Σύμφωνα με τη παρ. 3  του άρθρου   13 του  π.δ   54/218  όπως αντικαθίσταται  με το άρθρο   31 του  νόμου  4772/2021 (ΦΕΚ 17 Α/5.2.2021) τίθενται  παραρτήματα Α.1 και Α.2,   σχετικά με  το εννοιολογικό πλαίσιο του Λογιστικού Πλαισίου της Γενικής Κυβέρνησης   για τις οντότητες αναφοράς που το εφαρμόζουν   καθώς  και  με το γλωσσάρι εννοιών  .

    Κατωτέρω παρατίθεται το κείμενο του άρθρου  31  του  νόμου  4772/2021 (ΦΕΚ 17 Α/5.2.2021)  στο οποίο περιλαμβάνονται και ως άνω αναφερόμενα παραρτήματα Α.1 και Α.2

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------    

 

 

ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 31

Εννοιολογικό πλαίσιο του Λογιστικού Πλαισίου της Γενικής Κυβέρνησης - Τροποποίηση του π.δ. 54/2018

Το π.δ. 54/2018 (Α΄ 103) τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 13 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 13

Εννοιολογικό πλαίσιο

1. Το εννοιολογικό πλαίσιο του Λογιστικού Πλαισίου της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αναπτύσσεται στο Παράρτημα Α.1, παρέχει ένα σύνολο εννοιών, ποιοτικών χαρακτηριστικών, αρχών και ορισμών για την ανάπτυξη και υιοθέτηση λογιστικών προτύπων και πολιτικών και παρέχει καθοδήγηση για την κατάρτιση και παρουσίαση της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης από τις οντότητες αναφοράς που εφαρμόζουν το Λογιστικό Πλαίσιο της Γενικής Κυβέρνησης.

2. Το εννοιολογικό πλαίσιο αποσκοπεί στο να διασφαλίσει συνοχή μεταξύ των λογιστικών προτύπων και πολιτικών του Λογιστικού Πλαισίου της Γενικής Κυβέρνησης.

Επιπροσθέτως, το εννοιολογικό πλαίσιο λειτουργεί ως βάση για την παροχή καθοδήγησης για τον λογιστικό χειρισμό οικονομικών φαινομένων - συναλλαγών, άλλων γεγονότων, δραστηριοτήτων ή συνθηκών όπου διαφορετικές ερμηνείες είναι δυνατές, ή όπου δεν υφίσταται ακόμα συγκεκριμένη λογιστική πολιτική. Το εννοιολογικό πλαίσιο σκοπό έχει επίσης να βοηθήσει τους χρήστες να ερμηνεύσουν τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση  που παρέχεται από τις οντότητες αυτές.»

2. α) Τα παραρτήματα 1 έως 5 αναριθμούνται σε Β.1

έως Β.5.

β) Το παράρτημα 6 καταργείται.

γ) Η φράση «Παράρτημα 2» της παρ. 2 του άρθρου 9

αντικαθίσταται από τη φράση «Παράρτημα Β.2».

δ) Η φράση «Παράρτημα 3» της παρ. 3 του άρθρου 11

αντικαθίσταται από τη φράση «Παράρτημα Β.3».

ε) Στην παρ. 1 του άρθρου 12, η φράση «παραρτήματος 4» αντικαθίσταται από τη φράση «παραρτήματος

Β.4» και στις παρ. 3 και 6 του ίδιου άρθρου η φράση

«παράρτημα 4» αντικαθίσταται από τη φράση «παράρτημα Β.4».

στ) Στις περ. (γ) και (δ) της παρ. 1 του άρθρου 15, η

φράση «Παραρτήματος 5» αντικαθίσταται από τη φράση

«παραρτήματος Β.5».

ζ) Η παρ. 3 του άρθρου 9 καταργείται.

3. Μετά το άρθρο 15 και πριν από το παράρτημα Β.1,

όπως αναριθμήθηκε με την παρ. 2, τίθενται παραρτήματα Α.1 και Α.2, ως εξής:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α.1

Εννοιολογικό πλαίσιο του Λογιστικού Πλαισίου της Γενικής Κυβέρνησης

Χρηματοοικονομική πληροφόρηση

Σκοπός της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης

1. Ο σκοπός της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (financial reporting) είναι η παροχή μέσω Χρηματοοικονομικών Αναφορών Γενικού Σκοπού (General Purpose  Financial Reports) κάθε χρηματοοικονομικής πληροφορίας που γενικά κρίνεται χρήσιμη για λόγους διαφάνειας, τη λήψη αποφάσεων και τη λογοδοσία ως προς τη  διαχείριση των δημοσίων οικονομικών.

2. Oι Χρηματοοικονομικές Αναφορές Γενικού Σκοπού (ΧΑΓΣ), ή και Χρηματοοικονομικές Αναφορές, αποτελούν μια δομημένη απεικόνιση των χρηματοοικονομικών πληροφοριών που παρέχονται στους χρήστες. Ως ΧΑΓΣ, νοούνται οι Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις

Γενικού Σκοπού (ΧΚΓΣ) και οι αναφορές που προβλέπονται από το Λογιστικό Πλαίσιο Γενικής Κυβέρνησης (ΛΠΓΚ), λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση προϋπολογισμού/απολογισμού καταρτίζεται σε ταμειακή βάση και ότι η κατάσταση δημοσιονομικής αναφοράς στόχο έχει τη συμφωνία της χρηματοοικονομικής πληροφορίας με αυτή της δημοσιονομικής στατιστικής και επομένως καταρτίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ESA).

Για την αποτελεσματική υποστήριξη της λογοδοσίας και της λήψης αποφάσεων δύναται κατά περίπτωση να απαιτείται και η κατάρτιση επιπλέον χρηματοοικονομικών αναφορών ή/και η παροχή συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής ή μη-χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

Χρήστες των Χρηματοοικονομικών Αναφορών Γενικού Σκοπού

3. Οι κύριοι χρήστες των Χρηματοοικονομικών Αναφορών Γενικού Σκοπού είναι οι πάροχοι πόρων (resource providers), οι αποδέκτες υπηρεσιών των οντοτήτων του Δημοσίου Τομέα (service recipients) και τελικά οι πολίτες, ως οι φυσικοί δικαιούχοι των οντοτήτων αυτών.

Ως κύριοι χρήστες των ΧΑΓΣ επίσης νοούνται και όσοι εκπροσωπούν τους ανωτέρω, ενεργούν εν ονόματι ή/και για λογαριασμό τους, όπως η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και τα όργανά τους, ανεξαρτήτως ιεραρχικού επιπέδου.

4. Οι ΧΑΓΣ αποτελούν τυποποιημένες αναφορές και καταστάσεις με σκοπό να καλύπτουν, πρωτίστως, τις ανάγκες πληροφόρησης των χρηστών εκείνων που δεν έχουν τη δυνατότητα ή το έννομο δικαίωμα να απαιτήσουν να τους γνωστοποιηθεί χρηματοοικονομική πληροφόρηση, προσαρμοσμένη στις εξειδικευμένες ανάγκες τους. Οι ΧΑΓΣ συνιστούν το ελάχιστο επίπεδο πληροφόρησης που απαιτείται να παρέχεται σε όλους  τους χρήστες.

Ποιοτικά χαρακτηριστικά, αρχές εφαρμογής, περιορισμοί πληροφόρησης

Γενικά

5. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και οι αρχές εφαρμογής αποτελούν τις ιδιότητες εκείνες που καθιστούν την πληροφόρηση που παρέχουν οι ΧΑΓΣ χρήσιμη για τους  χρήστες τους και συνιστούν βάση αξιολόγησης ως προς την επίτευξη του σκοπού των ΧΑΓΣ. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ΛΠΓΚ απευθύνονται τόσο στους συντάκτες των Λογιστικών Προτύπων και Πολιτικών όσο και στους συντάκτες των ΧΑΓΣ, ενώ οι αρχές εφαρμογής του ΛΠΓΚ απευθύνονται κυρίως στους συντάκτες των ΧΑΓΣ. Αμφότερα σκοπό έχουν τη διασφάλιση παροχής ποιοτικής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στους χρήστες των ΧΑΓΣ, έχοντας υπόψη ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτή μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς

πληροφόρησης. Ωστόσο, οι περιορισμοί πληροφόρησης δεν μπορεί να ακυρώνουν ούτε ποιοτικά χαρακτηριστικά ούτε αρχές εφαρμογής.

Ποιοτικά χαρακτηριστικά

6. Ισχύουν τα ακόλουθα ποιοτικά χαρακτηριστικά:

• Σχετικότητα (Relevance)- Η χρηματοοικονομική και μη χρηματοοικονομική πληροφορία είναι σχετική όταν είναι ικανή να διαφοροποιήσει την επίτευξη του σκοπού των ΧΑΓΣ. Αυτό συμβαίνει όταν η πληροφορία έχει επιβεβαιωτική ή/και προγνωστική αξία.

• Πιστή απεικόνιση/αξιοπιστία (Faithful representation/ Reliability)- Για να είναι αξιόπιστη, η χρηματοοικονομική και μη χρηματοοικονομική πληροφορία πρέπει να απεικονίζει πιστά την ουσία των οικονομικών φαινομένων - συναλλαγών, άλλων γεγονότων, δραστηριοτήτων ή συνθηκών - τα οποία επιδιώκει να παρουσιάσει. Η πιστή απεικόνιση των ανωτέρω επιτυγχάνεται όταν η παρουσίασή τους είναι πλήρης1, συνετή2, ουδέτερη3, επαληθεύσιμη4 και χωρίς ουσιώδη σφάλματα. Η πληροφορία η οποία απεικονίζει πιστά τις οικονομικές συναλλαγές, ή άλλα φαινόμενα, απεικονίζει την ουσία πάνω από τον τύπο5 των υποκείμενων γεγονότων, δραστηριοτήτων ή περιστάσεων.

Πληρότητα (Completeness)1- Η πληροφορία η οποία ικανοποιεί τα κριτήρια αναγνώρισης οφείλει να είναι πλήρης εντός των ορίων που θέτει η εκτίμηση της ουσιαστικότητας και του κόστους-οφέλους που επιφέρει.

• Σύνεση (Prudence)2- Σύνεση είναι η ενσωμάτωση ενός τέτοιου βαθμού προσοχής στην άσκηση των κρίσεων που είναι αναγκαίες, για την πραγματοποίηση των εκτιμήσεων που απαιτούνται υπό συνθήκες αβεβαιότητας, ώστε περιουσιακά στοιχεία ή έσοδα να μην υπερεκτιμώνται και υποχρεώσεις ή έξοδα να μην υποεκτιμώνται.

Ουδετερότητα (Neutrality)3-

 Η πληροφορία είναι ουδέτερη, εάν δεν είναι μεροληπτική. Οι ΧΑΓΣ δεν είναι ουδέτερες εάν η πληροφόρηση που περιέχουν έχει επιλεγεί ή παρουσιαστεί με τρόπο σχεδιασμένο να επηρεάσει τη λήψη μιας απόφασης ή τη διαμόρφωση κρίσης, ώστε να επιφέρει ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Η εφαρμογή του ποιοτικού χαρακτηριστικού της σύνεσης υπό συνθήκες αβεβαιότητας δεν συνιστά μεροληψία και δεν επηρεάζει την ουδετερότητα.

• Επαληθευσιμότητα (Verifiability)4-

 Η επαληθευσιμότητα είναι η ποιότητα της πληροφορίας που εγγυάται στους χρήστες ότι οι ΧΑΓΣ βασίζονται σε στοιχεία που τις τεκμηριώνουν, με τρόπο ώστε να απεικονίζουν πιστά την ουσία των συναλλαγών, άλλων γεγονότων, δραστηριοτήτων ή συνθηκών που επιδιώκουν να παρουσιάσουν.

• Ουσία πάνω από τον τύπο (Substance over form)5-  Η ουσία πάνω από τον τύπο απαιτεί ότι οι συναλλαγές, άλλα γεγονότα, δραστηριότητες ή συνθήκες λογιστικοποιούνται και παρουσιάζονται σύμφωνα με την ουσία τους και την οικονομική τους διάσταση, και όχι απλά με τον νομικό τους τύπο.

• Κατανοητότητα (Understandability)- Κατανοητή είναι η πληροφορία όταν αυτή παρουσιάζεται με έναν τρόπο που διευκολύνει εξειδικευμένους και μη εξειδικευμένους χρήστες να κατανοήσουν το νόημά της. Η κατανοητότητα ενισχύεται όταν η πληροφορία είναι ταξινομημένη, διατυπωμένη, και παρουσιασμένη με ευκρίνεια και περιεκτικότητα.

• Εγκαιρότητα (Timeliness)- Η πληροφορία είναι έγκαιρη όταν είναι διαθέσιμη στους χρήστες των ΧΑΓΣ πριν χάσει την ικανότητά της να είναι χρήσιμη για σκοπούς λογοδοσίας και λήψης αποφάσεων. Όταν η σχετική πληροφορία είναι διαθέσιμη το νωρίτερο δυνατό, μπορεί να αυξηθούν η χρησιμότητά της να συνεισφέρει στις αξιολογήσεις της λογοδοσίας και η ικανότητά της να επηρεάσει αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν.

Συγκρισιμότητα (Comparability)- Η συγκρισιμότητα είναι η ποιότητα της πληροφορίας που διευκολύνει τους χρήστες να αναγνωρίσουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ δύο συνόλων φαινομένων σε διαφορετικές οντότητες αναφοράς ή σε μία οντότητα αναφοράς σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

Αρχές εφαρμογής

7. Ισχύουν οι ακόλουθες αρχές εφαρμογής:

• Συνέχιση της δραστηριότητας (Going concern)- Οι  ΧΑΓΣ καταρτίζονται με βάση τη συνέχιση της δραστηριότητας, εκτός εάν υπάρχει πρόθεση ρευστοποίησης της οντότητας ή παύσης της δραστηριότητάς της, ή εάν δεν υπάρχει ρεαλιστική εναλλακτική επιλογή από τη ρευστοποίηση ή την παύση της δραστηριότητας.

Τα δικαιώματα και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από λειτουργίες δημόσιου χαρακτήρα και ανατίθενται σε οντότητες του δημοσίου τομέα μπορούν να παύσουν να υφίστανται, εν όλω ή εν μέρει, μόνο μέσω νόμου ή απόφασης της κυβέρνησης, ακόμη και όταν οντότητες του δημόσιου τομέα συγχωνεύονται, διασπώνται ή διαλύονται.

• Συνέπεια (Consistency)- Οι λογιστικές πολιτικές, η βάση κατάρτισης, καθώς και η παρουσίαση και ταξινόμηση των στοιχείων στις ΧΑΓΣ πρέπει να διατηρούνται αμετάβλητες από περίοδο σε περίοδο, εκτός εάν, μετά από μια σημαντική αλλαγή στη φύση των δραστηριοτήτων της οντότητας ή την αναθεώρηση των ΧΑΓΣ, μια άλλη λογιστική πολιτική, βάση κατάρτισης, παρουσίασης  ή ταξινόμησης είναι καταλληλότερη. Στην περίπτωση αυτή, οι προκύπτουσες αλλαγές πρέπει να αιτιολογούνται και να γνωστοποιούνται. Η συνέπεια είναι ένα μέσο  επίτευξης συγκρισιμότητας, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λογιστικές αρχές ή πολιτικές ή/και βάση κατάρτισης, είτε από περίοδο σε περίοδο εντός μιας οντότητας αναφοράς είτε σε μία μόνο περίοδο μεταξύ περισσότερων της μιας οντοτήτων αναφοράς.

• Συμψηφισμός/Συγκέντρωση (Offsetting/Aggregation)-

Τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, τα έσοδα και τα έξοδα δεν συμψηφίζονται εκτός εάν αυτό απαιτείται ή  επιτρέπεται από συγκεκριμένη λογιστική πολιτική. Είναι σημαντικό τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, τα έσοδα και τα έξοδα να παρουσιάζονται ξεχωριστά. Κάθε ουσιαστική κατηγορία παρόμοιων στοιχείων παρουσιάζεται χωριστά στις ΧΑΓΣ. Στοιχεία διαφορετικής φύσης ή λειτουργίας παρουσιάζονται χωριστά, εκτός εάν είναι μη ουσιαστικά.

• Ευαισθησία ως προς την παρουσίαση (Presentational sensitivity)-

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου δικαιολογείται κάποια ευαισθησία όσον αφορά το επίπεδο ανάλυσης στο οποίο παρουσιάζονται οι σχετικές πληροφορίες στις ΧΑΓΣ, όπως για παράδειγμα χωριστές παρουσιάσεις ή γνωστοποιήσεις σχετικά με εξατομικευμένα στοιχεία στρατιωτικής φύσης, εγγυήσεων ή νομικών υποθέσεων.

Ωστόσο η ευαισθησία ως προς την παρουσίαση και τη γνωστοποίηση δεν επιτρέπεται να επιδρά στις απαιτήσεις αναγνώρισης και επιμέτρησης που σχετίζονται με τα εν λόγω στοιχεία.

• Περίοδος αναφοράς (Reporting period)- Οι ΧΑΓΣ καταρτίζονται και παρουσιάζονται τουλάχιστον ετησίως.

Όταν η ημερομηνία αναφοράς μιας οντότητας αλλάξει ή οι ΧΑΓΣ παρουσιάζονται για περίοδο μεγαλύτερη ή μικρότερη από ένα έτος, η οντότητα αναφοράς γνωστοποιεί, εκτός από την περίοδο που οι ΧΑΓΣ καλύπτουν, τον λόγο για τον οποίο χρησιμοποιεί μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδο αναφοράς και τον επακόλουθο περιορισμό στη συγκρισιμότητα.

• Συμμόρφωση (Compliance)- Η οντότητα αναφοράς της οποίας οι ΧΑΓΣ, ή η επιπρόσθετη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, είναι σύμφωνες με το ΛΠΓΚ κάνει μια ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση αυτής της συμμόρφωσης. Για τις ΧΚΓΣ, και όποιες άλλες ΧΑΓΣ ή επιπρόσθετη χρηματοοικονομική πληροφόρηση παρουσιάζονται μαζί με τις ΧΚΓΣ, η δήλωση αυτή περιλαμβάνεται στις σημειώσεις. Οι ΧΑΓΣ δεν πρέπει να περιγράφονται ως συμμορφούμενες με το ΛΠΓΚ, εκτός εάν είναι σύμφωνες με όλες τις απαιτήσεις του ΛΠΓΚ.

Περιορισμοί πληροφόρησης

8. Τα παρακάτω ενδέχεται να περιορίζουν την πληροφορία που περιλαμβάνεται στις χρηματοοικονομικές

αναφορές γενικού σκοπού:

• Ουσιαστικότητα (Materiality)- Η πληροφορία είναι ουσιαστική αν η παράλειψή της ή η εσφαλμένη παρουσίασή της στις ΧΑΓΣ που έχουν καταρτιστεί για τη συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς θα μπορούσε να επηρεάσει  τη λογοδοσία της οντότητας, ή τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους χρήστες των ΧΑΓΣ. Η ουσιαστικότητα εξαρτάται τόσο από τη φύση όσο και από το ποσό του συγκεκριμένου στοιχείου.

• Κόστος/όφελος (Cost-benefit)- Η χρηματοοικονομική  πληροφόρηση συνεπάγεται κόστη. Τα οφέλη της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης πρέπει να δικαιολογούν αυτά τα κόστη. Η αξιολόγηση ως προς το εάν τα οφέλη της παροχής πληροφόρησης δικαιολογούν τα σχετικά κόστη είναι συχνά θέμα κρίσης, επειδή πολλές φορές δεν είναι εφικτό να αναγνωρισθούν και/ή να ποσοτικοποιηθούν όλα τα κόστη και όλα τα οφέλη της πληροφορίας που περιλαμβάνεται στις ΧΑΓΣ.

• Ισορροπία μεταξύ επιμέρους ποιοτικών χαρακτηριστικών και αρχών εφαρμογής (Balance between the individual qualitative characteristics and application principles)-

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά συλλειτουργούν για να συνεισφέρουν στη συνολική χρησιμότητα της πληροφόρησης. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να είναι απαραίτητη η εξισορρόπηση ή ο συμβιβασμός μεταξύ επιμέρους ποιοτικών χαρακτηριστικών και αρχών  εφαρμογής, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της

χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις Γενικού Σκοπού

Σκοπός των Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων Γενικού Σκοπού

9. Ο σκοπός των Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων  Γενικού Σκοπού (General Purpose Financial Statements),  ή και Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις, είναι η, για λόγους διαφάνειας, λογοδοσίας και λήψης αποφάσεων, αληθής και εύλογη απεικόνιση της χρηματοοικονομικής θέσης, της χρηματοοικονομικής επίδοσης και των ταμειακών ροών των οντοτήτων αναφοράς που εφαρμόζουν λογιστική δεδουλευμένης βάσης σύμφωνα με το ΛΠΓΚ.

Οι ΧΚΓΣ πρέπει να παρέχουν μια δομημένη παρουσίαση  της χρηματοοικονομικής θέσης, χρηματοοικονομικής επίδοσης και των ταμειακών ροών της οντότητας, ώστε η πληροφόρηση να είναι χρήσιμη για τη λήψη αποφάσεων και τη λογοδοσία της οντότητας, ως προς τη διαχείριση των πόρων που της έχουν εμπιστευθεί.

Οντότητα αναφοράς δημοσίου τομέα

10. Κάθε οντότητα που οφείλει να λογοδοτεί για την άντληση πόρων με σκοπό την παροχή αγαθών, υπηρεσιών ή προγραμμάτων δημοσίου συμφέροντος και για τη χρήση που κάνει των πόρων αυτών θεωρείται, για τους σκοπούς του ΛΠΓΚ, οντότητα του δημόσιου τομέα.

11. Κάθε οντότητα του δημόσιου τομέα ή ομάδα οντοτήτων που πληροί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

• ικανότητα λήψης οικονομικών αποφάσεων και ανάληψη οικονομικών δραστηριοτήτων για τις οποίες είναι υπεύθυνη και λογοδοτεί σύμφωνα με τον νόμο ή είναι  υπεύθυνη έναντι των αποδεκτών των υπηρεσιών ή των παρόχων πόρων,

• δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία αυτοτελώς,

• ικανότητα να αναλαμβάνει υποχρεώσεις ή άλλες δεσμεύσεις για λογαριασμό της, θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οντοτήτων αναφοράς του δημόσιου τομέα και οφείλει να παρουσιάζει ΧΚΓΣ βάσει του ΛΠΓΚ, εκτός εάν με την έναρξη ισχύος του ΛΠΓΚ υποχρεούταν ήδη να παρουσιάζει ΧΚΓΣ βάσει εθνικών ή διεθνών γενικά αποδεκτών λογιστικών προτύπων του ιδιωτικού τομέα, ή εάν διάταξη του ΛΠΓΚ  την εξαιρεί από την εφαρμογή του.

12. Τα κριτήρια και οι απαιτήσεις για την ενοποίηση χρηματοοικονομικών στοιχείων μιας οντότητας σε μια ομάδα οντοτήτων αναφοράς παρέχονται στο επίπεδο των λογιστικών πολιτικών.

Λογιστική δεδουλευμένης βάσης (accrual basis of accounting)

13. Σύμφωνα με τη λογιστική δεδουλευμένης βάσης, οι συναλλαγές και τα άλλα σχετικά φαινόμενα, δραστηριότητες, συνθήκες ή γεγονότα, αναγνωρίζονται στις ΧΚΓΣ  όταν πραγματοποιούνται και όχι όταν διακανονίζονται ταμειακά.

Συνεπώς οι συναλλαγές και τα άλλα σχετικά φαινόμενα πρέπει να αναγνωρίζονται, επιμετρώνται και παρουσιάζονται στις ΧΚΓΣ της περιόδου αναφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνουν χώρα.

Αληθής και εύλογη απεικόνιση (true and fair view)

14. Η αληθής και εύλογη απεικόνιση επιβάλλει οι ΧΓΚΣ να είναι συνεπείς με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τις αρχές εφαρμογής και τις ειδικότερες απαιτήσεις του ΛΠΓΚ, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς της πληροφόρησης που τίθενται από αυτό. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου οι συντάκτες των ΧΚΓΣ κρίνουν ότι αυτό είναι απαραίτητο, δύνανται να παρεκκλίνουν από συγκεκριμένη απαίτηση λογιστικού προτύπου ή λογιστικής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αληθούς και εύλογης απεικόνισης της χρηματοοικονομικής θέσης, της χρηματοοικονομικής επίδοσης και των ταμειακών ροών της οντότητας αναφοράς.

Επιμέρους ΧΚΓΣ

15. Οι οντότητες που εφαρμόζουν το ΛΠΓΚ πρέπει να καταρτίζουν και να παρουσιάζουν ΧΚΓΣ τουλάχιστον μια φορά ετησίως. Ένα πλήρες σύνολο χρηματοοικονομικών καταστάσεων γενικού σκοπού πρέπει να περιλαμβάνει:

• την κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων άλλων πόρων και άλλων δεσμεύσεων που οφείλουν να αναγνωρίζονται, τις συνεισφορές ιδιοκτητών και τις διανομές προς τους ιδιοκτήτες της οντότητας αναφοράς. Το προκύπτον εξισωτικό στοιχείο είναι η καθαρή περιουσία/ θέση της οντότητας.

• την κατάσταση χρηματοοικονομικής επίδοσης, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση των εσόδων και των εξόδων της οντότητας για την περίοδο αναφοράς.

Το προκύπτον εξισωτικό στοιχείο παρέχει το πλεόνασμα ή έλλειμμα της περιόδου αναφοράς.

• την κατάσταση μεταβολών στην καθαρή περιουσία/ θέση, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση των αυξήσεων ή των μειώσεων στην καθαρή περιουσία/θέση της οντότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

• την κατάσταση ταμειακών ροών, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση των πηγών των ταμειακών εισροών και των στοιχείων στα οποία τα ταμειακά διαθέσιμα δαπανήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, και το ταμειακό υπόλοιπο κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

• τις σημειώσεις, οι οποίες παρουσιάζουν πληροφόρηση, επιπρόσθετα αυτής που παρουσιάζεται στην κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης, την κατάσταση χρηματοοικονομικής επίδοσης, την κατάσταση μεταβολών στην καθαρή περιουσία/θέση και την κατάσταση ταμειακών ροών.

Στοιχεία των ΧΚΓΣ

16. Τα στοιχεία των ΧΚΓΣ είναι:

• Περιουσιακά στοιχεία

• Υποχρεώσεις

• Έξοδα

• Έσοδα

• Συνεισφορές ιδιοκτητών

• Διανομές στους ιδιοκτήτες

Περιουσιακά στοιχεία

17. Περιουσιακό στοιχείο είναι ένας πόρος ελεγχόμενος επί του παρόντος από την οντότητα ως αποτέλεσμα παρελθόντων γεγονότων ή συναλλαγών. Ο πόρος αυτός είναι ένα συγκεκριμένο στοιχείο με δυνατότητα παροχής υπηρεσιών ή δυνατότητα δημιουργίας οικονομικών οφελών. Δυνατότητα παροχής υπηρεσιών είναι η ικανότητα  να παρέχει υπηρεσίες που συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της οντότητας. Οικονομικά οφέλη είναι ταμειακές εισροές ή μείωση των ταμειακών εκροών.

Υποχρεώσεις

18. Υποχρέωση είναι μια παρούσα δέσμευση της  οντότητας που προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα ή συναλλαγές, ο διακανονισμός της οποίας αναμένεται να καταλήξει σε εκροή πόρων από την οντότητα. Η παρούσα δέσμευση μπορεί να είναι νομικά δεσμευτική, και κατά συνέπεια ο τρίτος προς τον οποίο υφίσταται η δέσμευση να μπορεί να προβεί σε νομικές (ή ισοδύναμες) ενέργειες, ή να μην είναι νομικά δεσμευτική. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η οντότητα έχει μικρή ή καμία ρεαλιστική πιθανότητα να την αποφύγει.

Έξοδα

19. Έξοδο είναι μια μείωση στην καθαρή χρηματοοικονομική θέση της οντότητας, εκτός από τη μείωση που  προκύπτει από διανομές προς τους ιδιοκτήτες.

Έσοδα

20. Έσοδο είναι μια αύξηση στην καθαρή χρηματοοικονομική θέση, εκτός από την αύξηση που προκύπτε από τις συνεισφορές των ιδιοκτητών.

Συνεισφορές ιδιοκτητών

21. Οι συνεισφορές ιδιοκτητών είναι εισροές πόρων στην οντότητα, που συνεισφέρονται από εξωτερικά μέρη με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτήτες, οι οποίες καθορίζουν ή επαυξάνουν τη θέση τους στην καθαρή περιουσία της οντότητας.

Διανομές στους ιδιοκτήτες

22. Οι διανομές στους ιδιοκτήτες είναι εκροές πόρων από την οντότητα, που διανέμονται σε εξωτερικά μέρη με την ιδιότητα τους ως ιδιοκτήτες, είτε ως απόδοση είτε ως μείωση της συνεισφοράς τους στην καθαρή περιουσία της οντότητας.

Αναγνώριση, επιέτρηση και παύση αναγνώρισης των στοιχείων

Αναγνώριση και επιμέτρηση

23. Αναγνώριση είναι η διαδικασία ενσωμάτωσης και  συμπερίληψης ενός συγκεκριμένου στοιχείου στην κατάλληλη χρηματοοικονομική κατάσταση. Επιμέτρηση είναι η διαδικασία προσδιορισμού της αξίας στην οποία αναγνωρίζονται τα ανωτέρω στοιχεία, τόσο κατά την αρχική αναγνώριση όσο και μεταγενέστερα.

Κριτήρια αναγνώρισης

24. Τα κριτήρια αναγνώρισης είναι:

• ένα συγκεκριμένο στοιχείο να ικανοποιεί τον ανάλογο ορισμό, και

• να μπορεί να επιμετρηθεί με έναν τρόπο που πληροί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις αρχές εφαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς της πληροφόρησης.

 

25. Τα συγκεκριμένα στοιχεία που δεν πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης δεν μπορούν να αναγνωριστούν.

Ωστόσο, η πληροφορία για συγκεκριμένα τέτοια στοιχεία μπορεί να γνωστοποιείται στις σημειώσεις. Η γνωστοποίηση είναι απαραίτητη όταν η γνώση του συγκεκριμένου στοιχείου θεωρείται ότι είναι σχετική με την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής θέσης και επίδοσης της οντότητας και επομένως πληροί τους σκοπούς της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

26. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ένα συγκεκριμένο πρότυπο ή μια συγκεκριμένη λογιστική πολιτική μπορούν επίσης να ορίζουν ότι, για να επιτευχθεί η αληθής και εύλογη απεικόνιση, ένας πόρος ή μια δέσμευση (όπως οι αναβαλλόμενες εισροές ή εκροές) που, αν και δεν ικανοποιούν τα κριτήρια αναγνώρισης, μπορεί, παρόλα αυτά, να χρειάζεται να αναγνωριστούν στις ΧΚΓΣ. Αυτό ισχύει για ροές από συναλλαγές μη-ανταλλαγής που αφορούν σε συγκεκριμένη μελλοντική περίοδο.

27. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διαχωρίζονται οι ροές (εισροές και εκροές) από συναλλαγές  μη-ανταλλαγής που αφορούν την τρέχουσα περίοδο αναφοράς από αυτές που αφορούν συγκεκριμένες μελλοντικές περιόδους αναφοράς. Μια αναβαλλόμενη εισροή (deferred inflow)είναι μια εισροή δυνατότητας παροχής υπηρεσίας ή οικονομικών οφελών από συναλλαγή μη-ανταλλαγής που λαμβάνει χώρα και αναγνωρίζεται στην τρέχουσα περίοδο αναφοράς, η οποία όμως δεν δικαιολογεί την αναγνώριση εσόδου στην τρέχουσα περίοδο, καθόσον αυτό θα καταστεί δεδουλευμένο σε μελλοντική ή μελλοντικές, αλλά συγκεκριμένες περιόδους αναφοράς, οπότε και η αναβαλλόμενη εισροή θα αναγνωριστεί ως έσοδο, αλλά ούτε ικανοποιεί τους όρους αναγνώρισης υποχρέωσης στην τρέχουσα περίοδο αναφοράς λόγω της φύσης της συναλλαγής.

Μια αναβαλλόμενη εκροή (deferred outflow) είναι μια εκροή δυνατότητας παροχής υπηρεσίας ή οικονομικών οφελών που προέρχεται από συναλλαγή μη-ανταλλαγής που λαμβάνει χώρα και αναγνωρίζεται στην τρέχουσα περίοδο αναφοράς, η οποία όμως δεν δικαιολογεί την αναγνώριση εξόδου στην τρέχουσα περίοδο, καθόσον αυτό θα καταστεί δεδουλευμένο σε μελλοντική ή μελλοντικές, αλλά συγκεκριμένες περιόδους αναφοράς, οπότε η αναβαλλόμενη εκροή θα αναγνωριστεί ως έξοδο, αλλά ούτε ικανοποιεί τους όρους αναγνώρισης περιουσιακού στοιχείου στην τρέχουσα περίοδο αναφοράς λόγω της φύσης της συναλλαγής.

Παύση αναγνώρισης

28. Παύση αναγνώρισης είναι η διαδικασία της εκτίμησης ως προς το εάν έχουν επέλθει αλλαγές από την προηγούμενη ημερομηνία αναφοράς που θα δικαιολογούσαν την αφαίρεση από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις ενός συγκεκριμένου στοιχείου που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί και την αφαίρεση του στοιχείου αυτού σε  περίπτωση που έχουν λάβει χώρα τέτοιες αλλαγές. Κατά την αξιολόγηση της αβεβαιότητας σχετικά με την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου στοιχείου, χρησιμοποιούνται τα ίδια κριτήρια τόσο για την παύση αναγνώρισης όσο και για την αρχική αναγνώριση.

Βάσεις επιμέτρησης

29. Η επιλογή της βάσης επιμέτρησης χρειάζεται να αντικατοπτρίζει τους σκοπούς της χρηματοοικονομικής  πληροφόρησης και των ΧΚΓΣ ειδικότερα, καθώς επίσης να συμμορφώνεται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τις  αρχές εφαρμογής και τους περιορισμούς της πληροφόρησης. Προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και των ΧΚΓΣ ειδικότερα, οι βάσεις επιμέτρησης για περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις πρέπει να παρέχονται στο επίπεδο των λογιστικών προτύπων και πολιτικών. Διακρίνονται δύο έννοιες επιμέτρησης: το ιστορικό κόστος και η τρέχουσα αξία.

Έννοιες επιμέτρησης για περιουσιακά στοιχεία

30. Το ιστορικό κόστος για ένα περιουσιακό στοιχείο είναι το αντάλλαγμα, που δόθηκε για την απόκτηση ή την ανάπτυξή του, το οποίο είναι τα ταμειακά διαθέσιμα ή τα ισοδύναμα ταμειακών διαθεσίμων ή η αξία άλλου ανταλλάγματος που δόθηκε κατά την στιγμή της απόκτησης ή της ανάπτυξής του. Σύμφωνα με το μοντέλο του ιστορικού κόστους, κατά την ημερομηνία αναφοράς, το ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου μπορεί να μειωθεί  αναγνωρίζοντας αποσβέσεις και απομειώσεις.

31. Οι επιμετρήσεις της τρέχουσας αξίας για περιουσιακά στοιχεία αντικατοπτρίζουν το οικονομικό περιβάλλον που επικρατεί κατά την ημερομηνία αναφοράς.

Έννοιες επιμέτρησης για υποχρεώσεις

32. Το ιστορικό κόστος για μια υποχρέωση είναι το αντάλλαγμα που λήφθηκε για την ανάληψη υποχρέωσης, το οποίο είναι τα ταμειακά διαθέσιμα ή τα ισοδύναμα ταμειακών διαθεσίμων ή η αξία άλλου ανταλλάγματος που λήφθηκε κατά τη στιγμή της δημιουργίας της υποχρέωσης.

33. Οι επιμετρήσεις της τρέχουσας αξίας για υποχρεώσεις αντικατοπτρίζουν το οικονομικό περιβάλλον που επικρατεί κατά την ημερομηνία αναφοράς.

Χρήση εκτιμήσεων για σκοπούς επιμέτρησης

34. Η χρήση εκτιμήσεων για σκοπούς επιμέτρησης αποτελεί ουσιώδες μέρος της λογιστικής δεδουλευμένης βάσης. Στις περιπτώσεις που η αβεβαιότητα της εκτίμησης είναι τόσο μεγάλη ώστε να τίθεται υπό αμφισβήτηση η δυνατότητα της επιμέτρησης ενός στοιχείου να επιτύχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις αρχές εφαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη τους, το περιορισμούς πληροφόρησης συγκεκριμένο αυτό στοιχείο δεν αναγνωρίζεται.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α.2

Γλωσσάρι ορισμών (Glossary of terms)

Ανακτήσιμο ποσό (Recoverable amount):

Ανακτήσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου είναι το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:

α) της εύλογης αξίας μείον το κόστος πώλησης, και

β) της αξίας χρήσης.

Aναμενόμενες ζημίες πιστώσεων (Expected credit losses): Ο σταθμικός μέσος όρος των ζημιών πιστώσεων σταθμισμένων με τους αντίστοιχους κινδύνους επερχόμενης αθέτησης.

Ανάπτυξη (Development): Η εφαρμογή ευρημάτων έρευνας ή άλλης γνώσης σε ένα σχέδιο ή πρόγραμμα για την παραγωγή νέων ή ουσιωδώς βελτιωμένων υλικών, μηχανημάτων, μηχανισμών, προϊόντων, διαδικασιών, συστημάτων, ή υπηρεσιών πριν την έναρξη της εμπορικής παραγωγής ή χρήσης τους.

Αντισταθμιζόμενο στοιχείο (Hedged item): Περιουσιακό στοιχείο, υποχρέωση, βέβαιη δέσμευση, σχεδόν βέβαιη προβλεπόμενη συναλλαγή, ή καθαρή επένδυση σε αλλοδαπή εκμετάλλευση που:

(α) εκθέτει την οντότητα σε κίνδυνο μεταβολών εύλογης αξίας ή μελλοντικών χρηματοροών και

(β) έχει καθορισθεί ως αντισταθμιζόμενο στοιχείο.

Αντισταθμίζον στοιχείο (Hedging instrument): Καθορισμένο παράγωγο ή, στην περίπτωση αντιστάθμισης κινδύνου μεταβολών ισοτιμίας ξένου νομίσματος και  μόνο, καθορισμένο μη παράγωγο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μη παράγωγη χρηματοοικονομική υποχρέωση, η εύλογη αξία ή οι χρηματοροές του οποίου αναμένεται να συμψηφίσουν μεταβολές στην εύλογη αξία ή στις χρηματοροές ενός καθορισμένου αντισταθμιζόμενου στοιχείου.

Αξία χρήσης περιουσιακού στοιχείου που δημιουργεί χρηματοροές (Value in use of a cash-generating asset):

Είναι η παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών χρηματοροών που αναμένεται να αντληθούν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου δημιουργίας χρηματοροών και από τη διάθεσή του στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του.

Αξία χρήσης περιουσιακού στοιχείου που δεν δημιουργεί χρηματοροές (Value in use of a non cash-generating asset): Είναι η παρούσα αξία της εναπομένουσας δυνατότητας παροχής   ενός περιουσιακού στοιχείου.

Αποθέματα (Inventories): Περιουσιακά στοιχεία:

(α) με τη μορφή υλικών ή εφοδίων προς ανάλωση στην παραγωγική διαδικασία,

(β) με τη μορφή υλικών ή εφοδίων προς ανάλωση ή διανομή κατά την παροχή υπηρεσιών,

(γ) που κατέχονται προς πώληση ή διανομή στο πλαίσιο των συνήθων λειτουργιών, ή

(δ) σε διαδικασία παραγωγής σε εξέλιξη για πώληση ή διανομή.

Απομείωση (Impairment): Είναι απώλεια μελλοντικών οικονομικών οφελών ή δυνατότητας παροχής υπηρεσίας ενός περιουσιακού στοιχείου, πέραν και πλέον της συστηματικής αναγνώρισης απώλειας μελλοντικών οικονομικών οφελών ή της δυνατότητας παροχής υπηρεσίαςτου περιουσιακού στοιχείου, μέσω της απόσβεσης.

Απόσβεση (Depreciation or amortization): Η συστηματική κατανομή του αποσβέσιμου ποσού ενός περιουσιακού στοιχείου στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Ο όρος ‘depreciation’ χρησιμοποιείται για ενσώματα και ο όρος ‘amortization’ για άυλα περιουσιακά στοιχεία.

Αποσβέσιμο κόστος κτήσης χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή χρηματοοικονομικής υποχρέωσης (amortized cost of a financial asset or a financial liability):

Το ποσό στο οποίο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση επιμετράται κατά την αρχική αναγνώριση, μείον τις αποπληρωμές κεφαλαίου, πλέον ή μείον τη, βάσει της μεθόδου του αποτελεσματικού επιτοκίου, σωρευμένη απόσβεση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ του αρχικού ποσού καιτου ποσού κατά την ωρίμανση, προσαρμοσμένου, όταν αφορά σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, για  τυχόν συνυπολογιζόμενες απώλειες.

Αποσβέσιμο ποσό (Depreciable amount): Αποσβέσιμο ποσό είναι το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή άλλο ποσό που υποκαθιστά το κόστος μείον την υπολειμματική του αξία.

Άυλα πάγια (Intangible assets): Aναγνωρίσιμα, μηνομισματικά περιουσιακά στοιχεία χωρίς φυσική υπόσταση.

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (Current liabilities): Οι υποχρεώσεις ταξινομούνται ως βραχυπρόθεσμες όταν συντρέχει κάποιο από τα κατωτέρω κριτήρια:

(α) αναμένεται να διακανονισθούν εντός του κανονικού λειτουργικού κύκλου της οντότητας,

(β) κρατούνται πρωτίστως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ) υπάρχει υποχρέωση να διακανονισθούν εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

(δ) η οντότητα δεν έχει άνευ όρων δικαίωμα να αναβάλλει τον διακανονισμό τους για δώδεκα (12) τουλάχιστον μήνες από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Όροι που θα μπορούσαν κατά την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου να έχουν ως αποτέλεσμα τον διακανονισμό των υποχρεώσεων με την έκδοση συμμετοχικών τίτλων, δεν επηρεάζουν την ταξινόμησή τους.

Γνωστοποίηση (Disclosure): Το σύνολο των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των επεξηγηματικών πληροφοριών και αναλύσεων, καθώς και εκείνων περί συγκεκριμένων στοιχείων που, αν και ουσιαστικά δεν ικανοποιούν τα κριτήρια αναγνώρισης, οφείλουν να γνωστοποιούνται.

Δαπάνη (Expenditure): Το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδύναμων ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που αναλώνεται για την απόκτηση  περιουσιακού στοιχείου ή την πραγματοποίηση εξόδου.

Δεσμευτικό γεγονός (Obligating event): Γεγονός ή συνθήκη που δημιουργεί νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση.

Ελεγχόμενη οντότητα (Controlled entity): Η οντότητα που ελέγχεται από άλλη οντότητα, άμεσα ή έμμεσα.

Ελέγχουσα (μητρική) οντότητα (Controlling entity):

Η οντότητα που ελέγχει μία ή περισσότερες οντότητες.

Έλεγχος (Control): Μια οντότητα ελέγχει μιαν άλλη  οντότητα όταν είναι εκτεθειμένη ή έχει δικαιώματα σε κυμαινόμενα οφέλη στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην άλλη οντότητα και έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη φύση ή το ποσό αυτών των οφελών μέσω της εξουσίας της επί της άλλης οντότητας.

Ενδεχόμενη υποχρέωση (Contingent liability): Είναι:

(α) μια δυνητική δέσμευση που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος, η ύπαρξη της οποίας θα επιβεβαιωθεί μόνο από το εάν συμβεί ή δεν συμβεί ένα ή περισσότερα αβέβαια μελλοντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι υπό την έλεγχο της οντότητας, ή

(β) μια παρούσα δέσμευση που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος για την οποία:

 

(ι) δεν είναι πιθανό ότι θα απαιτηθεί εκροή πόρων που ενσωματώνουν οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσιών, για τον διακανονισμό της δέσμευσης, ή

(ιι) το ποσό της δέσμευσης δεν μπορεί να επιμετρηθεί με επαρκή αξιοπιστία.

Ενδεχόμενο περιουσιακό στοιχείο (Contingent asset):

Ένα πιθανό περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος, η ύπαρξη του οποίου θα επιβεβαιωθεί μόνο από το εάν συμβούν ή δεν συμβούνένα ή περισσότερα αβέβαια μελλοντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι πλήρως υπό τον έλεγχο της οντότητας.

Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις

(Consolidated financial statements): Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας.

Ενσώματα πάγια (Property, plant and equipment):

Περιουσιακά στοιχεία που έχουν φυσική υπόσταση, τα οποία:

(α) κατέχονται για χρήση στην παραγωγή, την παροχή αγαθών και υπηρεσιών, για ενοικίαση σε άλλους ή για διοικητικούς σκοπούς, και

(β) αναμένεται να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια περισσότερων της μιας περιόδων αναφοράς.

Επενδυτικά ακίνητα (Investment property): Είναι ακίνητα (γη ή κτίριο/μέρος κτιρίου ή και τα δύο), που κατέχονται για εκμίσθωση, ή για αποκόμιση οφέλους από  αύξηση της αξίας τους, ή και για τα δύο, παρά για:

(α) χρήση στην παραγωγή ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, ή για διοικητικούς σκοπούς, ή

(β) πώληση στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων.

Επενδυτικές δραστηριότητες (Investing activities):

Αφορούν την απόκτηση και διάθεση μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων και άλλων επενδύσεων που δεν περιλαμβάνονται στα ταμειακά ισοδύναμα.

Έρευνα (Research): H πρωτότυπη και σχεδιασμένη διερεύνηση που αναλαμβάνεται με την προσδοκία απόκτησης νέας επιστημονικής ή τεχνικής γνώσης και  κατανόησης.

Εύλογη αξία (Fair value): Το ποσό για το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαχθεί ή μια υποχρέωση να διακανονισθεί, μεταξύ μερών που διαθέτουν τη γνώση και την ανεξαρτησία της βούλησης κατά τη συναλλαγή.

Ημερομηνία αναφοράς (Reporting date): Η ημερομηνία της τελευταίας ημέρας της περιόδου στην οποία αναφέρονται οι χρηματοοικονομικές αναφορές.

Ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών (Financial reports’ approval date): Είναι η ημερομηνία, κατά την οποία οι χρηματοοικονομικές αναφορές εγκρίνονται προς έκδοση από το αρμόδιο όργανο της οντότητας αναφοράς.

Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα (Owner-occupiedproperty): Είναι ακίνητα που ελέγχονται (π.χ. κατά κυριότητα ή με χρηματοδοτική μίσθωση), για διοικητικούς σκοπούς ή για χρήση στην παραγωγή ή την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών.

Καθαρά περιουσιακά στοιχεία/Καθαρή θέση (Net assets/equity): Το υπολειμματικό συμφέρον επί των περιουσιακών στοιχείων μιας οντότητας, μετά την αφαίρεση όλων των υποχρεώσεών της.

Καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία (Net realizable value):H εκτιμώμενη τιμή πώλησης στο πλαίσιο των συνήθων λειτουργιών, μείον τα εκτιμώμενα κόστη ολοκλήρωσης και τα εκτιμώμενα αναγκαία κόστη για την πώληση, ανταλλαγή ή διανομή.

Κοινή διευθέτηση (Joint arrangement): Η διευθέτηση κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη έχουν κοινό έλεγχο.

Κοινή δραστηριότητα (Joint operation): Η κοινή διευθέτηση βάσει της οποίας τα μέρη, που έχουν κοινό έλεγχο, έχουν δικαιώματα στα περιουσιακά στοιχεία, και δεσμεύσεις για τις υποχρεώσεις, που σχετίζονται με αυτή.

Κοινός έλεγχος (Joint control): Ο συμφωνημένος καταμερισμός του ελέγχου σε μια διευθέτηση, μέσω μιας  δεσμευτικής συμφωνίας, που υφίσταται μόνο όταν οι αποφάσεις για τις σχετικές δραστηριότητες απαιτούν την ομόφωνη συναίνεση των μερών που μοιράζονται τον έλεγχο.

Κοινοπρακτών (Joint venturer): Συμμετέχων σε κοινοπραξία, ο οποίος έχει κοινό έλεγχο επ’ αυτής.

Κοινοπραξία (Joint venture): Κοινή διευθέτηση βάσει της οποίας τα μέρη που έχουν κοινό έλεγχο έχουν δικαιώματα στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της διευθέτησης.

Κόστος (Cost): Το ποσό των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδύναμων που πληρώνεται ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που δίνεται για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου κατά τον χρόνο της απόκτησής ή κατασκευής του.

Κόστη δανεισμού (Borrowing costs): Τόκοι και άλλα έξοδα που προκύπτουν για την οντότητα σε σχέση με τον δανεισμό κεφαλαίων.

Κόστη συναλλαγής (Transaction costs): Επαυξητικά κόστη που αποδίδονται ευθέως στην απόκτηση, έκδοση ή διάθεση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης. Επαυξητικά κόστη είναι εκείνα που δεν θα είχαν προκύψει αν δεν είχε γίνει η απόκτηση, έκδοση ή διάθεση αυτού του χρηματοοικονομικού μέσου.

Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία (Current assets): Τα περιουσιακά στοιχεία ταξινομούνται ως κυκλοφορούντα όταν συντρέχει κάποιο από τα κατωτέρω κριτήρια:

(α) αναμένεται να ρευστοποιηθούν, ή κρατούνται για πώληση ή ανάλωση εντός του κανονικού λειτουργικού κύκλου της οντότητας,

(β) κρατούνται πρωτίστως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ) αναμένεται να ρευστοποιηθούν εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

(δ) αφορούν ταμειακά διαθέσιμα ή ταμειακά ισοδύναμα, εκτός και αν, για δώδεκα (12) τουλάχιστον μήνες από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, υπάρχει περιορισμός ως προς την ανταλλαγή τους ή τη χρησιμοποίησή τους για τον διακανονισμό μιας υποχρέωσης.

 

Όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία ταξινομούνται ως μη κυκλοφορούντα.

Λειτουργικές δραστηριότητες (Operating activities): Οι δραστηριότητες της οντότητας εκτός των επενδυτικών και των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων.

Λειτουργική μίσθωση (Operating lease): Μια μίσθωση που δεν είναι χρηματοδοτική.

Λειτουργικό νόμισμα (Functional currency): Το νόμισμα του πρωταρχικού οικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου λειτουργεί η οντότητα.

Λογιστικές πολιτικές (Accounting policies): Οι συγκεκριμένες αρχές, βάσεις επιμέτρησης, παραδοχές, κανόνες και πρακτικές που εφαρμόζονται από την οντότητα αναφοράς για την κατάρτιση και παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Αναφορών Γενικού Σκοπού (ΧΑΓΣ).

Λογιστική αξία (Carrying amount): Το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο εμφανίζεται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς.

Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (Long-term liabilities):

Οι υποχρεώσεις που βάσει του σχετικού ορισμού δεν εντάσσονται στις βραχυπρόθεσμες.

Μέθοδος αποτελεσματικού επιτοκίου (Effective interest rate method): Η μέθοδος υπολογισμού του αποσβέσιμου κόστους ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης και κατανομής, καθώς και αναγνώρισης του τόκου ως εσόδου ή εξόδου στη σχετική περίοδο. Το αποτελεσματικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο που προεξοφλεί ακριβώς τις εκτιμώμενες μελλοντικές χρηματοροές κατά την αναμενόμενη διάρκεια ζωής ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης, στη μικτή λογιστική αξία του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή στο αποσβέσιμο κόστος της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης.

Μέθοδος καθαρής θέσης (Equity method): Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας μια επένδυση αναγνωρίζεται αρχικά στο κόστος και προσαρμόζεται στη συνέχεια, σύμφωνα με τις μετά την απόκτηση μεταβολές στην αναλογία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση.

Το πλεόνασμα/έλλειμμα του επενδυτή περιλαμβάνει την αναλογία του επί του πλεονάσματος ή του ελλείμματος της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση και τα  καθαρά περιουσιακά στοιχεία/καθαρή θέση του επενδυτή περιλαμβάνουν την αναλογία του επί της μεταβολής των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση που δεν έχει αναγνωριστεί στο πλεόνασμα ή το έλλειμμα της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση.

Μέθοδος ολικής ενοποίησης (Full consolidation method): Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας μια ελέγχουσα οντότητα, ενοποιεί στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων κάθε ελεγχόμενης από αυτή οντότητας, στοιχείο προς στοιχείο και γραμμή προς γραμμή, προσθέτοντας αυτά με τα ανάλογα δικά της κονδύλια, έτσι ώστε οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της να παρουσιάζονται ως χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οικονομικής οντότητας.

Μέθοδος ποσοστού ολοκλήρωσης (Percentage of completion method): Μέθοδος σύμφωνα με την οποία τα έσοδα από συμβάσεις παροχής υπηρεσίας ή από κατασκευαστικά συμβόλαια αναγνωρίζονται με βάση το ποσοστό ολοκλήρωσης της σύμβασης στο τέλος της  περιόδου αναφοράς.

Μελλοντικό οικονομικό όφελος ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας (Future economic benefit or service potential): Τα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν για τις οντότητες μέσα για την επίτευξη των στόχων τους. Όταν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους σκοπούς της οντότητας για την παραγωγή/ παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, αλλά δεν δημιουργούν καθαρές ταμειακές εισροές, αναφέρονται ως στοιχεία που ενσωματώνουν δυνατότητα παροχής υπηρεσίας, ενώ όταν χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία καθαρών ταμειακών εισροών αναφέρονται ως στοιχεία που ενσωματώνουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη. Για την κάλυψη όλων των σκοπών για τους οποίους προορίζονται τα περιουσιακά στοιχεία, χρησιμοποιείται ο όρος “μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας”.

Μη ελέγχουσες συμμετοχές (Non-controlling interest): Η αναλογία του πλεονάσματος ή του ελλείμματος και των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης μιας ελεγχόμενης οντότητας, που δεν μπορεί να αποδοθεί, άμεσα, ή έμμεσα, στην ελέγχουσα (μητρική) οντότητα.

Μικτή λογιστική αξία ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου (Gross carrying amount of a financial asset): Το αποσβέσιμο κόστος ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, πριν την προσαρμογή για τυχόν συνυπολογιζόμενες απώλειες.

Μίσθωση (Lease): Συμφωνία βάσει της οποίας ο εκμισθωτής μεταφέρει στον μισθωτή, σε αντάλλαγμα μιας πληρωμής ή σειράς πληρωμών, το δικαίωμα χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου για συμφωνημένη χρονική περίοδο.

Νόμισμα παρουσίασης (Presentation currency): Το νόμισμα στο οποίο παρουσιάζονται οι ΧΑΓΣ. Το νόμισμα παρουσίασης μπορεί να ταυτίζεται με το λειτουργικό νόμισμα ή να είναι διαφορετικό από αυτό.

Νομισματικά στοιχεία (Monetary items): Μονάδες νομίσματος που κατέχονται και περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που θα εισπραχθούν ή πληρωθούν σε καθορισμένο ή προσδιορίσιμο αριθμό μονάδων νομίσματος.

Ξένο νόμισμα (Foreign currency): Ένα νόμισμα άλλο από το λειτουργικό νόμισμα της οντότητας.

Οικονομική ζωή (Economic life): Είναι είτε:

(α) η χρονική περίοδος κατά την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να αποφέρει οικονομικά οφέλη ή

να προσφέρει δυνατότητα παροχής υπηρεσιών σε έναν ή περισσότερους χρήστες, είτε

(β) ο αριθμός των μονάδων παραγωγής ή παρόμοιων μονάδων που αναμένεται να ληφθούν από το περιουσιακό στοιχείο από έναν ή περισσότερους χρήστες.

Οικονομική οντότητα (Economic entity): Η ελέγχουσα οντότητα και οι από αυτήν ελεγχόμενες οντότητες.

Ουσιώδης επιρροή - σχετική με επενδύσεις σε άλλες οντότητες (Significant influence - relating to interests in other entities): Η ικανότητα μιας οντότητας (επενδυτής)  να επηρεάζει τις χρηματοοικονομικές και λειτουργικές αποφάσεις μιας άλλης οντότητας, χωρίς να εξασκεί έλεγχο ή από κοινού έλεγχο επ’ αυτής.

Παράγωγο (Derivative): Είναι χρηματοοικονομικό μέσο ή άλλη σύμβαση που πληροί και τα τρία κατωτέρω χαρακτηριστικά:

) η αξία του μεταβάλλεται σε σχέση με τη μεταβολή μιας μεταβλητής (καλούμενης συνήθως το «υποκείμενο»), όπως συγκεκριμένου επιτοκίου, τιμής χρηματοοικονομικού μέσου, τιμής εμπορεύματος, συναλλαγματικής ισοτιμίας, δείκτη τιμών ή ισοτιμιών, πιστωτικής διαβάθμισης ή πιστωτικού δείκτη, ή άλλης μεταβλητής, με την προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση μη χρηματοοικονομικής μεταβλητής, η μεταβλητή δεν σχετίζεται ειδικά με αντισυμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης,

) δεν απαιτεί αρχική καθαρή επένδυση ή απαιτεί αρχική καθαρή επένδυση μικρότερη από αυτή που θα απαιτείτο για άλλους τύπους συμβάσεων που θα αναμενόταν να έχουν παρόμοια ανταπόκριση σε μεταβολές παραγόντων της αγοράς, και

(γ) διακανονίζεται σε μελλοντική ημερομηνία.

Περιουσιακά στοιχεία μακράς περιόδου κατασκευής ή παραγωγής (Qualifying asset): Είναι περιουσιακά στοιχεία που απαιτούν σημαντική χρονική περίοδο μέχρις ότου καταστούν έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους.

Πρόβλεψη (Provision): Μια υποχρέωση, σαφώς καθορισμένης φύσης, η οποία κατά την ημερομηνία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι περισσότερο πιθανό να έχει καταστεί δεδουλευμένη από το να μην έχει καταστεί δεδουλευμένη, αλλά είναι αβέβαιη ως προς το ύψος ή/και τον χρόνο της εκροής πόρων που θα απαιτηθεί για τον διακανονισμό της.

Προκαταβολή (Prepayment): Η απαίτηση που προκύπτει από τη χορήγηση ταμειακών διαθεσίμων ή/και άλλων περιουσιακών στοιχείων, έναντι των οποίων θα ληφθούν αγαθά ή υπηρεσίες.

Σταθερή μέθοδος απόσβεσης (Straight line method of depreciation): Η ισομερής κατανομή της αποσβέσιμης αξίας ενός στοιχείου στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του.

Συγγενής οντότητα (Associate): Μια οντότητα, επί της οποίας ο επενδυτής έχει ουσιώδη επιρροή.

Συναλλαγές ανταλλαγής (Exchange transactions): Συναλλαγές κατά τις οποίες η οντότητα λαμβάνει περιουσιακά στοιχεία ή υπηρεσίες, ή εκπληρώνει υποχρεώσεις, δίνοντας σε άλλη οντότητα περίπου ισόποση αξία ως άμεσο αντάλλαγμα, υπό το μορφή ως επί το πλείστον ταμειακών διαθεσίμων, αγαθών, υπηρεσιών ή χρήσης περιουσιακών στοιχείων.

Συναλλαγές που δεν αφορούν ανταλλαγή (Non exchange transactions): Συναλλαγές οι οποίες δεν συνιστούν συναλλαγές ανταλλαγής, κατά τις οποίες η οντότητα είτε λαμβάνει αξία από άλλη οντότητα χωρίς να δώσει περίπου ισόποση αξία ως άμεσο αντάλλαγμα,είτε δίνει αξία σε άλλη οντότητα χωρίς να λάβει περίπου ισόποση αξία ως άμεσο αντάλλαγμα.

Συναλλαγματική ισοτιμία (Exchange rate): Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων.

Συνυπολογιζόμενη απώλεια (Loss allowance): Το ποσό για αναμενόμενες ζημίες πιστώσεων, από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος ή στην εύλογη αξία μέσω της καθαρής περιουσίας/θέσης, καθώς και η πρόβλεψη για αναμενόμενες ζημίες πιστώσεων από δεσμεύσεις για παροχή δανείων και από συμβάσεις χρηματοοικονομικών εγγυήσεων.

Ταμειακά διαθέσιμα (Cash): Μετρητά εις χείρας και καταθέσεις όψεως.

Ταμειακά ισοδύναμα (Cash equivalents): Βραχυπρόθεσμες επενδύσεις υψηλού βαθμού ρευστότητας που είναι άμεσα μετατρέψιμες σε γνωστά ποσά ταμειακών διαθεσίμων και οι οποίες υπόκεινται σε ασήμαντο κίνδυνο μεταβολής της αξίας τους.

Τεκμαιρόμενη δέσμευση (Constructive obligation):

Δέσμευση που προέρχεται από ενέργειες της οντότητας,

όπου:

(α) μέσω καθιερωμένων πρακτικών του παρελθόντος,

δημοσιευμένων πολιτικών ή μέσω επαρκώς εξειδικευμένης τρέχουσας δήλωσης, η οντότητα έχει δείξει σε άλλα μέρη ότι θα αναλάβει συγκεκριμένες ευθύνες και,

(β) ως αποτέλεσμα, η οντότητα έχει δημιουργήσει βάσιμη προσδοκία σε αυτά τα άλλα μέρη ότι θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές τις ευθύνες.

Υπολειμματική αξία - ενσώματων ή άυλων παγίων

(Residual value of property, plant and equipment or intangible assets): Το εκτιμώμενο ποσό που η οντότητα θα αποκτούσε επί του παρόντος από τη διάθεση ενός περιουσιακού στοιχείου μετά την αφαίρεση του εκτιμώμενου κόστους διάθεσης, εάν το περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στην ηλικία και στις συνθήκες που αναμένονται κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του.

Χρηματοδοτικές δραστηριότητες (Financing activities): Δραστηριότητες που καταλήγουν σε μεταβολή του μεγέθους και της σύνθεσης του εισφερθέντος κεφαλαίου και των δανείων της οντότητας.

Χρηματοδοτική μίσθωση (Finance lease): Μίσθωση που μεταβιβάζει ουσιωδώς όλους τους κινδύνους και ανταμοιβές που συνεπάγεται η ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου. Ο τίτλος ιδιοκτησίας είτε τελικά μεταβιβάζεται στον αντισυμβαλλόμενο είτε όχι.

Χρηματοοικονομικό μέσο (Financial instrument): Κάθε σύμβαση η οποία δημιουργεί χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο σε μια οντότητα και χρηματοοικονομική υποχρέωση ή συμμετοχικό τίτλο σε άλλη οντότητα.

Χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο (Financial asset): Κάθε στοιχείο που είναι:

(α) ταμειακά διαθέσιμα,

(β) συμμετοχικός τίτλος άλλης οντότητας,

(γ) συμβατικό δικαίωμα:

(ι) για λήψη ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου από άλλη οντότητα ή

(ιι) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών  στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι δυνητικά ευνοϊκές για την οντότητα, ή

(δ) σύμβαση που θα, ή μπορεί να, διακανονισθεί με ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της οντότητας και είναι:

 (ι) μη παράγωγο για το οποίο η οντότητα είναι υποχρεωμένη, ή μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει μεταβλητό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της, ή

(ιι) παράγωγο το οποίο θα διακανονισθεί ή μπορεί να διακανονισθεί με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός από ανταλλαγή σταθερού ποσού ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, με σταθερό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της.

Χρηματοοικονομική υποχρέωση (Financial liability):

Κάθε υποχρέωση που αφορά:

(α) Συμβατική δέσμευση:

(ι) για παράδοση ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου

χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου σε άλλη

οντότητα, ή

(ιι) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών

στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με άλλη

οντότητα υπό συνθήκες που είναι δυνητικά δυσμενείς

για την οντότητα, ή

(β) σύμβαση που θα, ή μπορεί να, διακανονισθεί με

ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της οντότητας και είναι:

(ι) μη παράγωγο για το οποίο η οντότητα είναι υποχρεωμένη ή μπορεί να υποχρεωθεί να παραδώσει μεταβλητό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της, ή

(ιι) παράγωγο το οποίο θα διακανονισθεί ή μπορεί να

διακανονισθεί με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός από ανταλλαγή σταθερού ποσού ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, για σταθερό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της.

Χρηματοροές ή ταμειακές ροές (Cash flows): Εισροές και εκροές ταμειακών διαθεσίμων και ταμειακών ισοδύναμων.

Ωφέλιμη ζωή (Useful life): Ωφέλιμη ζωή ενός περιουσιακού στοιχείου είναι είτε:

(α) η χρονική περίοδος κατά την οποία το περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να χρησιμοποιηθεί ή να είναι διαθέσιμο για χρήση από την οντότητα, ή

(β) ο αριθμός των μονάδων παραγωγής ή παρόμοιων μονάδων που η οντότητα αναμένει να λάβει από αυτό

 

…………………………………………………………………………

 

Για  να δείτε το σύνολο του νόμου όπως δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό χώρο της  εφημερίδα της  κυβέρνησης  στο διαδικτυακό  χωρο  www.et.gr  πατήστε εδώ.