Αντιπροσωπευτικές  αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.Νόμος υπ.αριθμ 5019/ 2023 (ΦΕΚ Α΄ 27/ 14-2-2023).Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου .

 

      Με το  νόμο  υπ.αριθμ  υπ.αριθμ. 5019 « Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές  αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας  των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις» ρυθμίζεται το θέμα των αντιπροσωπευτικών σγωγών με την ενσωμάτωση την  ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 και την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ

      Σύμφωνα με τα ειδικότερα περιλαμβανόμενα στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων [ Για να δείτε το κείμενο της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων , όπως δημοσιεύθηκε στο www. hellenicparliament. gr ,  πατήστε εδώ και την αιτιολογική έκθεση πατήστε εδώ ]:

 

  «…. Το υπό συζήτηση και ψήφιση νοµοσχέδιο, όπως το επεξεργάσθηκε η Διαρκής Επιτροπή Παραγωγής και Εµπορίου, διαρθρώνεται σε έξι Μέρη (Α΄- ΣΤ΄) και αποτελείται από ογδόντα οκτώ (88) άρθρα.

Με το Μέρος Α΄ (άρθρα 1-12), το οποίο διαρθρώνεται σε δύο Κεφάλαια (Α΄-Β΄), ενσωµατώνεται στην ελληνική έννοµη τάξη η Οδηγία 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 25ης Νοεµβρίου 2020 «σχετικά µε τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών και την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ» (L 409) και καταργείται το άρθρο 10 ν. 2251/1994 για τις συλλογικές αγωγές.

   Σύµφωνα µε το άρθρο 4 του νοµοσχεδίου, αντιπροσωπευτική αγωγή είναι «η αγωγή για την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών, η οποία ασκείται από νοµιµοποιούµενο φορέα, ως ενάγοντα εξ ονόµατος καταναλωτών, µε σκοπό τη λήψη µέτρων για την παύση ή την απαγόρευση παράνοµης συµπεριφοράς των προµηθευτών ή µέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης ή αµφοτέρων, ε) “εγχώρια αντιπροσωπευτική αγωγή”: αντιπροσωπευτική αγωγή που ασκείται στην Ελλάδα από ένωση καταναλωτών που έχει εγγραφεί στο ΜΗ.Ν.Φ.Α.Α. του άρθρου 10δ, στ) “διασυνοριακή αντιπροσωπευτική αγωγή”: αντιπροσωπευτική αγωγή που ασκείται: στα) σε άλλο κράτος µέλος, από ένωση καταναλωτών, που έχει οριστεί στην Ελλάδα ή στβ) στην Ελλάδα, από ένωση καταναλωτών, οργανισµό ή δηµόσιο φορέα που έχει οριστεί σε άλλο κράτος µέλος». Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση, «οι αντιπροσωπευτικές αγωγές θεωρούνται ως ισχυρό, αποδοτικό και αποτελεσµατικό µέτρο προστασίας των καταναλωτών και διόρθωσης αδυναµιών της αγοράς (market failure), ιδίως λόγω του αποτρεπτικού χαρακτήρα τους και της εξοικονόµησης διοικητικών εξόδων (…) Με το Μέρος Α΄(…)επιχειρείται η αντιµετώπιση των αδυναµιών που αναδείχθηκαν µε την Οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, «περί των αγωγών παραλείψεως στον τοµέα της προστασίας των συµφερόντων των καταναλωτών (L 110), ιδίως δε:

α) η πρόβλεψη µόνο αγωγών παραλείψεως και όχι αγωγών αποζηµιώσεως, µε αποτέλεσµα να µην υφίσταται σε όλα τα κράτη µέλη η δυνατότητα άσκησης συλλογικής αγωγής αποζηµίωσης, ή σε όσα κράτη προβλέφθηκε να εµφανίζει διαφοροποιηµένα χαρακτηριστικά, και

β) η παράβλεψη του διασυνοριακού χαρακτήρα των διαφορών και η αναγκαιότητα ενοποίησης των κριτηρίων, τα οποία πρέπει να πληρούν οι καταναλωτικές οργανώσεις, για να µπορέσουν να ασκήσουν συλλογικές αγωγές».

     Ειδικότερα, µε το Κεφάλαιο Α΄ (άρθρα 1 και 2) ορίζονται ο σκοπός και το αντικείµενο του Μέρους Α΄.

       Αντικείµενο του νοµοσχεδίου είναι η επικαιροποίηση του νοµοθετικού πλαισίου για την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών µέσω των αντιπροσωπευτικών αγωγών, µε τον εκσυγχρονισµό του Όγδοου Μέρους του ν. 2251/1994. Με το Κεφάλαιο Β΄ (άρθρα 3-12) τροποποιείται ιδίως το Μέρος Όγδοο του ν. 2251/1994, στο οποίο προστίθενται πέντε Κεφάλαια µε αντικείµενο την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών, µέσω της άσκησης αντιπροσωευτικών αγωγών, µε την ταυτόχρονη θέσπιση ρυθµίσεων για τον περιορισµό τυχόν καταχρηστικής τους άσκησης. Ειδικότερα: Ορίζεται το πεδίο εφαρµογής των ρυθµίσεων του Μέρους Α΄, τίθενται οι αναγκαίοι για την εφαρµογή του ορισµοί (άρθρο 4), ρυθµίζονται θέµατα σύστασης, οργάνωσης, λειτουργίας και δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των Ενώσεων Καταναλωτών και του Μητρώου στο οποίο εντάσσονται και το οποίο τηρείται στη Γενική Γραµµατεία Εµπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης (άρθρο 5), προσδιορίζονται οι νοµιµοποιούµενοι φορείς προς άσκηση εγχώριων ή διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών, µε αίτηµα τη λήψη µέτρων για την παύση και την απαγόρευση παράνοµης συµπεριφοράς προµηθευτών ή τη λήψη µέτρων επανόρθωσης ή/και αποκατάστασης, ορίζονται τρόποι ενηµέρωσης του καταναλωτικού κοινού για αυτούς, εξειδικεύονται τα κριτήρια νοµιµοποίησής τους, ρυθµίζονται δικονοµικά ζητήµατα αναφορικά µε τις αντιπροσωπευτικές αγωγές και ζητήµατα συµβιβασµού των µερών σε αντιπροσωπευτικές αγωγές για µέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, οι οποίοι (συµβιβασµοί), όταν εγκρίνονται από το δικαστήριο, είναι καταρχήν δεσµευτικοί, µετην εξαίρεση της δυνατότητας των µεµονωµένων καταναλωτών να αρνηθούν να δεσµευθούν από αυτούς (άρθρα 6 και 7), και θεσπίζονται κανόνεςγια τη χρηµατοδότηση των αντιπροσωπευτικών αγωγών, την κατανοµή των σχετικών δικαστικών εξόδων και την ενηµέρωση του καταναλωτικού κοινού για αυτές (άρθρο 8).

      Περαιτέρω, παρέχονται εξουσιοδοτήσεις για την εφαρµογή των ανωτέρω (άρθρο 9), θεσπίζονται µεταβατικές διατάξεις (άρθρο10), καταργούνται τα άρθρα 10 και 11 του ν. 2251/1994 αναφορικά µε τις ενώσεις καταναλωτών και τον διακανονισµό καταναλωτικών διαφορών (άρθρο 11), τροποποιείται το προσαρτηµένο στον ν. 2251/1994 Παράρτηµα και προστίθεται Παράρτηµα ΙΙ µε κατάλογο διατάξεων που εισάγουν παραβάσεις προµηθευτών, για τις οποίες µπορούν να ασκηθούν αντιπροσωπευτικές αγωγές, εφόσον βλάπτονται συλλογικά συµφέροντα των καταναλωτών (άρθρο 12).

      Με το Μέρος Β΄ (άρθρα 13-37), το οποίο διαρθρώνεται σε πέντε Κεφάλαια(Α΄-Ε΄), εισάγονται επιµέρους ρυθµίσεις που αφορούν την προστασία του καταναλωτή. Ειδικότερα, µε το Κεφάλαιο Α΄ (άρθρα 13-14) ορίζονται ο σκοπός και το αντικείµενο του Μέρους Β΄ του νοµοσχεδίου. Σκοπός του παρόντος είναι η ενίσχυση της προστασίας του καταναλωτή σε επιµέρους πεδία,ιδίως όσον αφορά τις διαφηµίσεις, τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, τηνπροστασία των ανηλίκων και την εποπτεία της παροχής προϊόντων και υπηρεσιών συµπεριλαµβανοµένου του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Αντικείµενότου, η τροποποίηση των ελεγκτικών, διοικητικών και κυρωτικών διατάξεων, ιδίως του ν. 2251/1994, της διαδικασίας διαχείρισης αναφορών και καταγγελιών και των οριζόµενων ενεργειών συµµόρφωσης.

      Με το Κεφάλαιο Β΄ (άρθρα 15-22) ρυθµίζονται ιδίως ζητήµατα συµµόρφωσης των παρόχων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας µε την υποχρέωση παροχής στους καταναλωτές των πληροφοριών που ορίζει το π.δ. 131/2003, όπως ο αριθµός άδειας άσκησης επαγγέλµατος ή ο αριθµός φορολογικού µητρώου του προµηθευτή, µε σκοπό την αντιµετώπιση της παραοικονοµίας (άρθρο 15), ζητήµατα ενηµέρωσης του Παρατηρητηρίου τιµών «e-katanalotis» από τις υπεραγορές που δραστηριοποιούνται στη λιανική πώληση αγαθών και υπηρεσιών και τα πρατήρια υγρών καυσίµων (άρθρα 16 και 17), θέµατα ωραρίου λειτουργίας εµπορικών καταστηµάτων, συµπεριλαµβανοµένης της λειτουργίας τους τις Κυριακές (άρθρα 18 και 19), επαναφέρεται διάταξη που είχε εκ παραδροµής καταργηθεί για τα τρόφιµα, τα ποτά και άλλα αγαθά τρέχουσας κατανάλωσης και τη µη εφαρµογή επ’ αυτών των άρθρων 3 έως 4 του ν.2251/1994 (άρθρο 20), θεσπίζονται κανόνες για την προστασία των ανήλικων καταναλωτών από την έκθεση σε προϊόντα που µπορεί να οδηγήσουνσε κίνδυνο σεξουαλικής θυµατοποίησης ή εκµετάλλευσης ή σε εθισµό στα τυχερά παίγνια (άρθρο 21) και ρυθµίζονται θέµατα περιορισµού της ευθύνης του πληρωτή για µη εγκεκριµένες πράξεις πληρωµής ("phishing").

     Με το Κεφάλαιο Γ΄ (άρθρα 23-30), µεταξύ άλλων, η Γενική Γραµµατεία Εµπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης ορίζεται ως Αρχή Οργάνωσης, Εποπτείας και Συντονισµού των οικονοµικών δραστηριοτήτων στο πεδίο της προστασίας του καταναλωτή και εξειδικεύονται οι Αρχές Εφαρµογής Εποπτείας και Διαχείρισης των οικονοµικών δραστηριοτήτων στο πεδίο προστασίας του καταναλωτή (άρθρα 23 και 24), ρυθµίζονται θέµατα ελεγκτικών υπηρεσιών των Περιφερειών και διαχείρισης αναφορών, καταγγελιών και ερωτηµάτων καταναλωτών (άρθρο 25-26), καθορίζονται εκ νέου οι εξουσίες έρευνας και επιβολής προστίµων της Γενικής Γραµµατείας Εµπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (άρθρο 27), παρέχεται η δυνατότητα στα αρµόδια όργανα του ως άνω Υπουργείου να λαµβάνουν προσωρινά µέτρα, όταν διαπιστώνουν παράβαση της νοµοθεσίας που ενέχει άµεσο, σοβαρό και επικείµενο κίνδυνο βλάβης σε βάρος των καταναλωτών, θεσπίζονται ειδικά διοικητικά µέτρα και κυρώσεις, ιδίως σε περίπτωση µη συµµόρφωσης του προµηθευτή και µη ύπαρξης άλλων αποτελεσµατικών µέτρων παύσης της παράβασης (άρθρο 28 και 29), και ρυθµίζονται θέµατα παραγραφής παραβάσεων σε βάρος καταναλωτών (άρθρο 30).

Με το Κεφάλαιο Δ΄ (άρθρα 31-36) ρυθµίζονται θέµατα εποπτείας εφαρµογής των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυµάτων κατά τη διαδικασία προδικαστικού συµβιβασµού για τη ρύθµιση οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων (άρθρο 31), θεσπίζονται κυρώσειςγια παραβάσεις που αφορούν την ενηµέρωση των οφειλετών για ληξιπρόθεσµες απαιτήσεις (άρθρο 32), για την παράβαση υποχρεώσεων των εκδοτών ηλεκτρονικού χρήµατος (άρθρο 34) και υποχρεώσεων των παρόχων υπηρεσιών πληρωµών (άρθρο 35), όπως και θέµατα δηµοσιοποίησης των κυρώσεων που επιβάλλονται για την παράβαση των υποχρεώσεων των πιστωτών σε συµβάσεις πίστωσης προς καταναλωτές για ακίνητα τα οποία προορίζονταιγια κατοικία (άρθρο 36). Επίσης, καθορίζονται µέτρα εφαρµογής των Κανονισµών (ΕΕ) 2021/1230 για τις διασυνοριακές πληρωµές και (ΕΕ) 260/2012(άρθρο 33).

   Με το Κεφάλαιο Ε΄ (άρθρο 37) ορίζονται οι καταργούµενες από το Μέρος Β΄ του νοµοσχεδίου διατάξεις…..»

        Ειδικότερα σχετικά με την ενσωμάτωση της  Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 25ης Νοεµβρίου 2020 σχετικά µε τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών (representative actions directive)   στην   Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων  διαλαμβάνονται τα ακόλουθα :

     « …..Α. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, µε το Μέρος Α΄ του νοµοσχεδίου ενσωµατώνονται στην ελληνική έννοµη τάξη οι διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 25ης Νοεµβρίου 2020 σχετικά µε τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασίατων συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών (representative actions directive) και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ (4.12.2020 EE L409/1), µε τις οποίες αντικαταστάθηκε η Οδηγία 2009/22/ΕΚ της 23ης Απριλίου 2009 περί των αγωγών παραλείψεως στον τοµέα της προστασίας των συµφερόντων των καταναλωτών.

    Τα κράτη µέλη θεσπίζουν και δηµοσιεύουν έως την 25η Δεκεµβρίου 2022 τις αναγκαίες νοµοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συµµορφωθούν µε τις ρυθµίσεις της Οδηγίας2020/1828 και τις εφαρµόζουν από την 26η Ιουνίου 2023 (άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α και β της Οδηγίας).

   Συναφώς επισηµαίνονται τα εξής: Ο θεσµός της συλλογικής δικαστικής προστασίας προέρχεται ιδίως από τις αγγλοσαξονικές έννοµες τάξεις, µε    αντιπροσωπευτικότερο δείγµα την class action των Η.Π.Α.

     Ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας που γεννάται, όταν οι παραβιάσεις της νοµοθεσίας προκαλούν µαζικές ζηµίες σε ευρύ κύκλο ζηµιωθέντων.

 Η σκέψη για την καθιέρωση συλλογικής αγωγής σε ενωσιακό επίπεδο είχε ξεκινήσει µε την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά µε τα µέσα συλλογικής έννοµης προστασίας των καταναλωτών (COM 2008, 794 της 27.11.2008).

Ακολούθησε το Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012 σχετικά µε την πορεία προς µία συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγισητης συλλογικής προσφυγής (2013/C 239 E/05) και η Ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου 2013 «Προς ένα ευρωπαϊκό οριζόντιο πλαίσιο γιατα µέσα συλλογικής ένδικης προστασίας», COM (2013), 401 final. Καθοριστικές για τη θεσµοθέτηση της συλλογικής αγωγής στον τοµέα της προστασίας του καταναλωτή ήταν οι σύγχρονες τεχνολογικές, αλλά και οικονοµικές, εξελίξεις και ιδίως οι συνθήκες της ψηφιακής οικονοµίας και της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, οι οποίες κατέδειξαν ελλείψεις και κενά των παραδοσιακών συστηµάτων ατοµικής έννοµης προστασίας. Αυτό ήταν το συµπέρασµα της αξιολόγησης της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ που διενεργήθηκε από τηνΕυρωπαϊκή Επιτροπή, κατά τα έτη 2016 και 2017, µε αντικείµενο και άλλες

βασικές οδηγίες για την προστασία του καταναλωτή. Το συµπέρασµα αυτό,βάσει του οποίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαµόρφωσε τις νοµοθετικές της πρωτοβουλίες, αποτυπώθηκε στην Ανακοίνωση της Επιτροπής της11ης.4.2018, η οποία φέρει τον τίτλο «Νέα συµφωνία για τους Καταναλωτές». Το ένα σκέλος της Νέας Συµφωνίας ήταν το αντικείµενο της µετέπειτα Οδηγίας 2019/2161/ΕΕ. Το δεύτερο ήταν η Οδηγία 2020/1828, για την ολοκλήρωση της οποίας απαιτήθηκαν µακρές διαβουλεύσεις µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, προκειµένου να επιτευχθεί συµφωνία.

Στην καθιέρωση αντιπροσωπευτικής αγωγής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέβαλε σηµαντικά η υπόθεση "Dieselgate", σύµφωνα µε την οποία, κατασκευαστής αυτοκινήτων εγκατέστησε ειδικό λογισµικό στααυτοκίνητα που παρήγε, ώστε να αλλοιώνει τα πραγµατικά αποτελέσµατα των εκποµπών ρύπων και να φαίνονται ότι είναι εντός των επιτρεπόµενων ορίων (βλ. αναλυτικά τις Αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΕ, C-128/20, C-134/20, C-145/20).

Όταν απεδείχθη η µαζική αυτή πρακτική, πολλοί καταναλωτές στις έννοµες τάξεις του ηπειρωτικού δικαίου δεν µπόρεσαν να ικανοποιηθούν από την αυτοκινητοβιοµηχανία, αφενός διότι είχαν µόνο ατοµικά µέσα έννοµης προστασίας για να επιδιώξουν την αποκατάσταση της ζηµίας τους και, αφετέρου, διότι, σε πολλές έννοµες τάξεις, ίσχυαν συµβατικά µέσα έννοµης προστασίας, τα οποία µπορούσαν να ασκηθούν µόνο κατά του πωλητή του αυτοκινήτου, και όχι κατά του κατασκευαστή. Υπό τα ανωτέρω δεδοµένα, ο νοµοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχώρησε στην υιοθέτηση της Οδηγίας 2020/1828, µε την οποία θεσµοθετείται ευρωπαϊκός µηχανισµός συλλογικής προστασίας των δικαιωµάτων των καταναλωτών.

         Ο µηχανισµός αυτός έχει τα ακόλουθα πλεονεκτήµατα: α) Επιτρέπει την επίτευξη οικονοµίας κλίµακας σε περίπτωση µαζικών ζηµιών, γιατί απαλλάσσει τα δικαστήρια από τον φόρτο µεµονωµένων υποθέσεων και περιορίζειτις δικαστικές δαπάνες των καταναλωτών. Πολύ περισσότερο, µάλιστα, όταν καταλαµβάνει και παραβάσεις µε διασυνοριακό χαρακτήρα, π.χ., διότι ο προµηθευτής εδρεύει σε διαφορετικό κράτος µέλος από αυτό στο οποίο διαµένουν οι ζηµιωθέντες καταναλωτές ή διότι αφορά διασυνοριακές εµπορικές πρακτικές της ψηφιακής ενιαίας αγοράς.

    β) Συµβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, διότι αποτρέπει το ενδεχόµενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων που θα υπήρχε αν ασκούνταν περισσότερες ατοµικές αγωγές.

       γ) Διευκολύνει την πρόσβαση των καταναλωτών στη δικαιοσύνη, ακόµηκαι για αξιώσεις µικρής αξίας, η δικαστική επιδίωξη των οποίων σε ατοµικόεπίπεδο συνήθως δεν είναι οικονοµικά συµφέρουσα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η περιουσιακή βλάβη κάθε µεµονωµένου ζηµιωθέντος καταναλωτή µπορεί να είναι µικρή, όµως το συνολικό όφελος που έχει αποκοµίσει ο παραβάτης προµηθευτής είναι σηµαντικό.

      δ) Λειτουργεί ως αποτελεσµατικός µηχανισµός ιδιωτικής επιβολής, υπό την έννοια ότι αποτελεί µέσο πίεσης των προµηθευτών για την τήρηση της καταναλωτικής νοµοθεσίας µε την απειλή της έγερσης συλλογικής αγωγής, π.χ., προς αποζηµίωση.

    Κατά τούτου µπληρώνει τον αποτρεπτικό σκοπό της επιβολής διοικητικών κυρώσεων στους παραβάτες από τις αρµόδιες εποπτικές αρχές, η οποία συνιστά δηµόσια επιβολή (Βλ. Γ. Παπαχρήστου, Η Οδηγία 2020/1828/ΕΕ για τις αντιπροσωπευτικές αγωγές, στον Τιµητικό Τόµο για την Καθηγήτρια Γιάννα Καρύµπαλη-Τσίπτσιου, τόµος 2, 2022, σελ. 1333 επ.).

    Β. Σύµφωνα µε το Προοίµιο της Οδηγίας (σηµεία 6-11), οι διαδικαστικοί µηχανισµοί αντιπροσωπευτικών αγωγών που ισχύουν στα κράτη µέλη διαφέρουν µεταξύ τους και προσφέρουν διαφορετικό επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές. Επιπλέον, υπάρχουν κράτη µέλη που δεν διαθέτουν ακόµη τέτοιους δικονοµικούς µηχανισµούς.

   Αυτή η κατάσταση αποδυναµώνε ιτόσο την εµπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά, όσο και την ικανότητά τους να δραστηριοποιούνται σε αυτή.

   Επίσης,προκαλεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισµό και παρεµποδίζει την αποτελεσµατική εφαρµογή («επιβολή») του ευρωπαϊκού δικαίου στον τοµέα     της προστασίας του καταναλωτή.

      Η Οδηγία 2020/1828 έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, υπάρχει στη διάθεση των καταναλωτών «τουλάχιστον ένας διαδικαστικός µηχανισµός αντιπροσωπευτικής αγωγής για απαγορευτικά διατάγµατα και για µέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασηςκατά εµπόρων που παραβαίνουν τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου» (σηµείο 7 του Προοιµίου της Οδηγίας). Στόχος της είναι να συµβάλει στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, παρέχοντας στους νοµιµοποιούµενους φορείς, οι οποίοι εκπροσωπούν τα συλλογικά συµφέροντα των καταναλωτών, τη δυνατότητα να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές, «τόσο για απαγορευτικά διατάγµατα όσο και για µέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης» κατά των προµηθευτών που τα προσβάλλουν (σηµείο 8 του Προοιµίου της Οδηγίας).

    Οι αντιπροσωπευτικές αγωγές θα πρέπει να επιτρέπουν στους καταναλωτές να υπερβαίνουν τα εµπόδια που αντιµετωπίζουν, όταν ασκούν ατοµικές αγωγές, όπως η αβεβαιότητα όσον αφορά τα δικαιώµατά τους και τους διαθέσιµους διαδικαστικούς µηχανισµούς, η ψυχολογική απροθυµία ως προς την άσκηση αγωγής και η αρνητική στάθµιση του αναµενόµενου κόστους σε σχέση µε τα οφέλη της ατοµικής αγωγής.

      Ωστόσο, για να αποτραπεί η καταχρηστική άσκηση των αντιπροσωπευτικών αγωγών, πρέπει «να αποφεύγεται η επιδίκαση αποζηµιώσεων κυρωτικού χαρακτήρα και (…) να οριστούν κανόνες για ορισµένες διαδικαστικές πτυχές, όπως ο ορισµός και η χρηµατοδότηση των νοµιµοποιούµενων φορέων» (σηµείο 10 του Προοιµίου της Οδηγίας).

    Ως αντιπροσωπευτική αγωγή νοείται η αγωγή για την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών, η οποία ασκείται από νοµιµοποιούµενο φορέα ως ενάγοντα εξ ονόµατος καταναλωτών, µε σκοπό τη λήψη µέτρων για την παύση ή την απαγόρευση παράνοµης συµπεριφοράς των προµηθευτών ή µέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης ή αµφοτέρω(άρθρο 3 παρ. 5 της Οδηγίας, άρθρο 4 του νοµοσχεδίου).

    Νοµιµοποιούµενοι φορείς είναι οι ενώσεις καταναλωτών που έχουν ιδρυθεί σύµφωνα µε το άρθρο 10γ που προστίθεται στον ν. 2251/1994 µε το άρθρο 5 του παρόντος, οι οποίες έχουν ορισθεί ως νοµιµοποιούµενοι φορείςπρος άσκηση εγχώριων ή διασυνοριακών αγωγών, µε απόφαση του αρµοδίου οργάνου του Υπουργείου Ανάπτυξης, υπό τον όρο ότι: α) Αποδεικνύουν δώδεκα µήνες πραγµατικής δηµόσιας δραστηριότητας για την προστασίατων συµφερόντων των καταναλωτών, πριν από την υποβολή του αιτήµατος ορισµού τους, β) δηµοσιοποιούν σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ιδίως στονιστότοπό τους, πληροφορίες που τεκµηριώνουν την, τουλάχιστον 12µηνη,λειτουργία τους και γ) έχουν εγγραφεί στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών της Γενικής Γραµµατείας Εµπορίου.

   Το πεδίο εφαρµογής της Οδηγίας καταλαµβάνει αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται κατά εµπόρων, οι οποίοι παραβιάζουν τις διατάξεις τουδικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο Παράρτηµα Ι. Πρόκειται για 66 Κανονισµούς και Οδηγίες που αφορούν επιµέρους πτυχές τηςπροστασίας των συµφερόντων των καταναλωτών, ανεξαρτήτως εάν οι ενλόγω καταναλωτές «αναφέρονται ως καταναλωτές, ταξιδιώτες, χρήστες,πελάτες, επενδυτές λιανικής, πελάτες λιανικής υποκείµενα των δεδοµένων ή ως κάτι άλλο» (σηµείο 14 του Προοιµίου της Οδηγίας).

   Προϋπόθεση είναι να προκύπτει ή να ενδέχεται να προκύψει από τις παραβάσεις αυτές, εγχώριες ή διασυνοριακές, ζηµία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών (άρθρο 2 της Οδηγίας).

     Σηµειώνεται ότι δεν περιλαµβάνονται στο ανωτέρω Παράρτηµα, άρα ούτε στο πεδίο εφαρµογής των αντιπροσωπευτικών αγωγών, κανόνες που αφορούν την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισµού.

  Σύµφωνα µε το Προοίµιο της Οδηγίας (σηµείο 18), τα κράτη µέλη µπορούν να εφαρµόζουν τις διατάξεις για τις αντιπροσωπευτικές αγωγές και σε τοµείς που δεν εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της.

  Περαιτέρω, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας και επισηµαίνεται  αναλυτικά στο Προοίµιό της (σηµείο 11), οι ρυθµίσεις της δεν πρέπει µηχανισµούς προστασίας των συλλογικών ή ατοµικών συµφερόντων των καταναλωτών.

    Λαµβανοµένων υπόψη των νοµικών παραδόσεων των κρατών µελών, καταλείπεται στη διακριτική τους ευχέρεια το αν θα εντάξουν τους διαδικαστικούς µηχανισµούς αντιπροσωπευτικών αγωγών που απαιτούνται απότην παρούσα οδηγία στο πλαίσιο υφιστάµενου ή µελλοντικού διαδικαστικού µηχανισµού συλλογικών µέτρων παράλειψης ή µέτρων επανόρθωσης και/ήαποκατάστασης ή αν θα τους χρησιµοποιήσουν ως διακριτό διαδικαστικό µηχανισµό, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας εθνικός διαδικαστικός µηχανισµός αντιπροσωπευτικών αγωγών που πληροί τις προϋποθέσεις της ως άνω Οδηγίας.

     Επίσης, τα κράτη µέλη δεν εµποδίζονται να θεσπίσουν και άλλα διαδικαστικά µέσα για την προστασία των συλλογικών συµφερόντων των καταναλωτών σε εθνικό επίπεδο.

    Υπό την έννοια αυτή, η Οδηγία 2020/1828 είναι, κατά το πλείστον, οδηγία ελάχιστης εναρµόνισης (Ελ. Αλεξανδρίδου, Οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 για τις αντιπροσωπευτικές αγωγές. Κατά πόσο θα βελτιωθεί η προστασία των καταναλωτών της ΕΕ µέσω των νέων δικονοµικού δικαίου ρυθµίσεων», στον Τιµητικό Τόµο για την Καθηγήτρια Γιάννα Καρύµπαλη-Τσίπτσιου, τόµος 2, 2022, σελ. 3 επ.).

     Σηµαντικό ζήτηµα για την επιτυχία του θεσµού των αντιπροσωπευτικών αγωγών είναι η χρηµατοδότησή τους

.     Σύµφωνα µε το Προοίµιο της Οδηγίας(σηµείο 52), «Οι νοµιµοποιούµενοι φορείς θα πρέπει να είναι πλήρως διαφανείς ενώπιον των δικαστηρίων ή των διοικητικών αρχών όσον φορά την πηγή χρηµατοδότησης των δραστηριοτήτων τους εν γένει και όσον αφορά την πηγή των κονδυλίων που υποστηρίζουν συγκεκριµένη αντιπροσωπευτική αγωγή για µέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης».

    Σκοπός της ρύθµισης είναι να αποφεύγονται πρακτικές καταχρηστικής άσκησης αντιπροσωπευτικών αγωγών ή χρηµατοδότησής τους από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

    Για τον λόγο αυτόν, ο εθνικός νοµοθέτης επέλεξε την απαγόρευση της χρηµατοδότησης αντιπροσωπευτικών αγωγών από τρίτους (άρθρο 8 του νοµοσχεδίου).

      Γ. Στο ελληνικό δίκαιο για την προστασία του καταναλωτή η συλλογική αγωγή θεσµοθετήθηκε ήδη από το 1991, µε το άρθρο 26 του ν. 2000/1991. Ακολούθησε το άρθρο 10 παρ. 15 και ιδίως 16 επ. του ν. 2251/1994, σύµφωνα µε το οποίο παρέχεται δυνατότητα άσκησης συλλογικής αγωγής σε ενώσεις καταναλωτών υπό τις προϋποθέσεις του νόµου, και, επίσης υπό προϋποθέσεις, σε εµπορικά, βιοµηχανικά, βιοτεχνικά και επαγγελµατικά επιµελητήρια….»

        Για να δείτε το κείμενο του νόμου   υπ.αριθμ 5019/ 2023 (ΦΕΚ Α΄ 27/ 14-2-2023) ,  όπως δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό χώρο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης ,www.et.gr ,  πατήστε  εδώ.