Νόμος  5094  / 2024 (ΦΕΚ 39  Α’ 13 Μαρτίου 2024) .Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου - Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων και άλλες διατάξεις.

        

          Δημοσιεύθηκε ο νόμος   5094  / 2024   (ΦΕΚ 39  Α 13 Μαρτίου 2024) για τη λειτουργία   των    αλλοδαπών  ανώτατων   εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.       

           Σύμφωνα με τα ειδικότερα περιλαμβανόμενα στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων [ Για να δείτε το κείμενο της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων, όπως δημοσιεύθηκε στο  www.hellenicparliament.gr   πατήστε  εδώ για την αιτιολογική έκθεση πατήστε εδώ.

       «….. Γενική παρατήρηση επί του Μέρους Δ΄

I. Το νοµοσχέδιο περιέχει λεπτοµερείς ρυθµίσεις σχετικά µε την εγκατάσταση και τη λειτουργία στην Ελλάδα Νοµικών Προσώπων Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης ως παραρτηµάτων ιδρυµάτων που παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτη χώρα, έχουν την έδρα του µητρικού ανώτατου ιδρύµατος σε µία από αυτές τις χώρες, και αδειοδοτούνται και λειτουργούν βάσει της νοµοθεσίας της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το µητρικό ίδρυµα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι µόνο αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα µπορούν, κατά τις ρυθµίσεις του νοµοσχεδίου, να ιδρύουν παραρτήµατά τους στην Ελλάδα.

     Τα παραρτήµατα αυτά εγκαθίστανται στην Ελλάδα και λειτουργούν, όπως προβλέπεται στο νοµοσχέδιο, κατά συνδυασµό διατάξεων της ελληνικής νοµοθεσίας και της νοµοθεσίας της χώρας στην οποία έχουν την έδρα τους.

     Ειδικότερα, κατά το άρθρο 130 του νοµοσχεδίου, σκοπός του Μέρους Δ΄ είναι «η ρύθµιση της αδειοδότησης της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτηµάτων µητρικών ιδρυµάτων υπό τη µορφή Νοµικών Προσώπων Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) (εφεξής παράρτηµα – Ν.Π.Π.Ε.) κατά τρόπο σύµφωνο µε τον συνταγµατικό προορισµό της ανώτατης εκπαίδευσης», ενώ κατά το άρθρο 131 αντικείµενο των οικείων διατάξεων είναι µεταξύ άλλων «γ) η υπαγωγή του παραρτήµατος µητρικού ιδρύµατος υπό τη µορφή Ν.Π.Π.Ε. σε καθεστώς αδειοδότησης κατόπιν αξιολόγησης, πιστοποίησης και αδιάλειπτης εποπτείας των δοµών, των Σχολών και των προγραµµάτων σπουδών τους από τα αρµόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας µε γνώµονα το γενικό συµφέρον και τις επιταγές του Συντάγµατος».

      Τα εν λόγω ηµεδαπά νοµικά πρόσωπα αποτελούν παραρτήµατα αλλοδαπών ιδρυµάτων και ελέγχονται από αυτά, παρέχουν δε αναγνωρισµένα από το µητρικό ίδρυµα προγράµµατα σπουδών (άρθρο 137). Παραλλήλως, όµως,«παρέχουν προγράµµατα σπουδών τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης» (άρθρο133 παρ. 1 (β)), υπάγονται σε κρατική εποπτεία «προς εξυπηρέτηση (…) των συνταγµατικών σκοπών της ανώτατης εκπαίδευσης» (άρθρο 136) στο πλαίιο της οποίας πιστοποιούνται τα οικεία προγράµµατα σπουδών, ενώ τίθενται αρχές δράσεις στο πλαίσιο, µεταξύ άλλων, της ακαδηµαϊκής ελευθερίας και της κοινωνικής αποστολής της ανώτατης εκπαίδευσης (άρθρο 133παρ. 2). Τέλος, κάθε παράρτηµα – Ν.Π.Π.Ε., το οποίο παρέχει πρόγραµµα σπουδών αναγνωρισµένο από το µητρικό ίδρυµα και πιστοποιηµένο από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, χορηγεί στους αποφοίτους του τίτλο σπουδών του µητρικού ιδρύµατος, ο οποίος αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος υπό την προϋπόθεση ότι περιλαµβάνεται στο Εθνικό Μητρώο Τύπων Τίτλων Σπουδών Αναγνωρισµένων Ιδρυµάτων της Αλλοδαπής του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., χωρίς όµως να υποβάλλεται στη διαδικασία ακαδηµαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών στον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. Εποµένως, τα εν λόγω παραρτήµατα µετέχουν τόσο του εκπαιδευτικού συστήµατος της χώρας προέλευσης όσο και του ηµεδαπού συστήµατος ανώτατης εκπαίδευσης.

     Ο χαρακτηρισµός, στο νοµοσχέδιο, αυτών των παραρτηµάτων ως Νοµικών Προσώπων Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης είναι πρωτότυπος στην ελληνική νοµοθεσία, η οποία γνωρίζει νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

    φύση των νοµικών προσώπων πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης ορίζεται, στο νοµοσχέδιο ως εξής: «Το παράρτηµα – Ν.Π.Π.Ε. αποτελεί νοµικό πρόσωπο ειδικού σκοπού µε νοµική προσωπικότητα, µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, µε αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης».

     Από τον ορισµό αυτό και από τις σχετικές διατάξεις του νοµοσχεδίου συνάγεται ότι πρόκειται περί sui generis κατηγορίας νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία έχουν ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά το ότι παρέχουν υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης, έχουν ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά που δεν απαντούν σε συνήθη µορφώµατα του ιδιωτικού δικαίου, και δεν ασκούν κερδοσκοπική δραστηριότητα.

    Το πρώτο ερώτηµα, εποµένως, που τίθεται είναι αν τα παραρτήµατα αυτά ιδρυµάτων ανώτατης εκπαίδευσης, που έχουν την έδρα τους σε χώρα της αλλοδαπής, µπορούν να εγκαθίστανται και να λειτουργούν στην Ελλάδα κατά τρόπο ο οποίος να συνάδει προς το ελληνικό Σύνταγµα και την κοινωνική αποστολή της εκπαίδευσης, όπως ρητώς υπολαµβάνει, κατά τα άρθρα 130 και 131, το νοµοσχέδιο.

II. Το άρθρο 16 του Συντάγµατος κατοχυρώνει την ελευθερία της επιστήµης, της έρευνας και της διδασκαλίας, περιλαµβανοµένης της ακαδηµαϊκής ελευθερίας ως ειδικότερης έκφανσης, και ορίζει την παιδεία ως βασική αποστολή του κράτους. Ειδικά ως προς την ανώτατη εκπαίδευση, ορίζει τα εξής:

α. ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου µε πλήρη αυτοδιοίκηση» (παράγραφος 5 εδάφιο α΄), β. ότι «οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών

ιδρυµάτων είναι δηµόσιοι λειτουργοί» (παράγραφος 6 εδάφιο α΄) και γ. ότι«η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παράγραφος 8

εδάφιο β΄).

Κατά τη δεκαετία του 1990 αποτέλεσε αντικείµενο δικαστικής κρίσης το ζήτηµα αν οι ως άνω διατάξεις του Συντάγµατος επιτρέπουν τη λειτουργία στην Ελλάδα αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, τα οποία αναγνωρίζονται ως οµοταγή των ηµεδαπών.

      Το ανωτέρω ζήτηµα το αντιµετώπισε, παρεµπιπτόντως, το Συµβούλιο της Επικρατείας, µε αφορµή υπόθεση ακαδηµαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών ΑΕΙ της αλλοδαπής, για την απόκτηση του οποίου προσµετρήθηκαν σπουδές σε τµήµα του στην Ελλάδα (ΟλΣτΕ 3457/1998).

    Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιτρέπεται η οικεία αναγνώριση, γιατί «η τυχόν αναγνώριση της ισοτιμίας τίτλου σπουδών, ο οποίος αποκτήθηκε υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες από οµοταγές Α.Ε.Ι. της αλλοδαπής - ως εν προκειµένω - θα οδηγούσε στην αναγνώριση, εκ του αποτελέσµατος, ως σπουδών ανωτάτης εκπαιδεύσεως, των σπουδών εκείνων, οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν στην Ελλάδα, σε Τµήµα ή Παράρτηµα οµοταγούς αλλοδαπού Α.Ε.Ι. που λειτουργεί, στην Χώρα, υπό µορφήν ιδιωτικού φροντιστηρίου ή Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών, γεγονός, όµως, το οποίο θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Συντάγµατος, το οποίο, απαγορεύει την λειτουργία στην Ελλάδα Α.Ε.Ι. από ιδιώτες».

      Στην απόφαση αυτή διατυπώθηκε µειοψηφία πέντε µελών του Δικαστηρίου, τα οποία, µεταξύ άλλων, υποστήριξαν ότι «οι µνηµονευµένες διατάξεις του Συντάγµατος ρυθµίζουν τα της παροχής στην Ελλάδα ανωτάτης εκπαιδεύσεως και καθορίζουν τη νοµική µορφή και το καθεστώς λειτουργίας των Ελληνικών Ιδρυµάτων, τα οποία την παρέχουν και ότι συνεπώς το µόνο το οποίο αποκλείεται, ρητώς, από το Σύνταγµα, είναι η σύσταση στην Ελλάδα από ιδιώτες ανωτάτων Σχολών, όχι όµως και η λειτουργία στην Ελλάδα Τµηµάτων ή Παραρτηµάτων οµοταγών Ανωτάτων Σχολών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή και ειδικότερα σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως» (σκέψη 5).

     Σηµειώνεται, επίσης, ότι, στο γενικότερο κλίµα διεύρυνσης των πανεπιστηµιακών συµπράξεων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ν.4957/2022 (άρθρο 111 παρ. 1) προβλέπει ότι ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα που «µετέχουν σε διακρατικές συµµαχίες Πανεπιστηµίων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Ευρωπαϊκά Πανεπιστήµια», µπορούν, σε συνεργασία µε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα της αλλοδαπής, «να ιδρύουν, να οργανώνουν και να λειτουργούν Κοινά Διεθνή Διιδρυµατικά Προγράµµατα Σπουδών (Κ.Δ.Δ.Π.Σ.) σύντοµης διάρκειας και πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου».

    Η ως άνω κρίση της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 3457/1998) δεν έχει έκτοτε ανατραπεί ή αµφισβητηθεί στη νοµολογία, αντιθέτως δε παραπέµπεται τόσο από την Ολοµέλεια, όσο και από τα Τµήµατα του Δικαστηρίου σε αποφάσεις τους (ΟλΣτΕ 178/2023, σκέψη 15, ΣτΕ Γ΄ 2572/2021, σκέψη 11, ΣτΕ Δ΄ 1071/2021, σκέψη 15) (πρβλ. και ΟλΣτΕ18 2411/2012, σκέψη 8, η οποία συναρτά το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγµατοςµε το δικαίωµα δωρεάν παιδείας και την αρχή της αξιοκρατίας).

      Στην ανωτέρω απόφαση της Ολοµέλειας (3457/58), το Δικαστήριο διχάσθηκε, περαιτέρω, ως προς το ζήτηµα της αναγνώρισης αλλοδαπών πανεπιστηµιακών διπλωµάτων κατά το µέρος που η κατοχή τους συναρτάται µε την πρόσβαση σε επάγγελμα, µε την πλειοψηφία να αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήµατος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και µε ισχυρή µειοψηφία ένδεκα µελών να υποστηρίζει ότι το ζήτηµα εµπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο, το οποίο προστατεύει την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζοµένων και την ελευθερία επαγγελµατικής εγκατάστασης, οι οποίες παρεµποδίζονται όταν έτερο κράτος µέλος δεν αναγνωρίζει την επαγγελµατική ισχύ τίτλων σπουδών που χορηγούν αρχές άλλου κράτους. Κατά το σηµείο αυτό υφίσταται πλέον µεταστροφή της νοµολογίας, όπως ευθύς κατωτέρω εκτίθεται.

Το ανωτέρω ζήτηµα απασχόλησε εκ νέου το Συµβούλιο της Επικρατείας,όπως και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την ειδικότερη µορφήτης αναγνώρισης επαγγελµατικών προσόντων ή επαγγελµατικής ισοδυναµίας αλλοδαπών τίτλων σπουδών όταν οι οικείες σπουδές έχουν διανυθεί ενόλω ή εν µέρει στην Ελλάδα σε φορείς µεταλυκειακής εκπαίδευσης (εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, κολλέγια, κ.λπ.). Υπό τη µορφή αυτή, το ζήτηµα εµπίπτει σαφώς στο δίκαιο της Ένωσης, δευτερογενές και πρωτογενές, υπό το φως της θεµελιώδους ελευθερίας κυκλοφορίας εργαζοµένων και τη θεµελιώδους ελευθερίας εγκατάστασης προσώπων. Όπως συναφώς παρατηρήθηκε, «η λειτουργία παραρτηµάτων ξένων πανεπιστηµίων αποτελεί ζήτηµα ευρωπαϊκού δικαίου στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζοµένων» (βλ. Αντ. Παντελή, Εγχειρίδιο Συνταγµατικού Δικαίου, 5η εκδ.,2020, σελ. 524).

Πλέον, γίνεται καθολικά δεκτό ότι, ακόµη και όταν δεν είναι εφαρµοστέες οι Οδηγίες για το γενικό σύστηµα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης και επαγγελµατικών προσόντων, οι ελληνικές αρχές, όταν επιλαµβάνονται αίτησης για πρόσβαση σε επάγγελµα η οποία προϋποθέτει κατοχή διπλώµατος, οφείλουν να λαµβάνουν υπόψη τους τον τίτλο σπουδών που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόµενος σε άλλο κράτος µέλος, µολονότι µε το δίπλωµα αυτό πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγµατοποιηθεί στην Ελλάδα και οι οποίες δεν αναγνωρίζονται στη χώρα µας ως σπουδές τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (ΟλΣτΕ 178/2023, οµοφώνως)

   Κατά τη νοµολογία, αυτή η λύση δενπροσκρούει στο άρθρο 16 του Συντάγµατος, γιατί η οικεία αναγνώριση ούτε προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται αναγνώριση της ακαδηµαϊκής αξίας των οικείων σπουδών, ενώ αντιθέτως «τα ζητήµατα της ακαδηµαϊκής αναγνώρ ισης τίτλων σπουδών ανάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα της Ελληνικής Δηµοκρατίας» (ΟλΣτΕ 178/2023, σκέψη 15).

   Αυτό το πόρισµα έχει επιβεβαιωθεί και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δηµοκρατίας, C-274/05). Το Δικαστήριο ρητώς τόνισε ότι το «δίπλωµααναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νοµοθετικά κατοχυρωµένο επάγγελµα εντός του κράτους µέλους στο οποίο αυτό αποκτήθηκεή αναγνωρίστηκε (...) Το γενικό σύστηµα αναγνωρίσεως των διπλωµάτων τριτοβάθµιας εκπαιδεύσεως (…) στηρίζεται, συγκεκριµένα, στην αµοιβαία εµπιστοσύνη µεταξύ των κρατών µελών όσον αφορά τα επαγγελµατικά προσόντα που αναγνωρίζουν. Το σύστηµα αυτό θέτει, κατ’ ουσία, τεκµήριο περί του ότι τα προσόντα αιτούντος ο οποίος έχει δικαίωµα να ασκεί νοµοθετικά κατοχυρωµένο επάγγελµα σε ένα κράτος µέλος είναι επαρκή για την άσκηση του ιδίου αυτού επαγγέλµατος στα λοιπά κράτη µέλη» (σκέψεις 29-30).

Περαιτέρω, το Δικαστήριο ρητώς δέχθηκε ότι «η ερµηνεία αυτή δεν θέτει υπό αµφισβήτηση την αρµοδιότητα της Ελληνικής Δηµοκρατίας όσον αφορά το περιεχόµενο της εκπαιδεύσεως και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος. (…) Καταρχάς, πρέπει να επισηµανθεί συναφώς ότι η οδηγία 89/48 δεν αφορά την αναγνώριση ακαδηµαϊκών τίτλων σπουδών, αλλά µόνον τα επαγγελµατικά προσόντα τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νοµοθετικά κατοχυρωµένα επαγγέλµατα» (σκέψεις 36-37). Κατέληξε δε στο ότι «ως εκ τούτου, ο σκοπός της διασφαλίσεως του υψηλού επιπέδου των ελληνικών πανεπιστηµιακών σπουδών δεν τίθεται σε κίνδυνο από τις σπουδές αυτές, η διασφάλιση της ποιότητας των οποίων εναπόκειται στις αρµόδιες αρχές των λοιπών κρατών µελών, οι οποίες χορηγούν τα διπλώµατα που πιστοποιούν τις εν λόγω σπουδές» (σκέψη 40).

III. Τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης επί ζητηµάτων ανώτατης παιδείας (και παιδείας, γενικότερα) διέπουν οι ρυθµίσεις του ενωσιακού δικαίου.

Συγκεκριµένα:

Πρώτον, το άρθρο 165 παράγραφοι 1 και 2 του Συνθήκης για της Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΣλΕΕ), που ορίζει τα εξής: «1. Η Ένωση συµβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία µεταξύ κρατών µελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζονταςκαι συµπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόµενη ταυτόχρονα πλήρως την αρµοδιότητα των κρατών µελών για το περιεχόµενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυµορφία. Η Ένωση συµβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισµού, λαµβάνοντας υπόψη παράλληλα τις ιδιαιτερότητές του, τις δοµές του που βασίζονται στον εθελοντισµό καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο. 2. Η δράση της Ένωσηςέχει ως στόχο: να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας, µέσω ιδίως της εκµάθησης και της διάδοσης των γλωσσών των κρατών µελών, να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, µεταξύ άλλων και µέσω της ακαδηµαϊκής αναγνώρισης διπλωµάτων και περιόδων σπουδών, να προωθεί τη συνεργασία µεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εµπειριών για τα κοινά προβλήµατα τωνεκπαιδευτικών συστηµάτων των κρατών µελών, να ευνοεί την ανάπτυξη τωνανταλλαγών νέων, καθώς και οργανωτών κοινωνικοµορφωτικών δραστηριοτήτων, και να ενθαρρύνει τη συµµετοχή των νέων στο δηµοκρατικό βίο τηςΕυρώπης, να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση του αθλητισµού, προάγοντας τη δικαιότητα και τον ανοιχτό χαρακτήρα των αθλητικών αναµετρήσεων και τη συνεργασία µεταξύ των αρµόδιων για τον αθλητισµό φορέων, καθώς και προστατεύοντας τη σωµατική και ηθική ακεραιότητα των αθλητών, ιδίως των νεότερων µεταξύ τους».

      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 5 της Συνθήκης, «[σ]ε ορισµένους τοµείς [όπως εν προκειμένω] και υπό τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες, η Ένωση έχει αρµοδιότητα να αναλαµβάνει δράσεις για την υποστήριξη, τον συντονισµό ή τη συµπλήρωση της δράσης των κρατών µελών, χωρίς ωστόσονα αντικαθιστά την αρµοδιότητά τους στους εν λόγω τοµείς. Οι νοµικά δεσµευτικές πράξεις της Ένωσης οι οποίες θεσπίζονται βάσει των διατάξεωντων Συνθηκών που αφορούν τους τοµείς αυτούς δεν µπορούν να περιλαµβάνουν εναρµόνιση των νοµοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών µελών».

Δεύτερον, το άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ορίζει τα εξής: «1. Η οριοθέτηση των αρµοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρµοδιότητας. Η άσκηση των αρµοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. 2. Σύµφωνα µε την αρχή της δοτής αρµοδιότητας, η Ένωση ενεργεί µόνον εντός των ορίων των αρµοδιοτήτων που της απονέµουν τα κράτη µέλη µε τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Κάθε αρµοδιότητα η οποία δεν απονέµεται στην Ένωση µε τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη µέλη». Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του ως άνω 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση επαναλαµβάνει την παράγραφο 1 του άρθρου 4 της Συνθήκης.

Το ότι δεν διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση (δοτή) αρµοδιότητα γενικότερα επί των ζητηµάτων της παροχής παιδείας, αλλά αρµοδιότητα υποστηρικτική, δεν αποκλείει τη θέση ερωτήµατος ως προς το αν υφίσταται σύγκρουση των διατάξεων των παραγράφων 5, 6 και 8 του ελληνικού Συντάγµατος προς αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικών µε την παροχή παιδείας και, ειδικότερα, ανώτατης εκπαίδευσης, και, αν ναι, τι κατισχύει εν προκειµένω, ειδικότερα όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης.

IV. Εν προκειµένω καταγράφονται τέσσερις παραδοχές της νοµολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρώτον, γίνεται δεκτό ότι η ελευθερία εγκατάστασης προστατεύεται ως προς το ωφέλιµο αυτής αποτέλεσµα, και θίγεται, όχι µόνο όταν το κράτος υποδοχής διακρίνει µεταξύ ηµεδαπών και αλλοδαπών προσώπων και επιχειρήσεων, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση που εθνικό µέτρο, ακόµη και αν εφαρµόζεται µε όµοιον τρόπο για όλους, απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας, δηλαδή την εγκατάσταση σε άλλο κράτος µέλος. (Βλ. ήδη την απόφαση της 31ης Μαρτίου1993, Dieter Kraus και Land Baden-Württemberg, C-19/92, σκέψη 32 και τηναπόφαση της 30ής Νοεµβρίου 1995, Reinhard Gebhard v Consiglio dell'Ordine degli Avvocati e Procuratori di Milano, C-55/94, σκέψη 37, καθώς και, ειδικώς στον τοµέα της ανώτατης εκπαίδευσης, την απόφαση της 7ης Σεπτεµβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C-391/20, σκέψη 61). Έτσι, ενώ, αρχικά, η παρεχόµενη προστασία είχε ως σκοπό τον εντοπισµό συγκεκαλυµµένων διακρίσεων λόγω εθνικότητας (και υπό αυτό το πλαίσιο είχε γίνει δεκτό ότι το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγµατος, στο βαθµό που δεν διακρίνει µεταξύ Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων άλλων κρατών µελών, δεν αντίκειται στην ελευθερία εγκατάστασης. Βλ. Απόφαση του Πρωτοδικείου των ΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτων της 11ης Φεβρουαρίου 1992, Παναγιωτοπούλου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Τ-16/90, σκέψη 73), πλέον, αποβλέπει και στον εντοπισµό αδικαιολόγητων περιορισµών όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά.

Δεύτερον, γίνεται δεκτό ότι προϋπόθεση για την επίκληση της ελευθερίας της εγκατάστασης είναι η άσκηση οικονοµικής δραστηριότητας. Έτσι, έχει κριθεί ότι εκπαιδευτικό ίδρυµα εντασσόµενο στο δηµόσιο σύστηµα εκπαίδευσης, το οποίο χρηµατοδοτείται, εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο, από δηµόσιους πόρους, δεν ασκεί οικονοµική δραστηριότητα.

Ειδικότερα, δηµιουργώντας και διατηρώντας ένα τέτοιο δηµόσιο σύστηµα εκπαίδευσης, το κράτος µέλος δεν αποβλέπει στην άσκηση αµειβόµενων δραστηριοτήτων, αλλά εκπληρώνει την αποστολή του έναντι των πολιτών του στον κοινωνικό,πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τοµέα (βλ. αποφάσεις της 7ης Δεκεµβρίου 1993, Wirth, C-109/92, σκέψη 15, καθώς και της 11ης Σεπτεµβρίου 2007,Schwarz και Gootjes-Schwarz, C-76/05, σκέψη 39).

Τέτοιο ακριβώς είναι το καθεστώς της παρεχόµενης σήµερα ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Συναφώς, το Πρωτόκολλο 26, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρητώς διασαφηνίζει ότι «[ο]ι διατάξεις των Συνθηκών ουδόλως επηρεάζουν την αρµοδιότητα των κρατών µελών όσον αφορά την παροχή, την ανάθεση και την οργάνωση υπηρεσιών γενικού συµφέροντος µη οικονοµικού χαρακτήρα».

Η απαίτηση οικονοµικής δραστηριότητας νοείται, πλέον, µε ευρύτητα. Έτσι, εκπαιδευτικό ίδρυµα του οποίου τα διδασκόµενα µαθήµατα χρηµατοδοτούνται σε µεγάλο βαθµό από ιδιωτικούς πόρους, συνιστά οικονοµική δραστηριότητα, και µπορεί, καταρχήν, να επικαλεσθεί την ελευθερία της εγκατάστασης. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η καταβολή της αντιπαροχής από τον αποδέκτη της, ούτε ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας του φορέα της παροχής, εφόσον ασκείται οικονοµική δραστηριότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κρίθηκε, πρόσφατα, ότι ασκεί οικονοµική δραστηριότητα ιδιωτικό σχολείο θρησκευτικού προσανατολισµού, όταν ζητάει επιδότηση από κράτος µέλος, στο πλαίσιο ισχύοντος συστήµατος χρηµατοδότησης της εκπαίδευσης σε εκκλησίες ή θρησκευτικές κοινότητες (βλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023,Freikirche der Siebenten-Tags-Adventisten in Deutschland KdöR, C-372/21,σκέψη 23,. και απόφαση της 18ης Δεκεµβρίου 2007, Hans-Dieter Jundt κατά Finanzamt Offenburg, C-281/06, σκέψεις 32-33 (δεν απαιτείται επιδίωξη αποκόµισης κέρδους, εφόσον πάντως η δραστηριότητα ασκείται µε αντιπαροχή, για την υπαγωγή στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών)).

Τρίτον, γίνεται δεκτό ότι τα κράτη µέλη µπορούν να επιβάλλουν περιορισµούς στην ελευθερία εγκατάστασης, όχι µόνο για τους ρητώς αναφερόµενους λόγους (δηµόσια τάξη, δηµόσια ασφάλεια και δηµόσια υγεία), αλλά και για «επιτακτικούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος» (overriding reasons in the general interest, raisons impérieuses d’intérêt général), τον θεµιτό χαρακτήρα των οποίων ελέγχει το Δικαστήριο.

Τετοιοι λόγοι είναι η προστασίατων καταναλωτών, η προστασία του περιβάλλοντος, η πρόληψη της απάτης κ.λπ.

Συναφώς, το Πρωτόκολλο 26, σε σχέση µε τις υπηρεσίες γενικού οικονοµικού συµφέροντος, ορίζει ότι στις κοινές αξίες της Ένωσης περιλαµβάνονται ιδίως «ο ουσιώδης ρόλος και η ευρεία διακριτική ευχέρεια των εθνικών,περιφερειακών και τοπικών αρχών όταν παρέχουν, αναθέτουν και οργανώνουν υπηρεσίες γενικού οικονοµικού συµφέροντος όσο το δυνατόν εγγύτερα στις ανάγκες των χρηστών, η ποικιλοµορφία των διαφόρων υπηρεσιών γενικού οικονοµικού συµφέροντος και οι διαφορές στις ανάγκες και τις προτιµήσεις των χρηστών που είναι δυνατόν να προκύψουν από τις εκάστοτε  γεωγραφικές, κοινωνικές ή πολιτισµικές συνθήκες, υψηλό επίπεδο ποιότητας, ασφάλειας και οικονοµικής προσιτότητας, ίση µεταχείριση και προώθηση της καθολικής πρόσβασης και των δικαιωµάτων των χρηστών».

    Στον τοµέα της εκπαίδευσης έχει, έτσι, γίνει δεκτό ότι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης συνιστά τέτοιον «επιτακτικό λόγο γενικού συµφέροντος» (βλ. απόφαση της 13ης Νοεµβρίου 2003, Neri, C-153/02, σκέψη 46). Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η προστασία των αποδεκτών εκπαιδευτικών υπηρεσιών δικαιολογεί την επιβολή, στους παρέχοντες υπηρεσίες οι οποίοι επιθυµούν να χορηγούν πανεπιστηµιακούς τίτλους σπουδών, της υποχρέωσης να έχουν άδεια. Στο πλαίσιο της οικείας αδειοδότησης, δικαιολογείται η άσκηση συστηµατικού ελέγχου της εκπαίδευσης και η θέσπιση συγκεκριµένων µέτρων προς εξακρίβωση της ικανότητας των φοιτούντων να λάβουν τους σχετικούς τίτλους σπουδών, ενώ, παραλλήλως,η αβεβαιότητα όσον αφορά την αξία του τίτλου σπουδών, οφειλόµενη στην έλλειψη προηγούµενου ελέγχου, µπορεί επίσης να αποτελεί πρόσκοµµα στην επαρκή προστασία των φοιτητών (βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Kirschstein, C-393/17 (σκέψεις 72-78).

Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ως θεµιτό, σε περίπτωση επιδότησης Εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων, προοριζόµενων για ιδιωτικά σχολεία µε θρησκευτικό προσανατολισµό, να απαιτείται να έχει αναγνωρισθεί η οικεία Εκκλησία ή κοινότητα από το δίκαιο του συγκεκριµένου κράτους µέλους υποδοχής (ώστε η παρεχόµενη εκπαίδευση να απευθύνεταισε ικανό τµήµα του πληθυσµού). Το Δικαστήριο δέχθηκε τον θεµιτό χαρακτήρα της οικείας απαίτησης, µε τη σκέψη ότι, µε αυτόν τον τρόπο, συµπληρώνεται το δηµόσιο διαθρησκευτικό σχολικό σύστηµα µέσω των ιδιωτικώνσχολείων µε θρησκευτικό προσανατολισµό, παρέχοντας πράγµατι στουςγονείς τη δυνατότητα να επιλέγουν την εκπαίδευση των τέκνων τους βάσειτων θρησκευτικών πεποιθήσεών τους (βλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου2023, Freikirche der Siebenten-Tags-Adventisten in Deutschland KdöR, C372/21, σκέψεις 36 και 39).

Τέταρτον, γίνεται δεκτό ότι δεν αρκεί η επίκληση λόγου δηµοσίου συµφέροντος για να θεωρηθεί εθνικό µέτρο ως σύµφωνο µε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά πρέπει το οικείο µέτρο να είναι και σύµφωνο µε την

αρχή της αναλογικότητας, και ιδίως να είναι κατάλληλο να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηµατικό, την υλοποίηση του επιδιωκόµενου σκοπού, και να µην βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για να το επιτύχει(βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεµβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C- 391/20, σκέψη65. Ως προς την απαίτηση συνέπειας και συστηµατικότητας, βλ. ήδη την απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009 (τµήµα µείζονος συνθέσεως), HartlauerHandelsgesellschaft mbH κατά Wiener Landesregierung, C-169/07, σκέψεις63 επ.). Επαφίεται, εξ άλλου, στα κράτη µέλη ο καθορισµός του επιθυµητούεπιπέδου προστασίας του οικείου δηµόσιου σκοπού (βλ., ενδεικτικά, την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Dennis Mac Quen κ.λπ. και Grandvision Belgium SA, C-108/96, σκέψεις 33-34), ακριβώς προς µετριασµό των επιπτώσεων από τη διευρυµένη κατά τα ανωτέρω θεώρηση των θεµελιωδών ελευθεριών στις δηµόσιες πολιτικές των κρατών µελών, και προς προσαρµογή στην ποικιλότητα των αξιακών θεωρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο της Ένωσης είναι, ενίοτε, ιδιαίτερα απαιτητικό κατά τον οικείο έλεγχο συνέπειας και συστηµατικότητας, ώστε να διασφαλίζεται το γνήσιο της επίκλησης των οικείων αξιών και δικαιοπολιτικών προσανατολισµών.

    Τέλος, µε αφορµή υπόθεση παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι οι προϋποθέσεις αδειοδότησης πρέπει, περαιτέρω, να µην εισάγουν διακρίσεις, να είναι σαφείς και χωρίς αµφισηµία, να είναι αντικειµενικές, διαφανείς και προσβάσιµες και να έχουν δηµοσιοποιηθεί εκ των προτέρων (βλ. Kirschstein, ό. π., σκέψη 80).

   Δύο υποθέσεις απασχόλησαν, πρόσφατα, το Δικαστήριο της Ένωσης, το οποίο εξέδωσε τις αποφάσεις C-66/18 και C-391/20.

   Στην υπόθεση της απόφασης C-66/18, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκλήθη να εξετάσει τη συµβατότητα µε το ευρωπαϊκό δίκαιο διατάξεων µε τις οποίες τροποποιήθηκε η ουγγρική νοµοθεσία για την τριτο βάθµια εκπαίδευση. Το ουγγρικό δίκαιο αναγνωρίζει τη λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυµάτων.

    Με τις κρίσιµες διατάξεις ορίσθηκε ότι αλλοδαπό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυµα επιτρέπεται να ασκεί, εντός της Ουγγαρίας, τηνοικεία δραστηριότητα µόνο αν: α) «η Ουγγρική Κυβέρνηση και η κυβέρνηση του κράτους όπου βρίσκεται η έδρα του αλλοδαπού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύµατος έχουν συµφωνήσει να δεσµευθούν µε σύµβαση σχετική µετην κατ’ αρχήν χορήγηση έγκρισης για την άσκηση δραστηριότητας στηνΟυγγαρία» και β) όχι µόνο είναι αδειοδοτηµένο από το κράτος της έδρας του, αλλά παρέχει «πράγµατι υπηρεσίες διδασκαλίας στην τριτοβάθµια εκπαίδευση» εντός του συγκεκριµένου κράτους. Περαιτέρω, ο νόµος περιέχειπολύ αυστηρές µεταβατικές διατάξεις σχετικά µε την ανάκληση της άδειας όσων αλλοδαπών ιδρυµάτων δεν πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις εντός  σύντοµου διαστήµατος, και σχετικά µε τη σταδιακή κατάργηση των εκκρεµών προγραµµάτων σπουδών.

     Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΔΕΕ) έκρινε, µε την απόφασή του της 6ης Οκτωβρίου 2020 (τµήµα µείζονος συνθέσεως, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-66/18), ότι, µε την υιοθέτηση της πρώτης ανωτέρω διάταξης, η Ουγγαρία παραβίασε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο XVII της Γενικής Συµφωνίας για τις συναλλαγές στον τοµέα των υπηρεσιών, που περιλαµβάνεται στο παράρτηµα 1 B της Συµφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσµίου Οργανισµού Εµπορίου (η οποία αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του δικαίου της Ένωσης), καθώς και τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 13, 14 παράγραφος 3 και 16 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και (κατά το µέρος που η δεύτερη ανωτέρω ρύθµιση καταλαµβάνει παρόχους ανώτατης εκπαίδευσης που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος µέλος) τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 49 της ΣλΕΕ (ελευθερία εγκατάστασης).

    Κατά το ΔΕΕ, µε την πρώτη ρύθµιση προκλήθηκε ανταγωνιστικό µειονέκτηµα για τους παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι έχουν την έδρα τους σε κράτος που είναι µέλος του ΠΟΕ, αλλά όχι του ΕΟΧ, προς όφελος των Ούγγρων παρόχων, το οποίο δεν δύναται να δικαιολογηθεί, γιατί, µεταξύ άλλων, «η απαίτηση ύπαρξης προηγούµενης διεθνούς σύµβασης παρέχει στην Ουγγαρία τη δυνατότητα να παρακωλύει αυθαιρέτως την είσοδο αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυµάτων στην εγχώρια αγορά ή τη συνέχιση της δραστηριότητας τους εκεί, εφόσον η σύναψη τέτοιας διεθνούς σύµβασης και, κατά συνέπεια, η εκπλήρωση της προϋπόθεσης αυτής εξαρτώνται εν τέλει αποκλειστικώς από την πολιτική βούληση του ίδιου του κράτους µέλους» (σκέψη136), ενώ, «στον βαθµό που ισχύει και ως προς τα αλλοδαπά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα τα οποία είχαν ήδη παρουσία στην ουγγρική αγορά, ηαπαίτηση ύπαρξης προηγούµενης διεθνούς σύµβασης δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, σύµφωνη µε την αρχή της αναλογικότητας, δεδοµένου ότι ο σκοπός της πρόληψης απατηλών πρακτικών θα µπορούσε να επιτευχθεί πιο αποτελεσµατικά µέσω του ελέγχου των δραστηριοτήτων τέτοιων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων στην Ουγγαρία και, ενδεχοµένως, µέσω της απαγόρευσηςτης άσκησης των σχετικών δραστηριοτήτων µόνο σε όσα εξ αυτών έχουν αποδεδειγµένα µετέλθει παρόµοιες πρακτικές» (σκέψη 137).

Ως προς την δεύτερη ρύθµιση, το ΔΕΕ έκρινε, µεταξύ άλλων, ότι η Ουγγαρία «δεν προσκόµισε κανένα συγκεκριµένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει για ποιον λόγο η απαίτηση παροχής υπηρεσιών διδασκαλίας στο κράτος της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύµατος είναι αναγκαία για την πρόληψηαπατηλών πρακτικών» (σκέψη 155). Ειδικώς ως προς την ελευθερία εγκατάστασης, το ΔΕΕ υπενθύµισε τη νοµολογία του, κατά την οποία «κανένας περιορισµός της ελευθερίας εγκατάστασης δεν επιτρέπεται, εκτός αν, πρώτον,δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συµφέροντος και, δεύτερον, συνάδει µε την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηµατικό, την υλοποίησητου επιδιωκόµενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν του µέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού» (σκέψη 178).

Εφαρµόζοντας τα εν λόγω κριτήρια δέχθηκε, µεταξύ άλλων, ότι «ο σκοπός της εξασφάλισης υψηλού ποιοτικού επιπέδου στην τριτοβάθµια εκπαίδευση (…) είναι ασφαλώς ικανός να δικαιολογήσει περιορισµούς στην ελευθερία εγκατάστασης (…) [πλην όµως] η απαίτηση παροχής υπηρεσιών διδασκαλίας στο κράτος της έδρας του εκπαιδευτικού ιδρύµατος δεν συνοδεύεται από καµία διευκρίνιση ως προς το απαιτούµενο επίπεδο ποιότητας της εκπαίδευσης την οποία παρέχει το αλλοδαπό ίδρυµα στο κράτος µέλος της έδρας του, ούτε προδικάζει, εξάλλου, µε οποιονδήποτε τρόπο την ποιότητα της εκπαίδευσης που θα παρέχεται στην Ουγγαρία, όπερ σηµαίνει ότι δεν µπορεί, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίσει την υλοποίηση του σκοπού αυτού» (σκέψεις 187-

88).

Στην υπόθεση της απόφασης C-391/20, το ΔΕΕ εξέτασε αίτηση προδικαστικής απόφασης που είχε υποβληθεί στο πλαίσιο του ελέγχου συνταγµατικότητας λεττονικού νόµου ο οποίος επιβάλλει στον τοµέα της τριτοβάθµιαςεκπαίδευσης, συµπεριλαµβανοµένων των ιδιωτικών ιδρυµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (τα οποία επιτρέπονται), αποκλειστικά τη χρήση της επίσηµης γλώσσας του κράτους µέλους, προβλέποντας παράλληλα ορισµένες εξαιρέσεις από την εν λόγω υποχρέωση. Το ΔΕΕ, στην απόφαση της 7ης Σεπτεµβρίου 2022 (τµήµα µείζονος συνθέσεως Boriss Cilevičs κ.λπ., C 391/20) καταρχάς υπενθύµισε ότι «µολονότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρµοδιότητα (…) των κρατών µελών όσον αφορά (…) την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος, (…) εντούτοις, τα κράτη µέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρµοδιότητάς της, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης» (σκέψη 59).

Περαιτέρω,έκρινε ότι η υποχρέωση προσφοράς των προγραµµάτων αποκλειστικά στην επίσηµη γλώσσα του κράτους µέλους «είναι ικανή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική για της υπηκόους άλλων κρατών µελών την εγκατάστασή της στο κράτος µέλος (…) [και ότι] αποτελεί, εποµένως, περιορισµό της ελευθερίας [εγκατάστασης]» (σκέψη 63).

Στις σκέψεις 66 έως 70, οι οποίες είναι ιδιαίτερα σηµαντικές για το προκείµενο ζήτηµα, το ΔΕΕ, αφού αναγνώρισε τη σηµασία που έχει η εκπαίδευση για την υλοποίηση µιας πολιτικής συνιστάµενης στην προάσπιση και προώθηση της χρήσης της επίσηµης γλώσσας κράτους µέλους, κατέληξε ότι ο σκοπός της προώθησης και της τόνωσης της χρήσης µιας από της επίσηµες γλώσσες της κράτους µέλους συνιστά θεµιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει,καταρχήν, περιορισµό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την ελευθερία εγκατάστασης. Το ΔΕΕ, στη συνέχεια, δέχθηκε ότι τα κράτη µέλη διαθέτουν «ευρύ περιθώριο εκτίµησης» (σκέψη 83) κατά την επιλογή των µέτρων προστασίας του οικείου υπέρτερου δηµοσίου συµφέροντος και ότι «δεν είναι απαραίτητο το περιοριστικό µέτρο που επέβαλαν οι αρχές κράτους µέλους να απηχεί αντίληψη κοινή στο σύνολο των κρατών µελών, όσον αφορά τον τρόπο προστασίας του θεµελιώδους δικαιώµατος ή του επίµαχου θεµιτού συµφέροντος. Αντιθέτως, ο αναγκαίος χαρακτήρας και η αναλογικότητα των διατάξεων που θεσπίσθηκαν σχετικώς δεν αποκλείεται απλώς και µόνον

επειδή ένα κράτος µέλος επέλεξε διαφορετικό σύστηµα προστασίας από εκείνο που υιοθέτησε ένα άλλο κράτος µέλος» (σκέψη 82).

    Παρέµεινε, εποµένως, το ζήτηµα αν ο συγκεκριµένος τρόπος (υποχρέωση διδασκαλίας αποκλειστικά στην επίσηµη γλώσσα του κράτους µέλους) ήταν σύµφωνος µε τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Το ΔΕΕ επισήµανε ότι θα υπερέβαινε το αναγκαίο και ανάλογο µέτρο η κατά τρόπο απόλυτο επιταγή χρήσης της επίσηµης γλώσσας στο σύνολο των προγραµµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, χωρίς να λαµβάνονται υπόψη οι λόγοι που µπορούν να δικαιολογήσουν την προσφορά διαφόρων προγραµµάτων σε διαφορετικές γλώσσες, και κατέληξε ότι «τα κράτη µέλη έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν, καταρχήν, υποχρέωση χρήσης της επίσηµης γλώσσας στο πλαίσιο των ως άνω προγραµµάτων, εφόσον η υποχρέωση αυτή συνοδεύεται από εξαιρέσεις οι οποίες διασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο των πανεπιστηµιακών σπουδών µπορεί να χρησιµοποιηθεί γλώσσα διαφορετική από την επίσηµη» (σκέψη 85) (…) τουλάχιστον όσον αφορά σπουδές που προσφέρονται στο πλαίσιο ευρωπαϊκής ή διεθνούς συνεργασίας και σπουδές σχετικές µε τον πολιτισµό και τις γλώσσες πλην της λεττονικής» (σκέψη 86).

Από τις ανωτέρω αποφάσεις συνάγεται: α) ότι η αρµοδιότητα των κρατών µελών σχετικά µε την οργάνωση και ρύθµιση του εκπαιδευτικού συστήµατος πρέπει να ασκείται κατά τρόπο συµβατό µε την άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών, ότι β) τα κράτη µέλη µπορούν, όµως, να περιορίζουν την ελευθερία εγκατάστασης στο χώρο της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, εφόσον το πράττουν προς προαγωγή επιτακτικού/υπέρτερου δηµοσίου συµφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση, ότι γ) διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίµησης ως προς την επιλογή του µέτρου προαγωγής που επιλέγουν, αλλά και ότι δ) σε περίπτωση απόλυτων, χωρίς εξαιρέσεις, περιορισµών, και χωρίς ναλαµβάνονται υπόψη οι λόγοι που θα επέτρεπαν εξαιρέσεις, τίθεται ζήτηµατήρησης της αρχής της αναγκαιότητας και της αρχής της αναλογικότητας.

Περαιτέρω, ως προς την εφαρµογή των οικείων αρχών, πρέπει να τονισθεί ότι, και στις δύο υποθέσεις, τα κράτη µέλη είχαν ήδη «ανοίξει» την οικεία δραστηριότητα στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, και ότι, εποµένως οι ρυθµίσεις που επέβαλαν, σαφώς διέκριναν σε βάρος αλλοδαπών πανεπιστηµίων. Έτσι, π.χ., στη δεύτερη υπόθεση, ο λεττονικός νόµος «ρυθµίζει τη δυνατότητα του κράτους και των νοµικών ή φυσικών προσώπων, περιλαµβανο µένων των αλλοδαπών νοµικών ή φυσικών προσώπων, να ιδρύουν ιδρύµατα τριτοβάθµιας εκπαίδευσης στη Λεττονία», διαγνώσθηκε δε ότι η επίµαχη ρύθµιση ήταν «ικανή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική για τους υπηκόους άλλων κρατών µελών την εγκατάστασή τους στο κράτος µέλος που επιβάλλει την εν λόγω υποχρέωση, η οποία αποτελεί, εποµένως, περιορισµό της ελευθερίας» (Boriss Cilevičs, ο. π., σκέψεις 54 και 63).

    Αντιστοίχως, στην υπόθεση Schwarz, στην οποία η εν λόγω απόφαση παραπέµπει, το ζήτηµα ανέκυψε διότι «κάθε ιδιωτικό σχολείο που είναι εγκατεστηµένο σε άλλο κράτος µέλος και όχι στην Οµοσπονδιακή Δηµοκρατία της Γερµανίας αποκλείεται αυτόµατα, για τον απλό και µόνο λόγο ότι δεν είναι εγκατεστηµένο στη Γερµανία, από την επίδικη ευνοϊκή φορολογική ρύθµιση» (Schwarz, ό. π., σκέψη 73).

    Εποµένως, είναι ζητούµενο αν η ίδια νοµολογία είναι εφαρµοστέα σε περίπτωση καθολικού αποκλεισµού των ιδιωτών, όπως η προβλεπόµενη από το ελληνικό Σύνταγµα, και µάλιστα υπό την έννοια ότι το σύστηµα της ανώτατης εκπαίδευσης τίθεται εκτός του πεδίου της οικονοµικής δράσης (πρβλ. το ανωτέρω Πρωτόκολλο 26 και την νοµολογία Wirth, ό. π.). Βεβαίως, σε περίπτωση που η εθνική έννοµη τάξη καταστήσει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης, κατά µέρος, οικονοµική δραστηριότητα, θα έχει, κατά το µέρος αυτό, δηλαδή εν προκειµένω για τα νοµικά πρόσωπα πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης, εφαρµογή η εν λόγω νοµολογία.

   Τέλος, η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά ρητώς ορίζει ότι δεν εφαρµόζεται στις «µη οικονοµικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος» (άρθρο 2 παρ. 2 (α)) και ότι «δεν αφορά την ελευθέρωση των υπηρεσιών γενικού οικονοµικού ενδιαφέροντος που επιφυλάσσονται αποκλειστικά σε δηµόσιους ή ιδιωτικούς φορείς» (άρθρο 1 παρ. 2).

V. Υπό το φως των ανωτέρω, δεν µπορεί να γίνει δεκτό, κατά το παρόν

στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι, υπό τη σκέπη της θεµελιώδους ελευθερίας εγκατάστασης, συνάγεται γενικό δικαίωµα εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστηµίων στην Ελληνική επικράτεια προς παροχήν τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης.

  Ειδικότερα, ακόµη και αν ήθελε θεωρηθεί εφαρµοστέα η νεότερη νοµολογία περί ελευθερίας εγκατάστασης και σε περίπτωση που η εθνική έννοµη τάξη θέτει την ανώτατη εκπαίδευση εκτόςπεδίου οικονοµικής δραστηριότητας, ζήτηµα κατά τα ανωτέρω αµφισβητούµενο, µπορεί να συγκροτηθεί επιτακτικό, υπό το πρίσµα της εθνικής συνταγµατικής τάξης, δηµόσιο αγαθό, συνιστάµενο στην ιδιαίτερη φύση της παροχής ανώτατης εκπαίδευσης ως υπό ευρεία έννοια δηµόσιας υπηρεσίας, µε ιδιαίτερα οργανωτικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά.

   Κατά συνέπεια, δεν τίθεται, σε επίπεδο αρχής, ζήτηµα σύγκρουσης µεταξύ του άρθρου 16 παράγραφοι 5 και 8 του ελληνικού Συντάγµατος και του δικαίου της Ένωσης.

Εν τούτοις, υπό την εκδοχή της εφαρµογής της ανωτέρω νοµολογίας, δεν µπορεί να αποκλεισθεί προβληµατισµός ως προς αν η απόλυτη προαγωγή αυτού του σκοπού µε το σχήµα των ηµεδαπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, κατ’ απόλυτο αποκλεισµό της εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστηµίων, αναγνωρισµένων κατά το εθνικό δίκαιο, είναι σύµφωνη µε την αρχή της αναγκαιότητας και την αρχή της αναλογικότητας, της τελευταίας, ειδικότερα, αποτελούσης αρχής «τόσο της ελληνικής εννόµου τάξεως (κατοχυρούµενη[ς], µάλιστα από το ίδιο το Σύνταγµα στο άρθρο 25 παρ. 1 τελευταία περίοδο), όσο και της κοινοτικής, η οποία κατά την ρητή βούληση του αυτού συνταγµατικού νοµοθέτη πρέπει να εφαρµόζεται στην εσωτερική έννοµη τάξη» (ΟλΣτΕ 3470/2011, σκέψη 9).

     Κατά τον έλεγχο της αναγκαιότητας, πρέπει να συνεκτιµηθεί, αφενός, ότι η αναγνώριση τυχόν εξαιρέσεων δεν θίγει το δικαίωµα παροχής δωρεάν εκπαίδευσης στα κρατικά εκπαιδευτήρια, το οποίο κατοχυρώνεται από διακριτή συνταγµατική διάταξη (άρθρο 16 παράγραφος 4) και, αφετέρου, ότι ήδη αλλοδαπά ιδρύµατα παρέχουν πανεπιστηµιακή εκπαίδευση εξ αποστάσεως στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζεται, στη θεωρία, η άποψη ότι δεν συνάδει µε την αρχή της αναγκαιότητας ο καθολικός αποκλεισµός της δυνατότητας εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστηµίων, δηλαδή και εκείνων των οποίων η οργάνωση και λειτουργία αποδίδει την ιδιαίτερη φύση της ανώτατης εκπαίδευσης ως υπηρεσίας γενικού κοινωνικού συµφέροντος.

       Κατά τα ανωτέρω, αναδεικνύονται δύο ενδεχόµενα, ως προς το επιτρεπτό της παροχής στην Ελλάδα ανώτατης εκπαίδευσης από παραρτήµατα αλλοδαπών πανεπιστηµίων και της ακαδηµαϊκής αναγνώρισης των χορηγούµενων τίτλων:

      Πρώτον, η νοµολογία να επιβεβαιώσει την έως σήµερα κρατούσα σε αυτήν ερµηνεία, την οποία ασπάζεται µέρος της θεωρίας, κρίνοντας, πρώτον, ότι η γραµµατική διατύπωση της συνταγµατικής ρύθµισης αποδίδει σαφή αρνητική θέση, η οποία δεν δύναται να ανατραπεί στο πλαίσιο ερµηνευτικής προσαρµογής (σε αντίθεση, π.χ., µε την περίπτωση της επιβολής διδάκτρωνσε µεταπτυχιακές σπουδές, για την οποία η ΟλΣτΕ 2411/2012 δέχθηκε ότι οσυντακτικός νοµοθέτης δεν είχε υπόψη του, το 1975, το θεσµικό πλαίσιο καιτο κόστος λειτουργίας των µεταπτυχιακών σπουδών (σκέψη 8)) και, δεύτερον, ότι η άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών του δικαίου της Ένωσης προστατεύεται επαρκώς µε την αναγνώριση επαγγελµατικών δικαιωµάτωνστους τίτλους αλλοδαπών πανεπιστηµίων που χορηγούνται για σπουδές σεηµεδαπά παραρτήµατα, η λειτουργία των οποίων, άλλωστε, µπορεί να υπαχθεί σε δηµόσια εποπτεία.

Δεύτερον, να υπάρξει µεταστροφή της νοµολογίας, και να γίνει δεκτό ότι η παράγραφος 5 του άρθρου 16, κατά την οποία η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, αναφέρεται µόνο στα ηµεδαπά ιδρύµατα, όπως δηλαδή υπέλαβε, ερµηνεύουσα την παράγραφο 8 του άρθρου 16, η µειοψηφία στηνΟλΣτΕ 3457/1998, και υποστηρίζεται από µέρος της θεωρίας.

    Μια τέτοια ερµηνεία θα εµπνεόταν από το ότι, στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν συγγενή, σε σχέση µε την ηµεδαπή ρύθµιση, χαρακτηριστικά, σε έννοµες τάξεις που οµοίως ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη φύση και την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε η κάµψη του καθολικού αποκλεισµού υπέρ αλλοδαπών ιδρυµάτων που φέρουν τέτοια χαρακτηριστικάνα θεωρηθεί, ενδεχοµένως, συµβατή µε την ratio του Συντάγµατος της χώρας.

   Η εν λόγω ερµηνεία είναι συµβατή µε το δίκαιο της Ένωσης καθώς αφορά στην κατά το άρθρο 165 ΣλΕΕ οργάνωση του ηµεδαπού εκπαιδευτικού συστήµατος. Παραλλήλως, υπό την εκδοχή ότι θα είναι εφαρµοστέα η νοµολογία του ΔΕΕ, όπως διαµορφώθηκε στην υπόθεση της Λεττονίας, η προστασία και τήρηση αυτών των χαρακτηριστικών, δύναται, µέσα στην Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική και πολιτιστική ποικιλοµορφία, να θεµελιώσει επιτακτικό δηµόσιο συµφέρον, κατά την έννοια της νοµολογίας του ΔΕΕ. Περαιτέρω, ο αποκλεισµός παροχής ανώτατης εκπαίδευσης που δεν φέρει τέτοια χαρακτηριστικά (αλλά, π.χ., ενέχει επιδίωξη κέρδους) πρέπει να θεωρηθεί σύµφωνος µε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν θίγεται το ισχύον σύστηµα αναγνώρισης επαγγελµατικών δικαιωµάτων που αποκτώνται διά σπουδών παρεχόµενων στο πλαίσιο κερδοσκοπικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας (βλ., συναφώς, και την παρατήρηση Γ. I. και την εκεί µνηµονευόµενη νοµολογία).

    Είναι ευνόητο ότι, στο πλαίσιο µιας τέτοιας αντικειµενικής ερµηνείας, η παράγραφος 8 του άρθρου 16 του Συντάγµατος θα ερµηνευόταν στενά και κατά το γράµµα της, δηλαδή ότι αφορά και απαγορεύει µόνο τη σύσταση, υπό την έννοια της ίδρυσης, ανώτατων σχολών από ιδιώτες, και όχι την εγκατάσταση στην Ελλάδα ήδη υφιστάµενων στην αλλοδαπή και αναγνωρισµένων στην Ελλάδα πανεπιστηµίων που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, και υπό το φως της κοινωνικής αποστολής της εκπαίδευσης, όπως αυτή εννοείται κατά το ελληνικό Σύνταγµα, τα παραρτήµατα των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων µπορούν να έχουν µόνο µη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, µε αποκλειστικό σκοπό την προαγωγή της εκπαίδευσης, της έρευνας και του πολιτισµού, και µε κατοχυρωµένη την αξιοκρατία, την προσβασιµότητα, την ακαδηµαϊκή ελευθερία των µελών της ακαδηµαϊκής κοινότητας και ορισµένο βαθµό εσωτερικής αυτοδιοίκησης επί ακαδηµαϊκών ζητηµάτων.

     Υποστηρίζεται, τέλος, στη θεωρία, και η άποψη ότι το ζήτηµα ανήκει, αποκλειστικά, στο ρυθµιστικό πεδίο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε τη σκέψη ότι αφορά στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αλλοδαπά Α.Ε.Ι. µπορούν να εγκατασταθούν και να προσφέρουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, δηλαδή εντός της ενιαίας αγοράς.

     Η θέση αυτή οµοίως προϋποθέτει µεταβολή της νοµολογίας η οποία, κατά τα ανωτέρω (υπό II), διακρίνει µεταξύ ακαδηµαϊκής και επαγγελµατικής αναγνώρισης. Η εν λόγω άποψη υποστηρίζει, εν προκειµένω, ότι η άρνηση αναγνώρισης ακαδηµαϊκών δικαιωµάτων συνιστά δυσµενή διάκριση στο πλαίσιο του δικαίου της Ε.Ε. ή πάντως παρακωλύει την ελευθερία εγκατάστασης, κατά τρόπο µη δυνάµενο, κατά την ίδια, να δικαιολογηθεί αντικειµενικά.

     Υπό το φως των ρυθµίσεων του Συντάγµατος, της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 3457/1998 και λοιπές), του γεγονότος ότι η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, κατ’ αρµοδιότητα, στα κράτη µέλη της Ένωσης, της νεότερης νοµολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή αναλύεται ανωτέρω σε σχέση προς την ελληνική έννοµη τάξη, και της ερµηνείας του Συντάγµατος νοούµενης ως αντικειµενικής, το ζήτηµα θα κριθεί, όπως µπορεί σχεδόν µετά βεβαιότητας να υποτεθεί, από την ελληνική δικαιοσύνη, δεδοµένου ότι τα ζητήµατα που µπορούν να τεθούν από την ψήφιση του υπό συζήτηση νοµοσχεδίου δεν έχουν απασχολήσει, υπό τη συγκεκριµένη µορφή τους, τη δικαιοσύνη, εθνική και ενωσιακή…»

          Για να δείτε το κείμενο του νόμου 5094  / 2024   (ΦΕΚ 39  Α ΄13 Μαρτίου 2024), όπως δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό χώρο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης ,www.et.gr πατήστε εδώ.