2010) σκοπείται η διατήρηση, προστασία, διαχείριση και ρύθμιση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση (βλ. άρθρο 1). Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας, “1. … τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί για όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 είδη πτηνών επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων. 2. Η διαφύλαξη, η συντήρηση και η αποκατάσταση των βιοτόπων και των οικοτόπων περιλαμβάνουν προπάντων τα ακόλουθα μέτρα: α) δημιουργία ζωνών προστασίας· β) συντήρηση και διευθέτηση σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις των οικοτόπων που βρίσκονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ζωνών προστασίας· γ) αποκατάσταση των κατεστραμμένων βιοτόπων· δ) δημιουργία βιοτόπων”. Στο άρθρο 4 της αυτής οδηγίας περιλαμβάνονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις: “1. Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη: α) τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση· β) τα είδη που είναι ευπαθή σε ορισμένες μεταβολές των οικοτόπων τους· γ) τα είδη που θεωρούνται σπάνια διότι οι πληθυσμοί τους είναι μικροί ή η τοπική τους εξάπλωση περιορισμένη· δ) άλλα είδη που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής, λόγω ιδιοτυπίας του οικοτόπου τους. Για να πραγματοποιηθούν οι εκτιμήσεις θα ληφθούν υπόψη οι τάσεις και οι μεταβολές των επιπέδων του πληθυσμού. Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία. 2. Ανάλογα μέτρα υιοθετούνται από τα κράτη μέλη για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα I, των οποίων η έλευση είναι τακτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία, όσον αφορά τις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος και διαχειμάσεως, και τις ζώνες όπου βρίσκονται οι σταθμοί κατά μήκος των οδών αποδημίας. Για τον σκοπό αυτό τα κράτη μέλη αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των υγροτόπων, και ιδίως όσων έχουν διεθνή σπουδαιότητα. 3. … 4. Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγουν, στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, τη ρύπανση ή την υποβάθμιση των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν, επίσης, να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας”. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ, “Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση: α) του εκ προθέσεως φόνου ή συλλήψεως πτηνών με οιονδήποτε τρόπο· β) της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών και της αφαιρέσεως των φωλιών· γ) της συλλογής των αυγών στη φύση και της κατοχής τους, έστω και κενών· δ) της σκόπιμης ενόχλησης των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, όταν αυτή έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς σκοπούς της παρούσας οδηγίας· ε) της κατοχής των ειδών πτηνών, των οποίων απαγορεύεται η θήρα και η σύλληψη”. Στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 2009/147/ΕΚ αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα είδη calonectrisdiomedea, phalacrocoraxaristotelisdesmarestii, gypaetusbarbatus, neophronpercnopterus, aquilachrysaetos, hieraaetusfasciatus, falcoeleonorae και larusaudouinii.

 

45. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη προβαίνει στην περιβαλλοντική έγκριση του επίμαχου προγράμματος και προβλέπει τις γενικές κατευθύνσεις και τα μέτρα που απαιτούνται για την αποτροπή ή τον περιορισμό των συνεπειών του σε στρατηγικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πολλά μέτρα που συντείνουν στην αποτροπή της ενόχλησης ή βλάβης προστατευόμενων ειδών [βλ. ανωτέρω, σκ. 40 - 41]. Για την προστασία των κητωδών, που αποτελούν τα κύρια είδη προστασίας της περιοχής αυτής της Μεσογείου και μνημονεύονται και στο Παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η προσβαλλόμενη θεσπίζει μέτρα και κατευθύνσεις για το υποστάδιο των σεισμικών ερευνών, τα οποία αφορούν τον έλεγχο της στάθμης θορύβου βάσης της περιοχής, τη βαθμιαία αύξηση της ακουστικής ισχύος, τη χρήση εξοπλισμού με την ελάχιστη απαραίτητη ακουστική ισχύ, για να μην προκληθεί τραύμα ή αλλαγή στη συμπεριφορά των ειδών, το σχεδιασμό και την επιλογή της πυκνότητας του πλέγματος της έρευνας ώστε οι γραμμές να συναντώνται κατ’ ελάχιστο με τις υποθαλάσσιες τάφρους και κατά τρόπον ώστε κάθε πιθανή όχληση στα είδη της περιοχής να είναι προσωρινή και μη συστηματική, την προτίμηση της χειμερινής περιόδου και όχι της περιόδου αναπαραγωγής τους, την εξειδίκευση, δια του ΠΣΔ, κατάλληλων “χρονικ[ών] και χωρικ[ών] παραμέτρ[ων]”, κατόπιν συνεργασίας με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΝ και τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, και εν γένει την “ανταπόκριση σε δεσμεύσεις και κατευθύνσεις διακρατικών συμβάσεων που έχει συνυπογράψει η Ελλάδα, όπως ιδίως η ACCOBAMS” [βλ. αναλυτικά ανωτέρω, σκ. 10]. Επίσης, στη ΣΜΠΕ του επίδικου προγράμματος προβλέπεται η χρήση συστημάτων “φυλακών χελωνών” στα σεισμικά σκάφη, για την αποφυγή του κινδύνου παγίδευσης θαλάσσιων χελωνών. Ως προς την προστατευόμενη ορνιθοπανίδα, η ΣΜΠΕ προβλέπει μετριασμό της φωταγώγησης κατά τις, χρονικά προσδιοριζόμενες, μεταναστευτικές περιόδουςσημαντικών ειδών, όπως του ασπροπάρη και του μαυροπετρίτη (σελ. 8-117), αναφέρεται στα θαλασσοπούλια (8-115) και παραθέτει τεχνικές διαχείρισης του φωτισμού στην πλατφόρμα εξόρυξης, όπως είναι ο περιορισμός της διάχυσης και η προσαρμογή του μήκους κύματος του φωτός κατά τρόπον ώστε να γίνεται λιγότερο αντιληπτό από τα πτηνά, η επιλεκτική και όχι συνεχόμενη χρήση του και η χρήση αναλαμπόντων φανών (8-22). Περαιτέρω, στη ΣΜΠΕ και στην προσβαλλόμενη περιλαμβάνονται μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος από τη ρύπανση και τα ατυχήματα και μέτρα ασφαλείας, μέσω των οποίων προστατεύονται και τα είδη του Παραρτήματος IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και τα πτηνά της οδηγίας 2009/147/ΕΚ. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στη ΣΜΠΕ και στην προσβαλλόμενη πράξη προβλέπονται ειδικά μέτρα προστασίας των ειδών των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ, ενώ, κατά τα λοιπά, απαραδέκτως αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης ως προς την καταλληλότητα, προσφορότητα και επάρκεια των μέτρων αυτών. Εξάλλου, όπως παρατήρησε και η Δ/νση Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κρήτης κατά τη διαβούλευση (σκ. 7, υπό στ), τα προτεινόμενα μέτρα δεν μπορούν, κατά τα λοιπά, να είναι περισσότερο εξειδικευμένα στο στάδιο της ΣΜΠΕ, όταν είναι άγνωστη η τοποθεσία των έργων και η τεχνολογία που θα προκριθεί για την εξόρυξη. Οίκοθεν νοείται ότι, κατά το στάδιο των ΜΠΕ και των ΑΕΠΟ που ενδεχομένως θα επακολουθήσουν [για τα έργα των γεωτρήσεων κ.λπ.], η Διοίκηση θα εξετάσει, σε συνάρτηση και με το κανονιστικό καθεστώς προστασίας οικοτόπων και ειδών που θα ισχύει κατά το χρόνο εκείνο (πρβλ. απόφαση ΔΕΕ C-849/19), αν απαιτείται η λήψη επιπλέον ή περισσότερο εξειδικευμένων μέτρων, προκειμένου να αποτραπεί η μονιμότερη όχληση στα κητώδη και στα λοιπά προστατευόμενα είδη. Τέλος, ο λόγος κατά τον οποίον η ΣΜΠΕ αγνοεί 20 επιπλέον είδη πτηνών πέραν αυτών που καταγράφει, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει την ουσιαστική εκτίμηση των μελετητών ως προς τα επηρεαζόμενα από το πρόγραμμα είδη, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου και κατ΄ επίκληση στοιχείου [κριτικής επισκόπησης της ΣΜΠΕ, όπου αναφέρονται και άλλα είδη του Παρ. Ι της οδηγίας για τα πτηνά ως παρατηρούμενα πλησίον των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών] που δεν είχε υποβληθεί στη διαβούλευση, αλλά προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι.

 

46. Επειδή, περαιτέρω, με το ν. 855/1978 (Α΄ 235) κυρώθηκε η, υπογραφείσα στις 16.2.1967 στη Βαρκελώνη, Διεθνής Σύμβαση “περί προστασίας τηςΜεσογείου Θαλάσσης εκ της ρυπάνσεως”, στην οποία έχουν προσχωρήσει οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δυνάμει της απόφασης 77/585/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L. 240), με αποτέλεσμα η εν λόγω Διεθνής Σύμβαση να αποτελεί μέρος του ενωσιακού δικαίου (ΣτΕ 850/2021 κ.α.). Στη συνέχεια, με την απόφαση 2013/5/ΕΕ της 17ης Δεκεμβρίου 2012 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (L 4/ 9.1.2013) εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η προσχώρηση στο Πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου από τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του. Στο άρθρο 21 του εν λόγω Πρωτοκόλλου, υπό τον τίτλο “Ειδικά προστατευόμενες περιοχές”, ορίζεται ειδικότερα ότι: “Για την προστασία των περιοχών που καθορίζονται στο πρωτόκολλο για τις ειδικά προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου, καθώς και κάθε άλλης περιοχής που καθορίζεται από Μέρος, και για την προώθηση των στόχων που ορίζει το πρωτόκολλο αυτό, τα Μέρη λαμβάνουν, μονομερώς ή μέσω διμερούς ή πολυμερούς συνεργασίας, ειδικά μέτρα για την πρόληψη, τη μείωση, την καταπολέμηση και τον έλεγχο της ρύπανσης από δραστηριότητες στις περιοχές αυτές. Επιπλέον των μέτρων που προβλέπονται στο πρωτόκολλο για τις ειδικά προστατευόμενες περιοχές τις Μεσογείου για την αδειοδότηση, στα ανωτέρω μέτρα είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων: α) Ειδικοί περιορισμοί ή όροι, επιβαλλόμενοι κατά την αδειοδότηση που αφορά τις συγκεκριμένες περιοχές: i) Διενέργεια και εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων· ii) Θέσπιση ειδικών διατάξεων για την παρακολούθηση, την απομάκρυνση εγκαταστάσεων και την απαγόρευση κάθε απόρριψης στις περιοχές αυτές· β) Εντατικότερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης, των αρμοδίων αρχών, των μερών και του Οργανισμού σχετικά με θέματα που ενδέχεται να επηρεάσουν τις εν λόγω περιοχές”.

 

47. Eπειδή, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει το ως άνω άρθρο 21 του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Βαρκελώνης και την υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει ειδικά προληπτικά μέτρα προστασίας από δραστηριότητες εξερεύνησης και εκμετάλλευσης του θαλάσσιου βυθού της Μεσογείου, όπως η κρινόμενη. Ωστόσο, η Διοίκηση προέβη στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επίδικου προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και προέβλεψε μέτρα με σκοπό την πρόληψη, τη μείωση, την καταπολέμηση και τον έλεγχο της ρύπανσης από τις δραστηριότητες του προγράμματος. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στην υποχρέωση τήρησης ν. 4409/2016 για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών, στην εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης και εκθέσεων μεγάλων κινδύνων, στην πρόβλεψη σύνταξης ειδικών μελετών για τη σεισμικότητα και τους γεωκινδύνους πριν από την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων, στην πρόβλεψη για συστήματα ασφαλείας, λεπτομερή υπολογιστικά ομοιώματα διασποράς [για την περίπτωση διαρροής], κατάλληλο εξοπλισμό, μεθόδους, υλικά και προσωπικό, στην υποχρέωση εφαρμογής των διεθνών βέλτιστων πρακτικών στον τομέα των υδρογονανθράκων και επιλογής της καλύτερης δυνατής για το περιβάλλον λύσης, στην πρόβλεψη γεωτρητικών πλοίων με δυναμικό προσδιορισμό θέσης [προς μετριασμό των συνεπειών της παλιρροϊκής κίνησης ή του ανέμου], ζωνών αποκλεισμού γύρω από την πλατφόρμα εξόρυξης, προστατευτικών αναχωμάτων, πλοίων διπλού κύτους για τη μεταφορά καυσίμων, δεξαμενών συγκεκριμένου τύπου, χρήσης χημικών ουσιών χαμηλού κινδύνου, στην αποφυγή εξαερώσεων φυσικού αερίου κατά την παραγωγή, επεξεργασία και ανάλυση εκροών νερού, στην πρόβλεψη συστήματος αποτροπής εκρήξεων, παρακολούθησης πίεσης φρέατος, βαλβίδων στραγγαλισμού και αποκοπής της ροής, ώστε να συγκρατηθεί η εκροή αν η σωλήνωση σπάσει ή παρουσιάσει διαρροή, βαλβίδων που θα επιτρέψουν τη διακοπή της ροής μέσω τηλεχειρισμού, συστήματος σχεδιασμού άκρης πυρσού καύσης βάσει ΒΔΤ, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου που εκλύονται από το πεδίο εξόρυξης και οι επιπτώσεις στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, συστημάτων εντοπισμού διαρροών και προγράμματος συντήρησης και επιδιόρθωσης εξοπλισμού, διαδικασιών ανύψωσης εξοπλισμού μεγάλου βάρους, στην πρόβλεψη των χαρακτηριστικών της διατρητικής ιλύος και του τρόπου διάθεσης των αποβλήτων της γεώτρησης και των θρυμμάτων της, στην απαγόρευση απόρριψης άλλων υλικών ή ουσιών, στη σύνταξη σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων και υδατικών πόρων και στον καθορισμό προγράμματος παρακολούθησης, τα μέτρα δε αυτά θα εξειδικευθούν έτι περαιτέρω στις ΜΠΕ και τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των επομένων σταδίων. Εξάλλου, στο Κεφ. Β.ΙΙ.2 της προσβαλλόμενης πράξης μνημονεύεται ειδικώς το Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Βαρκελώνης, ως ληπτέο υπόψη κατά το στάδιο του λεπτομερούς σχεδιασμού της γεώτρησης [βλ. όρο 13], και παρέχονται κατευθύνσεις που θα συγκεκριμενοποιηθούν στο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των γεωτρήσεων, ώστε να διασφαλισθεί η ικανοποιητική λειτουργία του συστήματος και να αποτραπεί η πιθανότητα ρύπανσης και ατυχήματος με επίπτωση στο περιβάλλον (βλ. όρους 13.1 έως 13.5, ανωτέρω, σκ. 10). Επομένως, ο λόγος περί παράβασης της ως άνω διάταξης του Πρωτοκόλλου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

48. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι το προβλεπόμενο στην προσβαλλόμενη πράξη σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων του προγράμματος δεν πληροί τις αναγκαίες εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 της οδηγίας 2013/30/ΕΕ και 8 του ν. 4409/2016 για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, διότι η “Μονάδα Περιβάλλοντος” που προβλέπεται ως αρμόδια αρχή για το σχεδιασμό και τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος παρακολούθησης δεν συνιστά “Αρχή”, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, και διότι, επιπλέον, στην εν λόγω Μονάδα ανατίθενται ελεγκτικές αρμοδιότητες, παρά το ότι αποτελεί όργανο του ελεγχόμενου – αναδόχου.

 

49. Επειδή, με την οδηγία 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 2013 “για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/53/ΕΚ” (L. 178) θεσπίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων (άρθρο 1). Στο προοίμιο της οδηγίας αναφέρεται ότι στόχος της “είναι να μειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα σοβαρά ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και να περιοριστούν οι συνέπειές τους, ώστε να βελτιωθεί η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων οικονομιών από τη ρύπανση, να καθοριστούν ελάχιστες προϋποθέσεις για την υπεράκτια εξερεύνηση και εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, να περιοριστούν τα πιθανά προβλήματα στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας της Ένωσης και να βελτιωθούν οι μηχανισμοί αντίδρασης σε περίπτωση ατυχήματος”, διαπιστώνεται ότι τα σοβαρά ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι πιθανόν να έχουν καταστρεπτικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες στο περιβάλλον των θαλασσών και των παράκτιων περιοχών και σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στις παράκτιες οικονομίες και αναγνωρίζεται ότι η υπεράκτια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 2, 4 και 8). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας, “Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: 1) … 14) “αρμόδια αρχή” σημαίνει τη δημόσια αρχή που διορίζεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και είναι υπεύθυνη για τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαρτίζεται από έναν ή περισσότερους δημόσιους φορείς. 15) ...”. Στο άρθρο 8 της οδηγίας ρυθμίζονται τα του διορισμού της “αρμόδιας αρχής” ως εξής: “1. Τα κράτη μέλη διορίζουν αρμόδια αρχή στην οποία ανατίθενται [οι] ακόλουθες ρυθμιστικές λειτουργίες: α) εκτίμηση και αποδοχή εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, εκτίμηση κοινοποιήσεων μελέτης και εκτίμηση κοινοποιήσεων εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, καθώς και άλλων παρόμοιων εγγράφων που υποβάλλονται σε αυτήν, β) επίβλεψη της συμμόρφωσης των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, των ερευνών και των μέτρων επιβολής, γ) παροχή συμβουλών σε άλλες αρχές ή φορείς, συμπεριλαμβανομένης της αδειοδοτούσας αρχής, δ) κατάρτιση ετήσιων σχεδίων σύμφωνα με το άρθρο 21, ε) κατάρτιση εκθέσεων, στ) συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές ή με τα σημεία επαφής σύμφωνα με το άρθρο 27. 2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή την ανεξαρτησία και αμεροληψία της αρμόδιας αρχής κατά την άσκηση των ρυθμιστικών της λειτουργιών, ιδίως δε όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ). Ως εκ τούτου, αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ, αφενός, των ρυθμιστικών λειτουργιών της αρμόδιας αρχής και, αφετέρου, των ρυθμιστικών λειτουργιών που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιων φυσικών πόρων και την αδειοδότησηυπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κράτος μέλος και την είσπραξη και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες. 3. Για την επίτευξη των στόχων της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη έχουν την απαίτηση οι ρυθμιστικές λειτουργίες της αρμόδιας αρχής να ασκούνται στο πλαίσιο αρχής ανεξάρτητης από οιαδήποτε λειτουργία του κράτους μέλους που σχετίζεται με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιωνφυσικών πόρων και της αδειοδότησηςυπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός του κράτους μέλους και με τη συλλογή και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες. Ωστόσο, όταν ο συνολικός αριθμός των κανονικά επανδρωμένων εγκαταστάσεων είναι μικρότερος των έξι, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει το πρώτο εδάφιο. Η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει τις κατά την παράγραφο 2 υποχρεώσεις του. 4. … 5. . 5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και χρηματοοικονομικούς πόρους προκειμένου να εκτελεί τα κατά την παρούσα οδηγία καθήκοντά της. Οι εν λόγω πόροι είναι ανάλογοι με την έκταση των υπεράκτιων εργασιών εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κράτος μέλος. 6 … 8. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποτελείται από περισσοτέρους του ενός φορείς, τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την αλληλοεπικάλυψη των ρυθμιστικών λειτουργιών μεταξύ των φορέων. Τα κράτη μέλη μπορούν να διορίζουν επικεφαλής έναν από τους φορείς που απαρτίζουν την αρμόδια αρχή, με την ευθύνη να συντονίζει τις κατά την παρούσα οδηγία ρυθμιστικές λειτουργίες και να λογοδοτεί στην Επιτροπή. 9. Τα κράτη μέλη αναθεωρούν τις δραστηριότητες της αρμόδιας αρχής και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της στην εκτέλεση των ρυθμιστικών λειτουργιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1”. Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας, “Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή: α) δρα ανεξάρτητα από πολιτικές, κανονιστικές αποφάσεις ή άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με τα καθήκοντά της κατά την παρούσα οδηγία, β) καθιστά σαφή την έκταση των ευθυνών της και των ευθυνών του φορέα εκμετάλλευσης και του ιδιοκτήτη για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, γ) θεσπίζει πολιτική, μέθοδο και διαδικασίες για την ενδελεχή εκτίμηση των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων και των κοινοποιήσεων που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11, καθώς και για την επίβλεψη συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία εντός της δικαιοδοσίας του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων δράσεων επιθεώρησης, διερεύνησης και επιβολής, δ) ενημερώνει τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες σχετικά με την πολιτική, τη μέθοδο και τις διαδικασίες σύμφωνα με το στοιχείο γ) και θέτει στη διάθεση του κοινού συνοπτικές παρουσιάσεις τους, ε) όπου κρίνεται απαραίτητο, θεσπίζει και εφαρμόζει συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες με άλλες αρχές στο κράτος μέλος για την εκτέλεση των καθηκόντων κατά την παρούσα οδηγία, και στ) βασίζει την πολιτική, την οργάνωση και τις επιχειρησιακές διαδικασίες της στις αρχές που ορίζονται στο παράρτημα III”. Στη συνέχεια, στην εν λόγω οδηγία καθορίζονται τα έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται προς την αρμόδια αρχή για την εκτέλεση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου (άρθρο 11), στα οποία περιλαμβάνονται η “έκθεση περί μεγάλων κινδύνων” που αφορά παραγωγική ή μη παραγωγική εγκατάσταση (άρθρα 12 και 13), το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης (άρθρα 14 και 28) και η κοινοποίηση σχετικά με εργασίες γεωτρήσεων και άλλες πληροφορίες (άρθρο 15). Για τη μεταφορά της οδηγίας 2013/30/ΕΕ στην ελληνική έννομη τάξη δημοσιεύθηκε ο ν. 4409/2016 “Πλαίσιο για την ασφάλεια στις υπεράκτιεςεργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/30/ΕΕ, τροποποίηση του [π].δ. 148/2009 και άλλες διατάξεις” (Α΄ 136). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου αυτού [“Σκοπός και πεδίο εφαρμογής (Άρθρο 1 της Οδηγίας 2013/30/ΕΕ)”] ορίζεται ότι: “1. Σκοπός του παρόντος Νόμου (άρθρα 1-35) είναι ο καθορισμός του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου για την ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, η συμπλήρωση των ισχυουσών ρυθμίσεων των Νόμων 2289/1995 (Α΄27) και Ν. 4001/2011 (Α΄179) για την αναζήτηση, την έρευνα και την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, ο καθορισμός των ελάχιστων απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων από υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων καθώς και ο περιορισμός των συνεπειών τους, σε εναρμόνιση και προς την Οδηγία 2013/30/ΕΕ … (ΕΕ L 178 της 28.6.2013). 2. … 3. Από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν θίγεται η ισχύς: α) ... γ) της κοινής υπουργικής απόφασης ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/2006 «Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001» (Β΄ 1225), δ) …”. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του νόμου ορίζεται ότι “Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 1. .. 11. “Αρμόδια Αρχή” σημαίνει τη δημόσια αρχή που ορίζεται και ασκεί αρμοδιότητες κατά τον παρόντα Νόμο. 12. … ” και, στο άρθρο 8 [“Ορισμός της Αρμόδιας Αρχής – εξουσιοδοτήσεις (Άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/30/ΕΕ)”], ότι: “1. Στην Αρμόδια Αρχή ανατίθενται οι ακόλουθες ρυθμιστικές λειτουργίες: α) Η αξιολόγηση και η αποδοχή εκθέσεων μεγάλων κινδύνων, η αξιολόγηση κοινοποιήσεων μελετών σχεδιασμού, καθώς και κοινοποιήσεων εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, όπως και συναφών εγγράφων που υποβάλλονται σε αυτήν κατά το άρθρο 11, β) η επίβλεψη της συμμόρφωσης των διαχειριστών και των ιδιοκτητών Μ.Π.Εγκ. [Μη Παραγωγικής Εγκατάστασης] με τον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων της διενέργειας επιθεωρήσεων, της διερεύνησης συμβάντων και των μέτρων επιβολής, γ) η παροχή συμβουλών σε άλλες αρχές ή φορείς, συμπεριλαμβανομένης της Αδειοδοτούσας Αρχής, δ) η κατάρτιση ετήσιων σχεδίων, σύμφωνα με το άρθρο 21, ε) η σύνταξη εκθέσεων και αναφορών, στ) η συνεργασία με αντίστοιχες αρμόδιες αρχές και φορείς άλλων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 27, ζ) η εισήγηση για την έκδοση κανονισμών ασφαλείας και για τη θέσπιση προτύπων και οδηγιών. 2. Τα όργανα της Αρμόδιας Αρχής οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους, και ιδίως τις αρμοδιότητες που ορίζονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία. 3. Η Αρμόδια Αρχή ασκεί τις ως άνω αρμοδιότητες χωρίς να εμπλέκεται σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, συναρτώμενη με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιων φυσικών πόρων, την αδειοδότησηυπεράκτιων εργασιών υδρογονανθράκων και τη συλλογή και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειαςoρίζεται η Αρμόδια Αρχή, ρυθμίζονται τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διοίκηση, τη στελέχωση και τη λειτουργία της, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα και με το Παράρτημα 3. 4. Τα κατά τον παρόντα Νόμο καθήκοντα της Αρμόδιας Αρχής ασκούνται από την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) ΑΕ (άρθρα 145–153 του Ν. 4001/2011), μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 3 και εφόσον οι εγκαταστάσεις υπεράκτιων εργασιών που δραστηριοποιούνται στη χώρα είναι λιγότερες από έξι. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας συμπληρώνεται ο κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας και διαχείρισης της ΕΔΕΥ ΑΕ (υπουργική απόφαση 6854/15.2.2016, Β΄ 491) και ρυθμίζονται θέματα εφαρμογής και λειτουργίας κατά την ανωτέρω μεταβατική περίοδο. 5. … 6. Η Αρμόδια Αρχή διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και χρηματοοικονομικούς πόρους, προκειμένου να εκτελεί τα κατά τον παρόντα Νόμο καθήκοντά της. 7. Για την παροχή εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης προς υποστήριξη της Αρμόδιας Αρχής κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της, είναι δυνατή η σύναψη τυπικών συμφωνιών με Οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλους κατάλληλους φορείς, κατά περίπτωση. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, φορέας δεν θεωρείται κατάλληλος, εφόσον η αντικειμενικότητά του μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω σύγκρουσης συμφερόντων. 8. …”. Κατά το άρθρο 9, “Η Αρμόδια Αρχή: α) Δρα ανεξάρτητα από πολιτικές, από ρυθμιστικές αποφάσεις ή από άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με τα καθήκοντά της κατά τον παρόντα Νόμο, β) καθιστά σαφή τα όρια των ευθυνών της σε σχέση με τις ευθύνες του διαχειριστή και του ιδιοκτήτη Μ.Π.Εγκ., δυνάμει του παρόντος Νόμου, για τον έλεγχο της διακινδύνευσης σοβαρού ατυχήματος, γ) θεσπίζει πολιτική, μεθοδολογία και διαδικασίες για την ενδελεχή αξιολόγηση των εκθέσεων μεγάλων κινδύνων και των κοινοποιήσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11, καθώς και για την επίβλεψη της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας επιθεωρήσεων, της διερεύνησης συμβάντων και των μέτρων επιβολής, δ) ενημερώνει τους διαχειριστές και τους ιδιοκτήτες Μ.Π.Εγκ. σχετικά με την πολιτική, τη μέθοδο και τις διαδικασίες σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ και θέτει στη διάθεση του κοινού συνοπτικές παρουσιάσεις τους, ε) όπου κρίνεται απαραίτητο, θεσπίζει και εφαρμόζει συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες με αρχές και υπηρεσίες για την κατά τον παρόντα Νόμο άσκηση αρμοδιοτήτων της, και στ) βασίζει την πολιτική, την οργάνωση και τις διαδικασίες λειτουργίας της στις αρχές που ορίζονται στο Παράρτημα 3 του παρόντος Νόμου”. Τέλος, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου καθορίζονται τα έγγραφα που ο διαχειριστής ή ο ιδιοκτήτης Μ.Π.Εγκ. [Μη Παραγωγικής Εγκατάστασης] υποβάλλει στην αρμόδια αρχή, στα οποία περιλαμβάνονται η έκθεση μεγάλων κινδύνων (άρθρα 12 και 13), το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (άρθρα 14 και 28) και η κοινοποίηση σχετικά με εργασίες γεωτρήσεων (άρθρο 15), ενώ στο άρθρο 32 του αυτού νόμου καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία επιβολής διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για κάθε παράβαση των διατάξεων του νόμου.

 

50. Επειδή, εν προκειμένω, στο υποκεφάλαιο Β.ΙΙ.1. της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπεται ότι “η ολοκληρωμένη μέριμνα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στο περιβάλλον κάθε περιοχής θα πρέπει να ανατεθεί σε διακριτή Μονάδα Περιβάλλοντος. Η Μονάδα αυτή θα οργανωθεί και θα λειτουργεί με αποκλειστική ευθύνη του φορέα στον οποίο θα έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων της περιοχής, ενώ θα επιβλέπεται από την αρχή σχεδιασμού” [δηλαδή την παρεμβαίνουσα] (παρ. 1). Σύμφωνα με την παρ. 2 του αυτού υποκεφαλαίου της προσβαλλόμενης, “Η ως άνω Μονάδα Περιβάλλοντος, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι: 2.1. Διαθέτει τις ευθύνες και αρμοδιότητες (περιλαμβανόμενης της θέσης της στο οργανόγραμμα) που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική παρέμβαση κατά το στάδιο του σχεδιασμού, της υλοποίησης και της λειτουργίας κάθε έργου που θα προκύψει στο πλαίσιο του προγράμματος, καθώς και στις επακόλουθες φάσεις ολοκλήρωσης ή αποχώρησης. 2.2. Προσανατολίζεται σε καθήκοντα περιβάλλοντος, τα οποία μπορούν να συνδυάζονται μόνο με θέματα ασφάλειας και υγιεινής, διατηρώντας πάντως τη συγκεκριμένη μονάδα ανεξάρτητη από άλλες μονάδες του οργανογράμματος που προσανατολίζονται σε καθήκοντα τεχνικού ή οικονομικού χαρακτήρα. 2.3. Στελεχώνεται με επαρκές σε πλήθος και κατάρτιση προσωπικό. 2.4. Διαθέτει τις υποδομές και τους πόρους που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική λειτουργία της. 2.5. Ενημερώνεται διαρκώς αναφορικά με τις τεχνολογίες αιχμής που αναπτύσσονται ή εφαρμόζονται διεθνώς σε θέματα περιβάλλοντος του τομέα έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων. 3. Η Μονάδα Περιβάλλοντος θα αποτελεί το σύνδεσμο επί όλων των περιβαλλοντικών θεμάτων με τις τοπικές κοινωνίες, με τα σχετικά με τους υδρογονάνθρακες και το περιβάλλον παρατηρητήρια και με τις αρμόδιες υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης”. Περαιτέρω, στο κεφάλαιο Γ΄ της προσβαλλόμενης προβλέπεται σύστημα παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του προγράμματος, το οποίο σχεδιάζεται από την προαναφερθείσα Μονάδα Περιβάλλοντος και γνωστοποιείται στην αρχή σχεδιασμού (παρ. 3), και ορίζεται ότι η παρακολούθηση θα διεξάγεται με ευθύνη της προπεριγραφείσηςΜονάδας Περιβάλλοντος (παρ. 2). Στο αυτό, εξάλλου, Κεφάλαιο προβλέπονται οι κύριες παράμετροι που πρέπει να καταγράφονται με αντιπροσωπευτικές δειγματοληψίες στην ευρύτερη περιοχή επιρροής των εργασιών και ορίζεται ότι, στην άμεση περιοχή, η παρακολούθηση αφορά “επιπροσθέτως ... μεγέθη και δείκτες που αφορούν: - την εφαρμογή των περιβαλλοντικών όρων που θα έχουν εγκριθεί για κάθε επιμέρους έργο, - την τήρηση των διαδικασιών ασφάλειας που αφορούν σε πρόληψη ατυχήματος με επίπτωση στο περιβάλλον” (υποπαρ. 1.2 και 1.3). Ορίζεται συναφώς ότι η συλλογή και επεξεργασία των στοιχείων για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων διεξάγεται σε ετήσια βάση και ότι κατά “τη διάρκεια του έτους θα πρέπει να συλλέγονται στοιχεία σε τακτικότερη βάση, ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτύπωση τάσεων με συντομότερη χρονική εξέλιξη” (υποπαρ. 1.6). Τέλος, ορίζεται ότι “τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ... συγκροτούνται σε ετήσια έκθεση, στην οποία … θα διατυπώνονται προτάσεις για τις ενδεχομένως απαιτούμενες διορθωτικές ενέργειες”, ότι η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται σε ιστοσελίδα της Μονάδας Περιβάλλοντος και ότι παρέχεται η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κοινό να εκφράσει τις απόψεις του επ΄ αυτής (παρ. 5).

 

51. Επειδή, η ως άνω Μονάδα Περιβάλλοντος δεν ορίζεται στην προσβαλλόμενη πράξη ως “αρμόδια αρχή” κατά την έννοια των άρθρων 8 της οδηγίας 2013/30/ΕΕ και 8 του ν. 4409/2016 ούτε της ανατίθενται αρμοδιότητες σε σχέση με την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (π.χ. εκτίμηση εκθέσεων μεγάλων κινδύνων κ.ο.κ.) και, κατόπιν αυτού, αβασίμως προβάλλεται, ως πλημμέλεια των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης που αφορούν την εν λόγω Μονάδα, παράβαση των διατάξεων αυτών της οδηγίας και του νόμου. Περαιτέρω, στη Μονάδα αυτή δεν ανατίθενται, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν τα αιτούντα, ελεγκτικές αρμοδιότητες περιβαλλοντικού περιεχομένου, αλλά η “μέριμνα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων” του προγράμματος στο περιβάλλον, ο σχεδιασμός του προγράμματος παρακολούθησης των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η διεξαγωγή της περιβαλλοντικής παρακολούθησης στην άμεση και στην ευρύτερη περιοχή εκτέλεσης των εργασιών, επιπλέον δε, στην προσβαλλόμενη πράξη προβλέπεται ότι τα αποτελέσματα της παρακολούθησης δημοσιοποιούνται, υπό τη μορφή ετήσιας έκθεσης, στην ιστοσελίδα της εν λόγω Μονάδας Περιβάλλοντος, και ότι παρέχεται η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κοινό να εκφράσει τις απόψεις του επί των διαπιστώσεων και παρατηρήσεων αυτής. Οίκοθεν νοείται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι πάγιες διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που θεσπίζουν υποχρέωση κρατικού ελέγχου κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών του προγράμματος και προβλέπουν ειδικότερα : Ι/ ότι “η αρμόδια αρχή και οι αρμόδιες ελεγκτικές περιβαλλοντικές αρχές σε κεντρικό, περιφερειακό και νομαρχιακό επίπεδο ελέγχουν την τήρηση των όρων και κατευθύνσεων που τίθενται στην απόφαση έγκρισης της Σ.Μ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος” [βλ. άρθρο 9 της ΚΥΑ ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006, η ισχύς της οποίας δεν εθίγη από το ν. 4409/2016, κατά ρητή πρόβλεψη του προπαρατεθέντος άρθρου 1 παρ. 3 περ. γ΄ του τελευταίου αυτού νόμου] και ΙΙ/ ότι “κάθε έργο ή δραστηριότητα κατηγορίας Α΄ ή Β΄ υπόκειται σε προληπτικές και τακτικές ή έκτακτες επιθεωρήσεις για τον έλεγχο της τήρησης των ΑΕΠΟ ή ΠΠΔ και της εν γένει περιβαλλοντικής νομοθεσίας”, ότι “αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων είναι: (α) η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος … για κάθε περίπτωση διενέργειας περιβαλλοντικής επιθεώρησης, (β) η αδειοδοτούσα αρχή για τις προληπτικές επιθεωρήσεις, κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, … (γ) οι αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Περιφερειών σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητας τους, … (δ) τα Κλιμάκια Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητας τους, … (ε) οι Περιβαλλοντικοί Ελεγκτές”, ότι όλα τα έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Α΄ εντάσσονται σε σχέδιο περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων που καταρτίζεται από την ΕΥΕΠ και ότι “βάσει των σχεδίων περιβαλλοντικής επιθεώρησης, η ΕΥΕΠ … καταρτίζει προγράμματα τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, ... μετά από συστηματική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών κινδύνων, με βάση τα ακόλουθα τουλάχιστον κριτήρια: (αα) τις πιθανές και πραγματικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη … την ευαισθησία του τοπικού περιβάλλοντος και τον κίνδυνο ατυχημάτων” [άρθρο 20 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209), όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης]. Σε κάθε περίπτωση, όπως προβλέπεται στην προσβαλλόμενη πράξη, η Μονάδα Περιβάλλοντος είναι “διακριτή” και “ανεξάρτητη από άλλες μονάδες του οργανογράμματος [του φορέα στον οποίο παραχωρείται το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων] που προσανατολίζονται σε καθήκοντα τεχνικού ή οικονομικού χαρακτήρα”, στελεχώνεται με επαρκές προσωπικό ειδικής κατάρτισης και διεξάγει την παρακολούθηση στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών και στα λοιπά σημεία όπου επιβάλλεται η παρακολούθηση περιβαλλοντικών παραμέτρων, κατά τρόπον ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα ανεξάρτητης και αποτελεσματικής, εκ μέρους των μελών της, παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του προγράμματος. Κατά συνέπεια, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι, όπως εκτέθηκαν στη σκ. 48, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

 

 

   Για να δείτε  το σύνολο της απόφασης,  όπως δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Συμβουλίου της Επικρατείας   www.adjustice.gr πατήστε εδώ