Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1115 του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ,της 31ης Μαΐου 2023  για τη διαθεσιμότητα στην αγορά της Ένωσης και την εξαγωγή από την Ένωση ορισμένων βασικών και παράγωγων προϊόντων που συνδέονται με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 995/2010 είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος,   σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα  στο άρθρο 38  του ως άνω Κανονισμού.

       Όπως χαρακτηριστικά  αναφέρεται στο προοίμιο του ως άνω Κανονισμού  η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών συντελούνται με ανησυχητικό ρυθμό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), την περίοδο μεταξύ 1990 και 2020 χάθηκαν παγκοσμίως περίπου 420 εκατομμύρια εκτάρια δάσους — το 10 % των εναπομεινάντων δασών του πλανήτη, που ισούται με έκταση μεγαλύτερη από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών αποτελούν, με τη σειρά τους, σημαντικούς παράγοντες υπερθέρμανσης του πλανήτη και απώλειας της βιοποικιλότητας — των δύο σημαντικότερων περιβαλλοντικών προκλήσεων της εποχής μας.

 

       Ειδικότερα , στο προοίμιο του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1115,  διαλαμβάνονται τα  ακόλουθα:

«……(1)

Τα δάση προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών οφελών, συμπεριλαμβανομένης της ξυλείας και των μη ξυλωδών δασικών προϊόντων, καθώς και περιβαλλοντικών υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την ανθρωπότητα, καθώς φιλοξενούν το μεγαλύτερο μέρος της χερσαίας βιοποικιλότητας του πλανήτη. Συντηρούν τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων, συμβάλλουν στην προστασία του κλιματικού συστήματος, παρέχουν καθαρό αέρα και διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στον καθαρισμό των υδάτων και του εδάφους, καθώς και στη συγκράτηση του νερού και τον εμπλουτισμό των υδροφόρων στρωμάτων. Οι μεγάλες δασικές εκτάσεις λειτουργούν ως πηγή υγρασίας και συντελούν στην αποτροπή της απερήμωσης των ηπειρωτικών περιοχών. Επιπλέον, τα δάση εξασφαλίζουν μέσα διαβίωσης και εισόδημα για το ένα τρίτο περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού και η καταστροφή των δασών έχει σοβαρές συνέπειες στην επιβίωση των πλέον ευάλωτων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των αυτοχθόνων πληθυσμών και των τοπικών κοινοτήτων που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα δασικά οικοσυστήματα. Επιπροσθέτως, η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών μειώνουν τις βασικές καταβόθρες διοξειδίου του άνθρακα. Η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών αυξάνουν επίσης την πιθανότητα επαφής μεταξύ άγριων ζώων, εκτρεφόμενων ζώων και ανθρώπων, εντείνοντας έτσι τον κίνδυνο εξάπλωσης νέων ασθενειών και τους κινδύνους νέων επιδημιών και πανδημιών.

(2)

Η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών συντελούνται με ανησυχητικό ρυθμό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), την περίοδο μεταξύ 1990 και 2020 χάθηκαν παγκοσμίως περίπου 420 εκατομμύρια εκτάρια δάσους — το 10 % των εναπομεινάντων δασών του πλανήτη, που ισούται με έκταση μεγαλύτερη από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών αποτελούν, με τη σειρά τους, σημαντικούς παράγοντες υπερθέρμανσης του πλανήτη και απώλειας της βιοποικιλότητας — των δύο σημαντικότερων περιβαλλοντικών προκλήσεων της εποχής μας. Παρά ταύτα, κάθε χρόνο ο πλανήτης συνεχίζει να χάνει 10 εκατομμύρια εκτάρια δάσους. Τα δάση επηρεάζονται επίσης σημαντικά από την κλιματική αλλαγή και θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν πολλές προκλήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητά τους τις επόμενες δεκαετίες.

(3)

Η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών συμβάλλουν με πολλούς τρόπους στην παγκόσμια κλιματική κρίση. Κατά κύριο λόγο αυξάνουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέσω των δασικών πυρκαγιών, εξαλείφοντας μόνιμα τις δυνατότητες απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα μέσω καταβοθρών, μειώνοντας την ανθεκτικότητα της πληγείσας περιοχής στην κλιματική αλλαγή και περιορίζοντας σημαντικά τη βιοποικιλότητα και την ανθεκτικότητά της σε ασθένειες και επιβλαβείς οργανισμούς. Η αποψίλωση των δασών από μόνη της ευθύνεται για το 11 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως αναφέρεται στην ειδική έκθεση του 2019 της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τη γη.

(4)

Η κλιματική κατάρρευση προκαλεί την απώλεια βιοποικιλότητας παγκοσμίως και η απώλεια βιοποικιλότητας επιδεινώνει την κλιματική αλλαγή· όπως επιβεβαίωσαν πρόσφατες μελέτες, είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένες. Η βιοποικιλότητα και τα υγιή οικοσυστήματα έχουν θεμελιώδη σημασία για την κλιματικά ανθεκτική ανάπτυξη. Τα έντομα, τα πτηνά και τα θηλαστικά λειτουργούν ως επικονιαστές και διασκορπίζουν τους σπόρους, μπορούν δε να βοηθήσουν αποτελεσματικότερα στην αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, άμεσα ή έμμεσα. Τα δάση διασφαλίζουν επίσης τη συνεχή αναπλήρωση των υδάτινων πόρων και την πρόληψη της ξηρασίας και των καταστροφικών επιπτώσεών της στις τοπικές κοινότητες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοχθόνων πληθυσμών. Η δραστική μείωση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών και η συστηματική αποκατάσταση των δασών και άλλων οικοσυστημάτων αποτελεί τη μεγαλύτερη ευκαιρία παρέμβασης με φυσικό τρόπο για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.

(5)

Η βιοποικιλότητα είναι απαραίτητη για την ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών τους, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος εξαρτάται από τη φύση και τις υπηρεσίες που η φύση παρέχει. Τρεις κύριοι οικονομικοί τομείςοι κατασκευές, η γεωργία και τα τρόφιμα και ποτά— εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση. Η απώλεια βιοποικιλότητας απειλεί τους βιώσιμους υδρολογικούς κύκλους και τα συστήματα τροφίμων, θέτοντας σε κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφή. Περισσότερο από το 75 % των παγκόσμιων ειδών καλλιεργειών τροφίμων εξαρτώνται από τη ζωογαμία. Επιπλέον, αρκετοί βιομηχανικοί τομείς βασίζονται στη γενετική πολυμορφία και τις υπηρεσίες οικοσυστήματος ως κρίσιμης σημασίας εισροές κυρίως για την παραγωγή φαρμάκων, περιλαμβανομένων των αντιμικροβιακών.

(6)

Η κλιματική αλλαγή, η απώλεια βιοποικιλότητας και η αποψίλωση των δασών αποτελούν ζητήματα ύψιστης παγκόσμιας σημασίας, που επηρεάζουν την επιβίωση της ανθρωπότητας και τις βιώσιμες συνθήκες διαβίωσης στον πλανήτη. Η επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής, η απώλεια βιοποικιλότητας και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που αποτυπώνονται σε απτά παραδείγματα των καταστροφικών συνεπειών τους στη φύση, στις ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και στις τοπικές οικονομίες, είχαν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση της πράσινης μετάβασης ως εμβληματικού στόχου της εποχής μας και ζητήματος ισότητας των φύλων και διαγενεακής δικαιοσύνης.

(7)

Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τομέα του περιβάλλοντος, οι οποίοι προσπαθούν να προστατεύσουν και να προαγάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα που σχετίζονται με το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε καθαρό νερό, αέρα και γη, είναι συχνά στόχος διώξεων και θανατηφόρων επιθέσεων. Τέτοιες επιθέσεις επηρεάζουν δυσανάλογα τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Σύμφωνα με εκθέσεις του 2020, πάνω από τα δύο τρίτα των θυμάτων των εν λόγω επιθέσεων εργάζονταν υπερασπιζόμενα τα δάση του πλανήτη από την αποψίλωση των δασών και τη βιομηχανική ανάπτυξη.

(8)

Η κατανάλωση στην Ένωση αποτελεί σημαντικό παράγοντα αποψίλωσης και υποβάθμισης των δασών σε παγκόσμια κλίμακα. Με βάση την εκτίμηση επιπτώσεων του παρόντος κανονισμού εκτιμάται ότι, εάν δεν υπάρξει κατάλληλη κανονιστική παρέμβαση, η κατανάλωση και η παραγωγή στην Ένωση των έξι βασικών προϊόντων (βοοειδή, κακάο, καφές, ελαιοφοίνικας, σόγια και ξυλεία) και μόνο, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποψίλωση περίπου 248 000 εκταρίων δάσους ετησίως έως το 2030.

(9)

Όσον αφορά την κατάσταση των δασών εντός της Ένωσης η έκθεση για την κατάσταση των δασών της Ευρώπης του 2020 αναφέρει ότι, μεταξύ 1990 και 2020, η έκταση των δασών στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 9 %, ο άνθρακας που αποθηκεύεται στη βιομάζα αυξήθηκε κατά 50 % και η προσφορά ξυλείας αυξήθηκε κατά 40 %. Τα πρωτογενή και τα φυσικά αναγεννημένα δάση κινδυνεύουν, μεταξύ άλλων, από την εντατική διαχείριση, η δε μοναδική τους βιοποικιλότητα και τα μοναδικά δομικά τους χαρακτηριστικά απειλούνται. Επιπλέον, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος έχει επισημάνει ότι λιγότερο από το 5 % των ευρωπαϊκών δασικών εκτάσεων θεωρούνται πλέον αδιατάρακτες ή φυσικές, ενώ το 10 % των ευρωπαϊκών δασικών εκτάσεων έχει ταξινομηθεί ως υπαγόμενο σε εντατική διαχείριση. Τα δασικά οικοσυστήματα πρέπει να αντιμετωπίσουν πολλαπλές πιέσεις που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, από τα ακραία καιρικά φαινόμενα έως τους επιβλαβείς οργανισμούς, καθώς και ανθρωπογενείς δραστηριότητες που επηρεάζουν αρνητικά τα οικοσυστήματα και τους οικοτόπους. Ειδικότερα, τα ομήλικα δάση υπό εντατική διαχείριση μέσω αποψιλωτικής υλοτομίας και απομάκρυνσης νεκρών ξύλων μπορούν να έχουν σοβαρό αντίκτυπο σε ολόκληρους οικοτόπους.

(10)

Το 2019 η Επιτροπή ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών δράσεων για την αποψίλωση των δασών. Στην ανακοίνωσή της που εξέδωσε στις 23 Ιουλίου 2019 σχετικά με την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη («Ανακοίνωση για την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη»), η Επιτροπή προσδιόρισε ως προτεραιότητα τη μείωση του αποτυπώματος της κατανάλωσης της ΕΕ στη γη και την προώθηση της κατανάλωσης προϊόντων από αλυσίδες εφοδιασμού μηδενικής αποψίλωσης στην Ένωση. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 2019 για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η Επιτροπή παρουσίασε νέα αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στον μετασχηματισμό της Ένωσης σε μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία που διαθέτει σύγχρονη, ανταγωνιστική και αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων οικονομία εδραιωμένη στο βιώσιμο και βασιζόμενο σε κανόνες ελεύθερο εμπόριο, στην οποία έως το 2050 θα έχουν μηδενιστεί οι καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η οικονομική ανάπτυξη θα έχει αποσυνδεθεί από τη χρήση των πόρων, και κανένας άνθρωπος ή περιοχή δεν θα μένει στο περιθώριο. Η εν λόγω στρατηγική αποσκοπεί επίσης στην προστασία, τη διατήρηση και την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου της Ένωσης, καθώς και στην προστασία της υγείας και της ευημερίας των πολιτών και των μελλοντικών γενεών από κινδύνους και επιπτώσεις που σχετίζονται με το περιβάλλον. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει ως στόχο να εξασφαλίσει στους πολίτες και τις μελλοντικές γενεές, μεταξύ άλλων, καθαρό αέρα, καθαρό νερό, υγιές έδαφος και βιοποικιλότητα. Για τον σκοπό αυτό, η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 20 Μαΐου 2020 για τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030: Επαναφορά της φύσης στη ζωή μας (η «Στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030»), η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 20 Μαΐου 2020 για τη στρατηγική από το αγρόκτημα στο πιάτο για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα τροφίμων (στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο»), η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 16 Ιουλίου 2021 για μία νέα δασική στρατηγική της ΕΕ για το 2030, η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 12 Μαΐου 2021 για την πορεία προς έναν υγιή πλανήτη για όλους, σχέδιο δράσης της ΕΕ για μηδενική ρύπανση των υδάτων, του αέρα, και του εδάφους, καθώς και άλλες σχετικές στρατηγικές, όπως η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 30 Ιουνίου 2021 για ένα μακρόπνοο όραμα για τις αγροτικές περιοχές της ΕΕ — Προς ισχυρότερες, συνδεδεμένες, ανθεκτικές και ευημερούσες αγροτικές περιοχές με ορίζοντα το 2040, που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, υπογραμμίζουν περαιτέρω τη σημασία της δράσης για την προστασία και την ανθεκτικότητα των δασών. Ειδικότερα, η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 αποσκοπεί στην προστασία της φύσης και στην αναστροφή της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων. Τέλος, η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 11 Οκτωβρίου 2018 για βιώσιμη βιοοικονομία για την Ευρώπη: ενίσχυση της σύνδεσης οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος ενισχύει την προστασία του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων και, παράλληλα, συμβάλλει στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης ζήτησης για τρόφιμα, ζωοτροφές, ενέργεια, υλικά και προϊόντα, αναζητώντας νέους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης.

(11)

Τα κράτη μέλη έχουν εκφράσει επανειλημμένα την ανησυχία τους για τη συνεχή αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών. Τόνισαν ότι, δεδομένου ότι οι τρέχουσες πολιτικές και δράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διατήρηση, την αποκατάσταση και τη βιώσιμη διαχείριση των δασών δεν επαρκούν για την ανάσχεση της αποψίλωσης, της υποβάθμισης των δασών και της απώλειας βιοποικιλότητας, απαιτείται ενισχυμένη δράση της Ένωσης που θα συμβάλει αποτελεσματικότερα στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) στο πλαίσιο της Ατζέντας του 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, η οποία εγκρίθηκε από όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ) το 2015. Το Συμβούλιο τάχθηκε ειδικά υπέρ της αναγγελίας που έκανε η Επιτροπή στην ανακοίνωση για την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη ότι θα αξιολογήσει πρόσθετα κανονιστικά και μη κανονιστικά μέτρα και ότι θα υποβάλει προτάσεις και για τα δύο είδη μέτρων. Η Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν επίσης προσυπογράψει τη δεκαετία δράσης των ΗΕ για τους ΣΒΑ, τη δεκαετία των ΗΕ για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και τη δεκαετία οικογενειακής γεωργίας των ΗΕ.

(12)

 

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει τονίσει ότι η συνεχιζόμενη καταστροφή, καθώς και η υποβάθμιση και μετατροπή των δασών και των φυσικών οικοσυστημάτων του πλανήτη, καθώς και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνδέονται, σε μεγάλο βαθμό, με την επέκταση της γεωργικής παραγωγής – ιδίως με τη μετατροπή των δασών σε γεωργική γη που προορίζεται για την παραγωγή βασικών και παράγωγων προϊόντων μεγάλης ζήτησης. Στις 22 Οκτωβρίου 2020, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα, σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), με το οποίο ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, βάσει του άρθρου 192 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, πρόταση για ένα «νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την ανάσχεση και την αντιστροφή της αποψίλωσης των δασών για την οποία φέρει ευθύνη η ΕΕ σε παγκόσμια κλίμακα», που θα βασίζεται σε υποχρεωτική δέουσα επιμέλεια.

(13)

Η καταπολέμηση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών συνιστά σημαντικό μέρος της δέσμης μέτρων που απαιτούνται για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις της Ένωσης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, καθώς και με τη συμφωνία του Παρισιού που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή («συμφωνία του Παρισιού») (3) και το όγδοο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον που εγκρίθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2022/591 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), καθώς και με τη νομική δέσμευση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας το αργότερο έως το 2050 και για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2030.

(14)

Η καταπολέμηση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών αποτελεί επίσης σημαντικό μέρος της δέσμης μέτρων που χρειάζονται για την καταπολέμηση της απώλειας βιοποικιλότητας και για τη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις της Ένωσης σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη βιολογική ποικιλότητα (ΣΒΠ) (6), την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 και τους συναφείς στόχους της Ένωσης για την αποκατάσταση της φύσης.

(15)

Τα πρωτογενή δάση είναι μοναδικά και αναντικατάστατα. Οι δασικές φυτείες και τα φυτευμένα δάση έχουν διαφορετική σύνθεση βιοποικιλότητας και παρέχουν διαφορετικές υπηρεσίες οικοσυστήματος σε σύγκριση με τα πρωτογενή δάση και τα φυσικά αναγεννημένα δάση.

(16)

Η επέκταση της γεωργίας ευθύνεται για το 90 % σχεδόν της αποψίλωσης των δασών σε παγκόσμια κλίμακα, με πάνω από το ήμισυ της απώλειας δασών να οφείλεται στη μετατροπή δασών σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ η βοσκή ζώων ευθύνεται για το 40 % σχεδόν της απώλειας δασών.

 

(17)

Η παραγωγή ζωοτροφών για την κτηνοτροφία μπορεί να συντελέσει στην αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών. Η προώθηση εναλλακτικών, βιώσιμων γεωργικών πρακτικών μπορεί να αντιμετωπίσει τις περιβαλλοντικές και τις κλιματικές προκλήσεις και να αποτρέψει την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών παγκοσμίως. Η παροχή κινήτρων προκειμένου να υιοθετηθεί μια πιο ισορροπημένη, πιο υγιεινή και πιο θρεπτική διατροφή και ένας πιο βιώσιμος τρόπος ζωής μπορεί να μειώσει την πίεση που ασκείται στη γη και στους πόρους.

(18)

Μεταξύ 1990 και 2008 η Ένωση εισήγαγε και κατανάλωσε το ένα τρίτο των παγκόσμιων συναλλαγών σε γεωργικά προϊόντα που συνδέονται με την αποψίλωση των δασών. Σε αυτό το διάστημα η κατανάλωση της Ένωσης ευθυνόταν για το 10 % της αποψίλωσης των δασών που συνδέεται με την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών σε παγκόσμια κλίμακα. Ακόμη και αν το σχετικό μερίδιο της κατανάλωσης της Ένωσης μειώνεται, η ενωσιακή κατανάλωση αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο παράγοντα αποψίλωσης των δασών. Ως εκ τούτου, η Ένωση θα πρέπει να λάβει μέτρα για να ελαχιστοποιήσει τη σε παγκόσμιο επίπεδο αποψίλωση και υποβάθμιση των δασών που προκαλεί η κατανάλωση ορισμένων βασικών και παράγωγων προϊόντων στην Ένωση και, με τον τρόπο αυτόν, να επιδιώξει να ελαττώσει τη συμβολή της στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και στην απώλεια βιοποικιλότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και να προωθήσει βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης στην Ένωση, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Για να έχει τον μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο, η πολιτική της Ένωσης θα πρέπει να αποσκοπεί στον επηρεασμό της παγκόσμιας αγοράς και όχι μόνο των αλυσίδων εφοδιασμού της Ένωσης. Θεμελιώδεις από την άποψη αυτή είναι οι εταιρικές σχέσεις και η αποτελεσματική διεθνής συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών, με τις χώρες παραγωγής και κατανάλωσης.

(19)

Η Ένωση έχει δεσμευτεί να προωθήσει και να υλοποιήσει φιλόδοξες πολιτικές για το περιβάλλον και το κλίμα σε ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο 37, το οποίο ορίζει ότι το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης. Στο πλαίσιο της εξωτερικής διάστασης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η δράση στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναληφθεί λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των υφιστάμενων παγκόσμιων συμφωνιών, δεσμεύσεων και πλαισίων που συμβάλλουν στον περιορισμό της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών, όπως το στρατηγικό σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα δάση 2017-2030 και οι παγκόσμιοι στόχοι του για τα δάση, η σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC) και η συμφωνία του Παρισιού, η ΣΒΠ και το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα μετά το 2020, το παγκόσμιο στρατηγικό σχέδιο για τη βιοποικιλότητα 2011-2020 και οι στόχοι του Aichi για τη βιοποικιλότητα που περιέχονται σε αυτό και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της απερήμωσης, καθώς και το πολυμερές πλαίσιο για τη στήριξη της αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτίων της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών, όπως οι ΣΒΑ και η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών.

(20)

Η ανάσχεση της αποψίλωσης και η αποκατάσταση των υποβαθμισμένων δασών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο των ΣΒΑ. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συμβάλει ιδίως στην επίτευξη των στόχων σχετικά με τη ζωή στη στεριά (ΣΒΑ 15), τη δράση για το κλίμα (ΣΒΑ 13), την υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή (ΣΒΑ 12), την εξάλειψη της πείνας (ΣΒΑ 2) και την καλή υγεία και ευημερία (ΣΒΑ 3). Ο σχετικός επιμέρους στόχος 15.2 για την ανάσχεση της αποψίλωσης των δασών έως το 2020 δεν έχει επιτευχθεί, γεγονός που υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της ανάληψης φιλόδοξης και αποτελεσματικής δράσης.

(21)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να ανταποκρίνεται στη διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τα δάση, μια νομικά μη δεσμευτική πολιτική διακήρυξη με την οποία εγκρίνεται ένα παγκόσμιο χρονοδιάγραμμα για τη μείωση στο μισό της απώλειας φυσικών δασών έως το 2020 και για την προσπάθεια τερματισμού της έως το 2030. Η διακήρυξη εγκρίθηκε από δεκάδες κυβερνήσεις, πολλές από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, αλλά και από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών με μεγάλη επιρροή και από οργανώσεις αυτοχθόνων πληθυσμών. Η διακήρυξη κάλεσε επίσης τον ιδιωτικό τομέα να υλοποιήσει τον στόχο της εξάλειψης της αποψίλωσης των δασών λόγω της παραγωγής βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως το φοινικέλαιο, η σόγια, το χαρτί και τα προϊόντα με βάση το βόειο κρέας, το αργότερο έως το 2020, στόχος ο οποίος δεν επιτεύχθηκε. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συμβάλει στο στρατηγικό σχέδιο των ΗΕ για τα δάση για την περίοδο 2017-2030, του οποίου ο παγκόσμιος δασικός στόχος 1 είναι να αναστραφεί η απώλεια δασικής κάλυψης παγκοσμίως μέσω της αειφόρου διαχείρισης των δασών, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας, της αποκατάστασης, της δάσωσης και της αναδάσωσης, και να ενισχυθούν οι προσπάθειες για την πρόληψη της υποβάθμισης των δασών και να συμβάλει στις παγκόσμιες προσπάθειες για καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

(22)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να ανταποκρίνεται στη διακήρυξη των ηγετών στη Γλασκώβη για τα δάση και τη χρήση γης που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2021 στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, η οποία αναγνωρίζει ότι «για την επίτευξη των στόχων για τη χρήση γης, το κλίμα, τη βιοποικιλότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο, θα απαιτηθεί περαιτέρω μετασχηματιστική δράση στους διασυνδεδεμένους τομείς της βιώσιμης παραγωγής και κατανάλωσης, της ανάπτυξης υποδομών, του εμπορίου, της χρηματοδότησης και των επενδύσεων, καθώς και της στήριξης των μικροκαλλιεργητών, των αυτοχθόνων πληθυσμών και των τοπικών κοινοτήτων». Οι υπογράφοντες δεσμεύτηκαν να εργαστούν συλλογικά για την ανάσχεση και την αντιστροφή της απώλειας των δασών και της υποβάθμισης της γης έως το 2030 και τόνισαν ότι θα ενισχύσουν τις κοινές τους προσπάθειες για τη διευκόλυνση των εμπορικών και αναπτυξιακών πολιτικών, διεθνώς και εγχώρια, που προάγουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση βασικών προϊόντων, και λειτουργούν προς αμοιβαίο όφελος των χωρών.

(23)

Ως μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η Ένωση έχει δεσμευτεί να προωθεί ένα οικουμενικό, βασισμένο σε κανόνες, ανοικτό, διαφανές, προβλέψιμο, χωρίς αποκλεισμούς, αμερόληπτο και δίκαιο πολυμερές εμπορικό σύστημα στο πλαίσιο του ΠΟΕ, καθώς και μια ανοικτή, βιώσιμη και δυναμική εμπορική πολιτική. Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει βασικά και παράγωγα προϊόντα που παράγονται εντός της Ένωσης καθώς και βασικά και παράγωγα προϊόντα που εισάγονται στην Ένωση.

(24)

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο πλανήτης όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και την απώλεια βιοποικιλότητας μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με παγκόσμια δράση. Η Ένωση θα πρέπει να αποτελέσει ισχυρό παγκόσμιο παράγοντα τόσο δίνοντας το παράδειγμα όσο και αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο στη διεθνή συνεργασία για τη δημιουργία ενός ανοικτού και δίκαιου πολυμερούς συστήματος στο οποίο το βιώσιμο εμπόριο θα λειτουργεί ως βασικός καταλύτης της πράσινης μετάβασης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και για την αντιστροφή της απώλειας βιοποικιλότητας.

(25)

Ο παρών κανονισμός ακολουθεί επίσης τις ανακοινώσεις που εξέδωσε η Επιτροπή στις 22 Ιουνίου 2022 για την ισχύ των εμπορικών εταιρικών σχέσεων: μαζί για μια πράσινη και δίκαιη οικονομική ανάπτυξη και στις 18 Φεβρουαρίου 2021 σχετικά με την επανεξέταση της εμπορικής πολιτικής — μια ανοικτή, βιώσιμη και δυναμική εμπορική πολιτική, στις οποίες αναφέρεται ότι, δεδομένων των νέων εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων και, ειδικότερα, του νέου και πιο βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης όπως καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και την ευρωπαϊκή ψηφιακή στρατηγική, που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 19 Φεβρουαρίου 2020 για τη διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης, η Ένωση χρειάζεται μια νέα στρατηγική εμπορικής πολιτικής — μια στρατηγική που θα στηρίζει την υλοποίηση των στόχων στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική της και θα προωθεί εντονότερα τη βιωσιμότητα σύμφωνα με τη δέσμευσή της να εφαρμόσει πλήρως τους ΣΒΑ των Ηνωμένων Εθνών. Η εμπορική πολιτική χρειάζεται να αξιοποιηθεί πλήρως για την ανάκαμψη της Ένωσης μετά την πανδημία της COVID-19 και στον πράσινο και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, καθώς και στην οικοδόμηση μιας ανθεκτικότερης Ευρώπης στον κόσμο.

(26)

 

Στο πλαίσιο της ανακοίνωσής της στις 22 Ιουνίου 2022 για την ισχύ των εμπορικών εταιρικών σχέσεων: μαζί για μια πράσινη και δίκαιη οικονομική ανάπτυξη, η Επιτροπή εντείνει τη σύμπραξη με εμπορικούς εταίρους για την προώθηση της συμμόρφωσης με τα διεθνή εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα. Η ανακοίνωση προβλέπει συγκροτημένα κεφάλαια για τη βιώσιμη ανάπτυξη τα οποία περιλαμβάνουν ρήτρες για την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών. Η διασφάλιση της επιβολής υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών και της σύναψης νέων που θα περιέχουν τέτοια κεφάλαια, θα συμπληρώσει τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

(27)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να είναι συμπληρωματικός προς άλλα μέτρα που προτείνονται στην ανακοίνωση για την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη, και ιδίως τη συνεργασία με χώρες παραγωγής για την υποστήριξή τους στην αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της αποψίλωσης των δασών, όπως η αδύναμη διακυβέρνηση, η αναποτελεσματική επιβολή του νόμου και η διαφθορά, και την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας με σημαντικές χώρες κατανάλωσης με την ενθάρρυνση, μεταξύ άλλων, του εμπορίου προϊόντων μηδενικής αποψίλωσης και την υιοθέτηση παρεμφερών μέτρων ώστε να αποφεύγεται η διάθεση στην αγορά τους προϊόντων που προέρχονται από αλυσίδες εφοδιασμού οι οποίες σχετίζονται με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών.

(28)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της συνεκτικής αναπτυξιακής πολιτικής και να εξυπηρετεί την προώθηση και τη διευκόλυνση της συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως με τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (ΛΑΧ), μεταξύ άλλων μέσω της παροχής τεχνικής και χρηματοδοτικής βοήθειας, όπου αυτό είναι δυνατό και σκόπιμο.

(29)

Σε συντονισμό με τα κράτη μέλη, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με τις χώρες παραγωγής και, γενικότερα, να βρίσκεται σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και φορείς, καθώς και με σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη που δραστηριοποιούνται επιτόπου μέσω πλειονομερών διαλόγων. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενισχύσει τη στήριξη και τα κίνητρά της όσον αφορά την προστασία των δασών και τη μετάβαση σε παραγωγή μηδενικής αποψίλωσης, την αναγνώριση και την ενίσχυση του ρόλου και των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών, των τοπικών κοινοτήτων, των μικροκαλλιεργητών και των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της γαιοκτησίας, την ενίσχυση της επιβολής του νόμου και την προώθηση της αειφόρου διαχείρισης των δασών, με έμφαση σε πρακτικές δασοκομίας που θα βρίσκονται πιο κοντά στη φύση και θα βασίζονται σε επιστημονικά τεκμηριωμένους δείκτες και κατώτατα όρια, στον οικοτουρισμό, στην ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή γεωργία, στη διαφοροποίηση, στην αγροοικολογία και στη αγροδασοκομία. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να αναγνωρίζει πλήρως τον ρόλο και τα δικαιώματα των αυτοχθόνων πληθυσμών και των τοπικών κοινοτήτων να προστατεύουν τα δάση, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ελεύθερης, εκ των προτέρων και κατόπιν ενημέρωσης συναίνεσης (FPIC). Με βάση την εμπειρία και τα διδάγματα που έχουν αντληθεί από ήδη υφιστάμενες πρωτοβουλίες, η Ένωση και τα κράτη μέλη θα πρέπει να εργαστούν για τη συγκρότηση εταιρικών σχέσεων με τις χώρες παραγωγής, εφόσον το ζητήσουν, και να αντιμετωπίσουν τις παγκόσμιες προκλήσεις, καλύπτοντας παράλληλα τις τοπικές ανάγκες και δίνοντας προσοχή στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικροκαλλιεργητές, σύμφωνα με την ανακοίνωση για την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη. Η εταιρική προσέγγιση θα πρέπει να βοηθά τις χώρες παραγωγής και τμήματα των χωρών αυτών ώστε να προστατεύουν, να αποκαθιστούν και να χρησιμοποιούν με βιώσιμο τρόπο τα δάση, συμβάλλοντας έτσι στον στόχο του παρόντος κανονισμού για περιορισμό της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών, μεταξύ άλλων μέσω της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών, γεωχωρικών πληροφοριών και της ανάπτυξης ικανοτήτων.

(30)

 

Οι φορείς εκμετάλλευσης και οι έμποροι θα πρέπει να δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού ανεξάρτητα από το αν η διάθεση στην αγορά πραγματοποιείται με παραδοσιακά μέσα ή διαδικτυακά. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι σε κάθε αλυσίδα εφοδιασμού υπάρχει φορέας εκμετάλλευσης κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση και μπορεί να θεωρείται υπεύθυνος σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρακολουθούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να καθορίζουν αν οι ψηφιακές και τεχνολογικές εξελίξεις απαιτούν περαιτέρω προδιαγραφές ή πρωτοβουλίες, κατά περίπτωση, στο μέλλον.

(31)

Μια άλλη σημαντική δράση που αναγγέλθηκε στην ανακοίνωση για την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη είναι η δημιουργία παρατηρητηρίου της ΕΕ για την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, τις αλλαγές στην παγκόσμια δασική κάλυψη και τους συναφείς ενοχοποιητικούς παράγοντες («παρατηρητήριο της ΕΕ»), το οποίο δρομολόγησε η Επιτροπή με στόχο την καλύτερη παρακολούθηση των αλλαγών στην παγκόσμια δασική κάλυψη και των συναφών ενοχοποιητικών παραγόντων. Βασιζόμενο σε υπάρχοντα εργαλεία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων Copernicus και άλλων πηγών που διατίθενται δημόσια ή ιδιωτικά, το παρατηρητήριο της ΕΕ θα πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση σε πληροφορίες για τις αλυσίδες εφοδιασμού που απευθύνονται σε δημόσιους φορείς, καταναλωτές και επιχειρήσεις, παρέχοντας εύληπτα δεδομένα και πληροφορίες που συνδέουν την αποψίλωση των δασών, την υποβάθμιση των δασών και τις αλλαγές στην παγκόσμια δασική κάλυψη με τη ζήτηση και το εμπόριο της Ένωσης όσον αφορά βασικά και παράγωγα προϊόντα. Το παρατηρητήριο της ΕΕ θα πρέπει συνεπώς να υποστηρίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, παρέχοντας επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών σε παγκόσμιο επίπεδο και με το συναφές εμπόριο. Το παρατηρητήριο της ΕΕ θα πρέπει να παρέχει χάρτες εδαφοκάλυψης που θα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων χρονοσειρές από την καταληκτική ημερομηνία που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, καθώς και εύρος κατηγοριών που παρέχουν δυνατότητα εξέτασης της σύνθεσης του τοπίου. Το παρατηρητήριο της ΕΕ αναμένεται να συμμετάσχει στην ανάπτυξη ενός συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης που θα συνδυάζει την ερευνητική ικανότητα και την ικανότητα παρακολούθησης. Όσον αφορά τον παρόντα κανονισμό, όταν είναι τεχνικά εφικτό, στόχος του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης θα πρέπει να είναι να αποτελέσει μέρος μιας πλατφόρμας που θα μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές, τους φορείς εκμετάλλευσης, τους εμπόρους και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη και θα μπορεί να παρέχει συνεχή παρακολούθηση και έγκαιρη ειδοποίηση σχετικά με πιθανές δραστηριότητες αποψίλωσης ή υποβάθμισης των δασών. Η εν λόγω πλατφόρμα θα πρέπει να τεθεί σε λειτουργία το συντομότερο δυνατόν. Το παρατηρητήριο της ΕΕ θα πρέπει να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές και με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και φορείς, ερευνητικά ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, φορείς εκμετάλλευσης, εμπόρους, τρίτες χώρες και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

(32)

Το ισχύον νομικό πλαίσιο της Ένωσης επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση της παράνομης υλοτομίας και του σχετιζόμενου με αυτήν εμπορίου και δεν αντιμετωπίζει άμεσα την αποψίλωση των δασών. Το πλαίσιο αυτό αποτελείται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 995/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 του Συμβουλίου (8). Αμφότεροι οι κανονισμοί αξιολογήθηκαν σε έλεγχο καταλληλότητας όπου διαπιστώθηκε ότι, ενώ η νομοθεσία είχε θετικό αντίκτυπο στη διακυβέρνηση των δασών, οι στόχοι των δύο κανονισμών —ήτοι ο περιορισμός της παράνομης υλοτομίας και του συναφούς εμπορίου και η μείωση της κατανάλωσης παράνομα υλοτομημένης ξυλείας στην Ένωση— δεν έχουν επιτευχθεί· συνήχθη δε το συμπέρασμα ότι η επικέντρωση αποκλειστικά στη νομιμότητα της ξυλείας δεν ήταν επαρκής για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.

(33)

Στις διαθέσιμες εκθέσεις επιβεβαιώνεται ότι σημαντικό μέρος της υπό εξέλιξη αποψίλωσης δασών είναι νόμιμο σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας παραγωγής. Έκθεση της «Forest Policy Trade and Finance Initiative» που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2021 εκτιμά ότι, μεταξύ 2013 και 2019, το 30 % περίπου της αποψίλωσης δασών με σκοπό την εμπορική γεωργία σε τροπικές χώρες ήταν νόμιμο. Τα διαθέσιμα δεδομένα τείνουν να εστιάζουν σε χώρες με αδύναμη διακυβέρνηση — το παγκόσμιο μερίδιο παράνομης αποψίλωσης δασών ενδέχεται να είναι χαμηλότερο, υπάρχουν όμως ήδη σαφή δεδομένα που επισημαίνουν ότι η μη συμπερίληψη της αποψίλωσης που είναι νόμιμη στη χώρα παραγωγής υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των μέτρων πολιτικής.

(34)

 

Στην εκτίμηση επιπτώσεων των πιθανών μέτρων πολιτικής για την αντιμετώπιση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών που προκαλούνται από την Ένωση, στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2019 και στοψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2020 επισημαίνεται σαφώς η ανάγκη να αναχθεί η αποψίλωση και υποβάθμιση των δασών σε καθοριστικό κριτήριο σε μελλοντικά μέτρα της Ένωσης. Η εστίαση στη νομιμότητα και μόνο θα μπορούσε να θέσει πιθανώς σε κίνδυνο τα περιβαλλοντικά πρότυπα, υποβαθμίζοντάς τα προς όφελος της απόκτησης πρόσβασης στην αγορά. Ως εκ τούτου, το νέο νομικό πλαίσιο της Ένωσης θα πρέπει να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της νομιμότητας της παραγωγής, όσο και το αν η παραγωγή των σχετικών βασικών και παράγωγων προϊόντων είναι μηδενικής αποψίλωσης.

(35)

Ο ορισμός της «μηδενικής αποψίλωσης» θα πρέπει να είναι αρκετά ευρύς ώστε να καλύπτει την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, θα πρέπει να παρέχει νομική σαφήνεια και να είναι μετρήσιμος με βάση ποσοτικά, αντικειμενικά και διεθνώς αναγνωρισμένα δεδομένα.

(36)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως γεωργική χρήση θα πρέπει να νοείται η χρήση γης για γεωργικούς σκοπούς. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να αποσαφηνιστεί η ερμηνεία του ορισμού αυτού, ιδίως σχετικά με τη μετατροπή δασών σε εκτάσεις που δεν προορίζονται για γεωργική χρήση.

(37)

Σύμφωνα με τους ορισμούς του FAO τα αγροδασικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργειών υπό δενδροκάλυψη, καθώς και τα αγροτοκαλλιεργητικά, τα αγροκτηνοτροφικά και τα αγροσυλοκτηνοτροφικά συστήματα, δεν θα πρέπει να θεωρούνται δάση, αλλά ως γεωργική χρήση.

(38)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τα βασικά προϊόντα των οποίων η κατανάλωση στην Ένωση έχει τις σημαντικότερες συνέπειες όσον αφορά την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών σε παγκόσμιο επίπεδο και για τα οποία η παρέμβαση της Ένωσης με πολιτικές θα μπορούσε να αποφέρει τα μεγαλύτερα οφέλη ανά μοναδιαία αξία εμπορίου. Στο πλαίσιο της υποστηρικτικής μελέτης για την εκτίμηση επιπτώσεων για τον παρόντα κανονισμό πραγματοποιήθηκε εκτενής ανασκόπηση της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας, συγκεκριμένα δε των πρωτογενών πηγών μέσω των οποίων εκτιμάται ο αντίκτυπος της κατανάλωσης της Ένωσης στην αποψίλωση των δασών σε παγκόσμιο επίπεδο και συνδέεται το εν λόγω περιβαλλοντικό αποτύπωμα με συγκεκριμένα βασικά προϊόντα, η οποία και διασταυρώθηκε μέσω εκτεταμένης διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Από τη διαδικασία αυτή προέκυψε ένας αρχικός κατάλογος οκτώ βασικών προϊόντων. Η ξυλεία συμπεριλήφθηκε απευθείας στο πεδίο εφαρμογής, καθώς καλυπτόταν ήδη από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 995/2010. Σύμφωνα με πρόσφατη ερευνητική εργασία (9) που χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της αποτελεσματικότητας, από τα οκτώ βασικά προϊόντα που αναλύθηκαν στην εν λόγω εργασία, τα επτά αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο αποψίλωσης των δασών που προκαλείται από την Ένωση: ελαιοφοίνικας (34,0 %), σόγια (32,8 %), ξυλεία (8,6 %), κακάο (7,5 %), καφές (7,0 %), βοοειδή (5,0 %) και καουτσούκ (3,4 %).

 

(39)

 

Για να εξασφαλιστεί ότι ο παρών κανονισμός επιτυγχάνει τους στόχους του, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται για ζώα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού δεν συμβάλλουν στην αποψίλωση των δασών. Ως εκ τούτου, οι φορείς εκμετάλλευσης που διαθέτουν στην αγορά ή εξάγουν σχετικά παράγωγα προϊόντα που περιέχουν ή έχουν παρασκευαστεί χρησιμοποιώντας βοοειδή που έχουν τραφεί με σχετικά προϊόντα που περιέχουν ή έχουν παρασκευαστεί με τη χρήση άλλων σχετικών βασικών ή παράγωγων προϊόντων, θα πρέπει να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο του συστήματος δέουσας επιμέλειας που τηρούν, ότι οι ζωοτροφές είναι μηδενικής αποψίλωσης. Στην περίπτωση αυτή, οι απαιτήσεις γεωεντοπισμού του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιορίζονται στην αναφορά στη γεωγραφική θέση καθεμίας από τις εγκαταστάσεις εκτροφής των βοοειδών, ενώ δεν θα πρέπει να ζητούνται πληροφορίες γεωεντοπισμού για την ίδια τη ζωοτροφή. Εάν περιέλθουν στην κατοχή ή στη γνώση της αρμόδιας αρχής σχετικές πληροφορίες οι οποίες βασίζονται, μεταξύ άλλων, σε τεκμηριωμένες ανησυχίες που έχουν καταθέσει τρίτοι σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει κίνδυνος οι ζωοτροφές να μη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ζητεί αμέσως λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω ζωοτροφές. Εάν οι ζωοτροφές έχουν ήδη υποβληθεί σε διαδικασία δέουσας επιμέλειας σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας εφοδιασμού, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τιμολόγια, τους αριθμούς αναφοράς των σχετικών δηλώσεων δέουσας επιμέλειας ή κάθε άλλο σχετικό δικαιολογητικό που να υποδεικνύει ότι οι ζωοτροφές είναι μηδενικής αποψίλωσης και είναι δυνατό να υποχρεωθούν να θέσουν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία στη διάθεση των αρμόδιων αρχών εφόσον τους ζητηθεί. Τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να καλύπτουν τη διάρκεια ζωής των ζώων, έως πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο.

(40)

Έχοντας υπόψη ότι η χρήση ανακυκλωμένων σχετικών βασικών και σχετικών παράγωγων προϊόντων θα πρέπει να ενθαρρύνεται και ότι η υπαγωγή αυτών των βασικών και παράγωγων προϊόντων στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα επιβάρυνε δυσανάλογα τους φορείς εκμετάλλευσης, τα χρησιμοποιημένα βασικά και παράγωγα προϊόντα που έχουν συμπληρώσει τον κύκλο ζωής τους και διαφορετικά θα απορρίπτονταν ως απόβλητα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, αυτό δε θα πρέπει να εφαρμόζεται στα υποπροϊόντα της διαδικασίας μεταποίησης.

 

(41)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει υποχρεώσεις όσον αφορά τα σχετικά βασικά και τα σχετικά παράγωγα προϊόντα, με στόχο την αποτελεσματική καταπολέμηση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών και την προώθηση των αλυσίδων εφοδιασμού μηδενικής αποψίλωσης, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών και των τοπικών κοινοτήτων, τόσο στην Ένωση όσο και σε τρίτες χώρες.

(42)

Όταν αξιολογείται ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης των σχετικών βασικών και των σχετικών παράγωγων προϊόντων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά ή να εξαχθούν, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνδέονται με την αποψίλωση ή την υποβάθμιση των δασών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών, των τοπικών κοινοτήτων και των δικαιούχων εθιμικών δικαιωμάτων κατοχής.

(43)

Πολλοί διεθνείς οργανισμοί και φορείς, όπως ο FAO, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον, και η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης, έχουν δραστηριοποιηθεί, και διεθνείς συμφωνίες, όπως η συμφωνία του Παρισιού και η ΣΒΠ, έχουν συναφθεί στον τομέα της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών, και οι ορισμοί του παρόντος κανονισμού βασίζονται στις εν λόγω εργασίες.

(44)

Είναι σημαντικό ο παρών κανονισμός να αντιμετωπίσει επίσης το ζήτημα της υποβάθμισης των δασών. Ο ορισμός της υποβάθμισης των δασών θα πρέπει να βασίζεται σε διεθνώς συμφωνημένες έννοιες και να διασφαλίζει ότι οι σχετικές υποχρεώσεις μπορούν εύκολα να εκπληρωθούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τις αρμόδιες αρχές. Οι εν λόγω υποχρεώσεις θα πρέπει να είναι επιχειρησιακά μετρήσιμες και επαληθεύσιμες, καθώς επίσης σαφείς και αναμφίσημες, ώστε να παρέχεται ασφάλεια δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επικεντρωθεί σε βασικά στοιχεία της υποβάθμισης των δασών που είναι μετρήσιμα και επαληθεύσιμα και τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αποφυγή περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με βάση τα πλέον επικαιροποιημένα επιστημονικά δεδομένα. Για τον σκοπό αυτόν, ο ορισμός της υποβάθμισης των δασών θα πρέπει να βασίζεται σε διεθνώς συμφωνημένες έννοιες που έχει ορίσει ο FAO. Ο ορισμός της υποβάθμισης των δασών θα πρέπει να επανεξεταστεί, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να αξιολογηθεί αν θα πρέπει να επεκταθεί ο ορισμός για να καλύπτει ευρύτερο πεδίο των παραγόντων της υποβάθμισης των δασών και των δασικών οικοσυστημάτων παγκοσμίως, ώστε να υποστηριχθούν περαιτέρω οι περιβαλλοντικοί στόχοι του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις διεθνείς συζητήσεις επί του θέματος, καθώς και την ποικιλομορφία των δασικών οικοσυστημάτων και πρακτικών ανά τον κόσμο. Η επανεξέταση θα πρέπει να διενεργείται βάσει εμπεριστατωμένης ανάλυσης, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, τους διεθνείς οργανισμούς και φορείς και την επιστημονική κοινότητα.

(45)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει σωστή εξισορρόπηση ανάμεσα, αφενός, στην προστασία των θεμιτών προσδοκιών των φορέων εκμετάλλευσης και των εμπόρων που διαθέτουν σχετικά βασικά και σχετικά παράγωγα προϊόντα στην αγορά ή τα εξάγουν, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την αιφνίδια διαταραχή των αλυσίδων εφοδιασμού και, αφετέρου, στο θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας του περιβάλλοντος, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να οριστεί καταληκτική ημερομηνία που θα παρέχει βάση για την αξιολόγηση του αν η υπό εξέταση γη έχει υποστεί αποψίλωση ή υποβάθμιση δασών, κάτι που σημαίνει ότι κανένα βασικό ή παράγωγο προϊόν που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού δεν θα μπορεί να διατίθεται στην αγορά ή να εξάγεται, εάν έχει παραχθεί σε γη που υπόκειται σε αποψίλωση ή υποβάθμιση δασών μετά την ημερομηνία αυτή.

(46)

Η καταληκτική ημερομηνία θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε υφιστάμενες διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί με τους ΣΒΑ και τη Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τα δάση, φιλοδοξία των οποίων είναι να σταματήσει η αποψίλωση των δασών, να αποκατασταθούν τα υποβαθμισμένα δάση και να αυξηθεί σημαντικά η δάσωση και η αναδάσωση σε παγκόσμιο επίπεδο έως το 2020 και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να οριστεί ως τέτοια ημερομηνία η 31η Δεκεμβρίου 2020. Η ημερομηνία αυτή συνάδει επίσης με την αναγγελία από την Επιτροπή της πρόθεσής της να καταπολεμήσει την αποψίλωση των δασών στην ανακοίνωσή της σχετικά με την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη, την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, τη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030, καθώς και τη στρατηγική από το αγρόκτημα στο πιάτο. Ευθυγραμμιζόμενη με την αρχή της προφύλαξης, η καταληκτική ημερομηνία που υποδείχθηκε στην πρόταση της Επιτροπής για τον παρόντα κανονισμό, προηγείται της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η καταληκτική ημερομηνία επιλέχθηκε με σκοπό να προληφθεί η αναμενόμενη επιτάχυνση των δραστηριοτήτων που οδηγούν σε αποψίλωση και υποβάθμιση των δασών στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ανακοίνωση της πρότασης της Επιτροπής και στην ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αναγνωρίζει τον επιδιωκόμενο περιβαλλοντικό στόχο και να επιβεβαιώνει την προτεινόμενη καταληκτική ημερομηνία ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα επιτραπεί στους παραγωγούς και τους φορείς εκμετάλλευσης που προκάλεσαν την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών κατά τη διάρκεια της περιόδου διαπραγμάτευσης του παρόντος κανονισμού να διαθέτουν στην αγορά τα σχετικά βασικά και σχετικά παράγωγα προϊόντα ή να τα εξάγουν.

(47)

 

Οι περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην προστασία των εύλογων προσδοκιών των φορέων εκμετάλλευσης και των εμπόρων που προκύπτουν από την επιλογή της καταληκτικής ημερομηνίας, θα πρέπει να είναι αναλογικοί και απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη του στόχου γενικού συμφέροντος, που είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Για να συμβάλει στην πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε σχετικά βασικά και σχετικά παράγωγα προϊόντα που έχουν παραχθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η αναβολή της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που διέπουν τις υποχρεώσεις των φορέων εκμετάλλευσης και των εμπόρων που προτίθενται να διαθέσουν σχετικά βασικά και παράγωγα προϊόντα στην αγορά ή να τα εξαγάγουν, τους παρέχει επίσης εύλογο χρονικό διάστημα για να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(48)

Για να ενισχυθεί η συμβολή της Ένωσης στην ανάσχεση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών και να διασφαλιστεί ότι δεν θα διατίθενται στην αγορά ούτε θα εξάγονται σχετικά παράγωγα προϊόντα από αλυσίδες εφοδιασμού που σχετίζονται με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, τα σχετικά παράγωγα προϊόντα δεν θα πρέπει να διατίθενται ή να καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά ούτε να εξάγονται εκτός εάν είναι μηδενικής αποψίλωσης και έχουν παραχθεί σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της χώρας παραγωγής. Για να επιβεβαιωθεί ότι όντως συμβαίνει αυτό, θα πρέπει να συνοδεύονται πάντα από δήλωση δέουσας επιμέλειας.

(49)

Με βάση συστημική προσέγγιση, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι τα σχετικά παράγωγα προϊόντα που σκοπεύουν να διαθέσουν στην αγορά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις μηδενικής αποψίλωσης και νομιμότητας του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτόν, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να θεσπίσουν και να εφαρμόζουν συστήματα δέουσας επιμέλειας. Τα εν λόγω συστήματα δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να περιλαμβάνουν τρία στοιχεία, ήτοι απαιτήσεις πληροφοριών, εκτίμηση κινδύνου και μέτρα μετριασμού του κινδύνου, τα οποία συμπληρώνονται από υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων. Τα συστήματα δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να είναι σχεδιασμένα ώστε να παρέχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις πηγές και τους προμηθευτές των βασικών και παράγωγων προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών που καταδεικνύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις για τη μη αποψίλωση και υποβάθμιση των δασών και για τη νομιμότητα, μεταξύ άλλων με τον προσδιορισμό της χώρας παραγωγής, ή τμημάτων της χώρας αυτής και συμπεριλαμβανομένων των συντεταγμένων γεωεντοπισμού των σχετικών γεωτεμαχίων. Οι εν λόγω συντεταγμένες γεωεντοπισμού, που βασίζονται στον χρονισμό, τον εντοπισμό θέσης ή/και τη γεωσκόπηση, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα διαστημικά δεδομένα και υπηρεσίες που διατίθενται στο πλαίσιο του διαστημικού προγράμματος της Ένωσης (EGNOS/Galileo και Copernicus). Βάσει των εν λόγω πληροφοριών, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να διενεργούν εκτίμηση κινδύνου. Όταν εντοπίζεται κίνδυνος, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να τον μετριάζουν, ώστε να επιτυγχάνουν μηδενικό ή μόνο αμελητέο κίνδυνο. Θα πρέπει να επιτρέπεται στον φορέα εκμετάλλευσης να διαθέτει σχετικά παράγωγα προϊόντα στην αγορά ή να τα εξάγει μόνον εάν ο φορέας εκμετάλλευσης συνάγει, κατόπιν άσκησης δέουσας επιμέλειας, ότι συντρέχει μηδενικός ή μόνο αμελητέος κίνδυνος μη συμμόρφωσης του σχετικού παράγωγου προϊόντος με τον παρόντα κανονισμό.

(50)

Κατά την αναζήτηση των πηγών των προϊόντων, θα πρέπει να καταβάλλονται εύλογες προσπάθειες ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παραγωγοί, ιδίως οι μικροκαλλιεργητές, αμείβονται δίκαια ώστε να έχουν ένα εισόδημα διαβίωσης και ότι η φτώχεια, που αποτελεί βασική αιτία της αποψίλωσης των δασών, αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά.

(51)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να αναλαμβάνουν επίσημα την ευθύνη για τη συμμόρφωση των σχετικών παράγωγων προϊόντων που σκοπεύουν να διαθέσουν στην αγορά ή να εξαγάγουν, παρέχοντας δηλώσεις δέουσας επιμέλειας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει υπόδειγμα τέτοιων δηλώσεων. Τέτοιου είδους δηλώσεις δέουσας επιμέλειας αναμένεται να διευκολύνουν την επιβολή του παρόντος κανονισμού από τις αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια δικαστήρια, καθώς και να αυξήσουν τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης.

(52)

Για να μπορούν να αναγνωρίζονται οι ορθές πρακτικές, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στη διαδικασία εκτίμησης κινδύνου συστήματα πιστοποίησης ή άλλα συστήματα επαλήθευσης από τρίτους. Δεν θα πρέπει ωστόσο να υποκαθιστούν την ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια.

(53)

Οι έμποροι θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι για τη συλλογή και τη διατήρηση πληροφοριών που διασφαλίζουν τη διαφάνεια της αλυσίδας εφοδιασμού των σχετικών παράγωγων προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά. Οι έμποροι που δεν είναι ΜΜΕ έχουν σημαντική επιρροή στις αλυσίδες εφοδιασμού και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι μηδενικής αποψίλωσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις με τους φορείς εκμετάλλευσης, να αναλαμβάνουν ευθύνη για τη συμμόρφωση των σχετικών παράγωγων προϊόντων με τον παρόντα κανονισμό και να διασφαλίζουν, πριν από τη διάθεση των σχετικών παράγωγων προϊόντων στην αγορά, ότι έχουν ασκήσει δέουσα επιμέλεια σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και έχουν συναγάγει ότι συντρέχει μηδενικός ή μόνο αμελητέος κίνδυνος μη συμμόρφωσης των σχετικών προϊόντων με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(54)

 

Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να διευκολυνθεί η επιβολή, οι φορείς εκμετάλλευσης που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες των ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ή των φυσικών προσώπων, θα πρέπει να υποβάλλουν σε ετήσια βάση δημόσια έκθεση σχετικά με το σύστημα δέουσας επιμέλειάς τους, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν λάβει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.

(55)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να μπορούν να παραλαμβάνουν από τα ενδιαφερόμενα μέρη τις τεκμηριωμένες ανησυχίες που προβάλλουν, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα, και να διερευνούν διεξοδικά όλες τις τεκμηριωμένες ανησυχίες που λαμβάνουν.

(56)

Άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης που θεσπίζουν απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας στην αλυσίδα αξίας όσον αφορά δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα ή το περιβάλλον, θα πρέπει να ισχύουν στον βαθμό που στον παρόντα κανονισμό δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις με τον ίδιο στόχο, χαρακτήρα και αποτέλεσμα, οι οποίες να μπορούν να προσαρμόζονται συναρτήσει των μελλοντικών τροποποιήσεων των νομικών πράξεων της Ένωσης. Η ύπαρξη του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να αποκλείει την εφαρμογή άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης που θεσπίζουν απαιτήσεις σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια στην αξιακή αλυσίδα. Εάν άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης προβλέπουν ειδικότερες διατάξεις ή πρόσθετες απαιτήσεις στις ορισθείσες από τον παρόντα κανονισμό διατάξεις, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, εάν ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικότερες διατάξεις, αυτές δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που υπονομεύει την αποτελεσματική εφαρμογή άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης για τη δέουσα επιμέλεια, ή την επίτευξη του γενικού τους στόχου. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να εκδίδει σαφείς και εύληπτες κατευθυντήριες γραμμές για τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης και των εμπόρων, ιδίως των ΜΜΕ, με τον παρόντα κανονισμό.

(57)

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών σε σχέση με τα δάση, καθώς και της αρχής της FPIC όπως ορίζεται, μεταξύ άλλων, στη Διακήρυξη των ΗΕ για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών, συντελούν στην προστασία της βιοποικιλότητας, στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και στην αντιμετώπιση των σχετικών ανησυχιών δημόσιου συμφέροντος. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί διαθέτουν παραδοσιακές γνώσεις με οικολογική και ιατρική αξία που πολύ συχνά αποτελούν πρότυπο βιώσιμης χρήσης των δασικών πόρων. Αυτό μπορεί να συμβάλει στην επιτόπια διατήρηση, σύμφωνα και με τις επιδιώξεις της ΣΒΠ. Επιπλέον, μελέτες δείχνουν ότι οι δασόβιοι αυτόχθονες πληθυσμοί διαδραματίζουν διττό ρόλο στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής: πρώτον, κατά κανόνα αντιστέκονται στην κατοχή και την αποψίλωση των εκτάσεων όπου κατοικούν επί γενεές και, δεύτερον, ορισμένες αυτόχθονες κοινότητες θεωρούν ότι είναι ευθύνη τους να προστατεύσουν τα δάση για να μετριαστεί η κλιματική αλλαγή.

 

(58)

 

Οι αρχές που εκτίθενται στη Διακήρυξη του Ρίο του 1992 των ΗΕ σχετικά με το περιβάλλον και την ανάπτυξη, ειδικότερα δε η αρχή υπ’ αριθ. 10 σχετικά με τη σημασία της ευαισθητοποίησης και συμμετοχής του κοινού σε περιβαλλοντικά ζητήματα και η αρχή υπ’ αριθ. 22 σχετικά με τον ζωτικής σημασίας ρόλο των αυτοχθόνων πληθυσμών στη διαχείριση του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη, είναι σημαντικές για τη διασφάλιση της βιώσιμης διαχείρισης των δασών,.

(59)

Η έννοια της FPIC των αυτοχθόνων πληθυσμών έχει εξελιχθεί με την πάροδο των ετών, από την έγκριση της σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1989 (αριθ. 169) περί των ιθαγενών λαών και των λαών με φυλετική συγκρότηση, και αποτυπώνεται στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών. Σκοπεύει να αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα που θα εγγυάται ότι κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για έργα που αφορούν τους αυτόχθονες πληθυσμούς θα λαμβάνονται υπόψη οι πιθανές επιπτώσεις σε αυτούς.

(60)

Οι φορείς εκμετάλλευσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης οι οποίες θεσπίζουν απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας στην αξιακή αλυσίδα όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα ή το περιβάλλον θα πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων βάσει του παρόντος κανονισμού συμπεριλαμβάνοντας τις απαιτούμενες πληροφορίες κατά την υποβολή εκθέσεων δυνάμει των άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης.

(61)

Την ευθύνη της επιβολής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να φέρουν τα κράτη μέλη, οι δε αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό. Ομοιόμορφη επιβολή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα σχετικά παράγωγα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά ή εξέρχονται από αυτήν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω συστηματικών ανταλλαγών πληροφοριών και συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των τελωνειακών αρχών και της Επιτροπής.

(62)

Για να επιτύχει τους στόχους του ο παρών κανονισμός, καθοριστική είναι η σημασία της αποτελεσματικής και αποδοτικής εφαρμογής και επιβολής του. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει και να διαχειρίζεται σύστημα πληροφοριών που θα υποστηρίζει τους φορείς εκμετάλλευσης και τις αρμόδιες αρχές κατά την υποβολή των αναγκαίων πληροφοριών όσον αφορά τα σχετικά παράγωγα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά, καθώς και την πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να υποβάλλουν τις δηλώσεις δέουσας επιμέλειας μέσω του συστήματος πληροφοριών. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να είναι προσβάσιμο στις αρμόδιες αρχές και τις τελωνειακές αρχές, ώστε να διευκολύνεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει να διευκολύνει τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών, αρμόδιων αρχών και τελωνειακών αρχών. Τα μη εμπορικά ευαίσθητα δεδομένα θα πρέπει επίσης να είναι προσβάσιμα σε ευρύτερο κοινό, υπό την προϋπόθεση ανωνυμοποίησης των δεδομένων, εκτός από τις πληροφορίες που αφορούν τον κατάλογο με τις οριστικές αποφάσεις κατά νομικών προσώπων για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και με τις ποινές που τους έχουν επιβληθεί, και θα πρέπει να παρέχονται σε ανοικτό και μηχαναγνώσιμο μορφότυπο σύμφωνα με την πολιτική ανοικτών δεδομένων της Ένωσης, όπως ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(63)

Για τα σχετικά παράγωγα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά ή εξέρχονται από αυτήν, θα πρέπει να ανατίθεται στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τη συμμόρφωση των σχετικών παράγωγων προϊόντων με τον παρόντα κανονισμό βάσει, μεταξύ άλλων, των δηλώσεων δέουσας επιμέλειας που έχουν υποβάλει οι φορείς εκμετάλλευσης. Ο ρόλος των τελωνείων θα πρέπει να είναι να διασφαλίζουν ότι καθίσταται διαθέσιμη σε αυτά δήλωση δέουσας επιμέλειας εφόσον συντρέχει περίπτωση. Επιπλέον, από τη στιγμή που θα έχει τεθεί σε εφαρμογή η ηλεκτρονική διεπαφή για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τελωνειακών αρχών και των αρμόδιων αρχών, οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να ελέγχουν την κατάσταση της δήλωσης δέουσας επιμέλειας, αφού οι αρμόδιες αρχές θα έχουν διενεργήσει αρχική ανάλυση κινδύνου, στο σύστημα πληροφοριών. Οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, όπως να αναστέλλουν ή να αρνούνται ένα σχετικό βασικό ή σχετικό παράγωγο προϊόν, εάν τους ζητηθεί βάσει της κατάστασης της δήλωσης δέουσας επιμέλειας στο σύστημα πληροφοριών. Η συγκεκριμένη οργάνωση των ελέγχων καθιστά ανεφάρμοστο το κεφάλαιο VII του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) στον βαθμό που αφορά την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού.

(64)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι υπάρχει ανά πάσα στιγμή επάρκεια οικονομικών πόρων για την αρμόζουσα στελέχωση και εξοπλισμό των αρμόδιων αρχών. Απαιτείται υψηλό επίπεδο πόρων για την αποδοτική διενέργεια ελέγχων, θα πρέπει δε να παρέχονται πόροι με σταθερή ροή και σε επίπεδο που θα ανταποκρίνεται ανά πάσα στιγμή στις ανάγκες της επιβολής. Θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να συμπληρώνουν τη δημόσια χρηματοδότηση μέσω της ανάκτησης από τους σχετικούς οικονομικούς φορείς των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά τη διενέργεια ελέγχων όσον αφορά σχετικά βασικά και παράγωγα προϊόντα που διαπιστώνεται ότι είναι μη συμμορφούμενα.

(65)

 

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης για αγαθά και προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά ή εξέρχονται από αυτήν, ιδίως δε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) όσον αφορά τις εξουσίες των τελωνειακών αρχών και τους τελωνειακούς ελέγχους. Θα πρέπει να υπενθυμίζεται στους εισαγωγείς ότι τα άρθρα 220, 254, 256, 257 και 258 του εν λόγω κανονισμού προβλέπουν ότι τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά και απαιτούν συμπληρωματικές εργασίες τελειοποίησης πρέπει να υπάγονται στο κατάλληλο τελωνειακό καθεστώς που επιτρέπει την εν λόγω τελειοποίηση. Γενικά, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή εξαγωγή δεν θα πρέπει να θεωρείται απόδειξη συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο, δεδομένου ότι η εν λόγω θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή εξαγωγή δεν περιλαμβάνει απαραιτήτως πλήρη έλεγχο συμμόρφωσης.

(66)

Προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η διαδικασία ελέγχου, μεταξύ άλλων και μέσω της ελαχιστοποίησης του διοικητικού φόρτου, των σχετικών παράγωγων προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά ή εξέρχονται από αυτήν, είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί διαλειτουργική ηλεκτρονική διεπαφή που να επιτρέπει την αυτόματη μεταφορά δεδομένων μεταξύ των τελωνειακών συστημάτων και των συστημάτων πληροφοριών των αρμόδιων αρχών. Το περιβάλλον ενιαίας θυρίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα τελωνεία είναι ο εύλογος υποψήφιος για να καταστεί δυνατή τέτοιου είδους μεταφορά δεδομένων. Η διεπαφή θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυτοματοποιημένη και εύχρηστη και θα πρέπει να διευκολύνει τις διαδικασίες για τις τελωνειακές αρχές και τους φορείς εκμετάλλευσης. Επιπλέον, ενόψει των περιορισμένων διαφορών μεταξύ των δεδομένων που πρέπει να διατεθούν στις τελωνειακές αρχές και αυτών που πρέπει να συμπεριληφθούν στη δήλωση δέουσας επιμέλειας, αντίστοιχα, ενδείκνυται να προταθεί επίσης μια προσέγγιση «από τις επιχειρήσεις προς το κράτος», όπου οι έμποροι και οι οικονομικοί φορείς θα καθιστούν διαθέσιμη τη δήλωση δέουσας επιμέλειας σχετικού παράγωγου προϊόντος μέσω του εθνικού περιβάλλοντος ενιαίας θυρίδας για τα τελωνεία και η εν λόγω δήλωση διαβιβάζεται αυτόματα στο χρησιμοποιούμενο από τις αρμόδιες αρχές σύστημα πληροφοριών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Οι τελωνειακές και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συμβάλλουν στον καθορισμό των δεδομένων που διαβιβάζονται, καθώς και οποιασδήποτε άλλης τεχνικής απαίτησης.

(67)

Ο κίνδυνος διάθεσης στην αγορά ή εξαγωγής μη συμμορφούμενων παράγωγων προϊόντων διαφέρει, ανάλογα με το εκάστοτε βασικό και παράγωγο προϊόν και με τη χώρα προέλευσης και παραγωγής του, ή τμήματα της χώρας αυτής. Οι φορείς εκμετάλλευσης με πηγές βασικών ή παράγωγων προϊόντων σε χώρες ή τμήματα των χωρών αυτών που παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο καλλιέργειας, υλοτόμησης ή παραγωγής σχετικών βασικών προϊόντων κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκεινται σε λιγότερες υποχρεώσεις, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το κόστος συμμόρφωσης και τον διοικητικό φόρτο, εκτός εάν ο φορέας εκμετάλλευσης γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό. Όταν υποπίπτει στην αντίληψη αρμόδιας αρχής κίνδυνος καταστρατήγησης του παρόντος κανονισμού, για παράδειγμα στην περίπτωση που ένα σχετικό βασικό ή σχετικό παράγωγο προϊόν που παράγεται σε χώρα υψηλού κινδύνου στη συνέχεια μεταποιείται σε χώρα χαμηλού κινδύνου ή τμήματα αυτής, από όπου διατίθεται ή εισέρχεται στην αγορά ή εξέρχεται από αυτήν, και η δήλωση δέουσας επιμέλειας ή η τελωνειακή διασάφηση δείχνουν ότι το σχετικό βασικό ή το σχετικό παράγωγο προϊόν έχει παραχθεί σε χώρα χαμηλού κινδύνου, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξακριβώνει μέσω περαιτέρω ελέγχων εάν συντρέχει μη συμμόρφωση και, αν είναι αναγκαίο, να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, όπως η κατάσχεση του σχετικού βασικού ή του σχετικού παράγωγου προϊόντος και η αναστολή της διάθεσης του σχετικού βασικού ή του σχετικού παράγωγου προϊόντος στην αγορά ή της εξαγωγής του, καθώς και να πραγματοποιεί περαιτέρω ελέγχους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν ενισχυμένο έλεγχο στα σχετικά βασικά και τα σχετικά παράγωγα προϊόντα από χώρες υψηλού κινδύνου ή τμήματα των χωρών αυτών.

(68)

Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τον κίνδυνο αποψίλωσης και υποβάθμισης των δασών σε επίπεδο χώρας ή τμημάτων της χώρας αυτής με βάση σειρά κριτηρίων που αντικατοπτρίζουν τόσο ποσοτικά, αντικειμενικά και διεθνώς αναγνωρισμένα δεδομένα, όσο και ενδείξεις ότι οι χώρες συμμετέχουν ενεργά στην καταπολέμηση της αποψίλωσης και υποβάθμισης των δασών. Οι εν λόγω πληροφορίες συγκριτικής αξιολόγησης θα πρέπει να καθιστούν ευκολότερο για τους φορείς εκμετάλλευσης στην Ένωση να ασκούν δέουσα επιμέλεια και για τις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν και να επιβάλλουν τη συμμόρφωση, παρέχοντας παράλληλα κίνητρο στις χώρες παραγωγής να ενισχύουν τη βιωσιμότητα των συστημάτων γεωργικής παραγωγής τους και να μειώνουν τον αντίκτυπό τους στην αποψίλωση δασών. Αυτό αναμένεται να συντελέσει ώστε οι αλυσίδες εφοδιασμού να καταστούν πιο διαφανείς και βιώσιμες. Το σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης θα πρέπει να βασίζεται σε σύστημα τριών βαθμίδων για τον χαρακτηρισμό των χωρών ως χαμηλού, συνήθους ή υψηλού κινδύνου. Για να διασφαλιστεί η δέουσα διαφάνεια και σαφήνεια η Επιτροπή θα πρέπει, πιο συγκεκριμένα, να δημοσιοποιεί τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τη συγκριτική αξιολόγηση, τους λόγους για την προτεινόμενη αλλαγή ταξινόμησης και την απάντηση της οικείας χώρας. Για τα σχετικά παράγωγα προϊόντα από χώρες χαμηλού κινδύνου ή από τμήματα των χωρών αυτών θα πρέπει να επιτρέπεται στους φορείς εκμετάλλευσης να ασκούν απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια. Για σχετικά παράγωγα προϊόντα από χώρες ή από τμήματα των χωρών αυτών που χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν ενισχυμένο έλεγχο. Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης εκτελεστικών πράξεων για τον καθορισμό του καταλόγου των χωρών ή των τμημάτων των χωρών αυτών που παρουσιάζουν χαμηλό ή υψηλό κίνδυνο.

(69)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζεται με τις χώρες που χαρακτηρίζονται ή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως υψηλού κινδύνου καθώς και με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη στις εν λόγω χώρες, προκειμένου να συμβάλει στη μείωση του επιπέδου κινδύνου.

(70)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διεξάγουν τακτικά ελέγχους στους φορείς εκμετάλλευσης και στους εμπόρους για να διαπιστώνουν αν πράγματι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον οι αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να διεξάγουν ελέγχους βάσει σχετικών πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους, συμπεριλαμβανομένων τεκμηριωμένων ανησυχιών που τους έχουν γνωστοποιήσει τρίτοι. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν προσέγγιση βάσει κινδύνου για τον προσδιορισμό των ελέγχων που πρέπει να διενεργούνται. Όσον αφορά τα σχετικά παράγωγα προϊόντα από χώρες που χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου ή από τμήματα των χωρών αυτών, τους αντίστοιχους φορείς εκμετάλλευσης και τους εμπόρους καθώς και τον όγκο του μεριδίου τους σε σχετικά βασικά και σχετικά παράγωγα προϊόντα, θα πρέπει να εφαρμόζεται διττή προσέγγιση που παρέχει πλήρη κάλυψη. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να ελέγχουν ένα ορισμένο ποσοστό φορέων εκμετάλλευσης και εμπόρων και, παράλληλα, να καλύπτουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό σχετικών παράγωγων προϊόντων. Όσον αφορά τα σχετικά παράγωγα προϊόντα από χώρες που χαρακτηρίζονται ως χαμηλού ή συνήθους κινδύνου, ή από τμήματα των χωρών αυτών, θα πρέπει να απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τουλάχιστον ένα ορισμένο ποσοστό φορέων εκμετάλλευσης και εμπόρων. Το επίπεδο των ελέγχων θα πρέπει να είναι υψηλότερο για τα σχετικά παράγωγα προϊόντα από χώρες υψηλού κινδύνου ή από τμήματα των χωρών αυτών, ενώ θα μπορούσε να είναι χαμηλότερο για χώρες συνήθους ή χαμηλού κινδύνου ή τμήματα των χωρών αυτών. Στην επανεξέταση της για τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει και να προσδιορίσει ποσοτικοποιημένους στόχους για τους ετήσιους ελέγχους που πρέπει να διενεργούν οι αρμόδιες αρχές, οι οποίοι να είναι κατάλληλοι ώστε να διασφαλίζουν την επιβολή του παρόντος κανονισμού και μια εναρμονισμένη προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση.

(71)

Οι έλεγχοι που διενεργούνται σε φορείς εκμετάλλευσης και εμπόρους από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καλύπτουν τα συστήματα δέουσας επιμέλειας και τη συμμόρφωση των σχετικών παράγωγων προϊόντων με τον παρόντα κανονισμό. Οι έλεγχοι θα πρέπει να βασίζονται σε σχέδιο βάσει κινδύνου, το οποίο περιέχει κριτήρια κινδύνου που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διενεργούν ανάλυση κινδύνου των δηλώσεων δέουσας επιμέλειας που υποβάλλουν οι φορείς εκμετάλλευσης και οι έμποροι. Τα κριτήρια κινδύνου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο αποψίλωσης των δασών που συνδέεται με σχετικά βασικά προϊόντα στη χώρα παραγωγής, το ιστορικό μη συμμόρφωσης των φορέων εκμετάλλευσης και των εμπόρων με τις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού, καθώς και κάθε άλλη σχετική πληροφορία που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές. Η ανάλυση κινδύνου των δηλώσεων δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να προσδιορίζουν τους φορείς εκμετάλλευσης, τους εμπόρους και τα σχετικά παράγωγα προϊόντα που πρέπει να ελεγχθούν. Η εν λόγω ανάλυση κινδύνου θα πρέπει να πραγματοποιείται με τη χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων στο σύστημα πληροφοριών μέσω του οποίου υποβάλλονται οι δηλώσεις δέουσας επιμέλειας. Όπου είναι αναγκαίο και τεχνικά εφικτό, οι αρμόδιες αρχές —κατόπιν συνεννόησης και σε στενή συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών — θα πρέπει επίσης να μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους.

(72)

Σε περιπτώσεις στις οποίες από την ανάλυση κινδύνου των δηλώσεων δέουσας επιμέλειας προκύψει υψηλός κίνδυνος μη συμμόρφωσης συγκεκριμένων σχετικών παράγωγων προϊόντων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν άμεσα προσωρινά μέτρα για να αποτρέπουν τη διάθεση, ή τη διαθεσιμότητα, των εν λόγω προϊόντων στην αγορά ή την εξαγωγή τους. Σε περιπτώσεις στις οποίες τα εν λόγω σχετικά παράγωγα προϊόντα εισέρχονται στην αγορά ή εξέρχονται από αυτήν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ζητούν από τις τελωνειακές αρχές να αναστέλλουν τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή τους, ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να διενεργούν τους απαραίτητους ελέγχους. Τα αιτήματα αυτά θα πρέπει να κοινοποιούνται μέσω του συστήματος διεπαφής μεταξύ τελωνειακών αρχών και αρμόδιων αρχών. Η αναστολή της διάθεσης ή της διαθεσιμότητας στην αγορά, της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής θα πρέπει να περιορίζεται σε τρεις εργάσιμες ημέρες, ή σε 72 ώρες στην περίπτωση αλλοιώσιμων σχετικών προϊόντων, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αξιολογήσουν τη συμμόρφωση των σχετικών βασικών και των σχετικών παράγωγων προϊόντων με τον παρόντα κανονισμό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν πρόσθετα προσωρινά μέτρα για την παράταση της περιόδου αναστολής ή, στην περίπτωση σχετικών παράγωγων προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά ή εξέρχονται από αυτήν, να ζητούν παράταση από τις τελωνειακές αρχές.

(73)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επικαιροποιούν τακτικά τα σχέδιά τους για τους ελέγχους βάσει των αποτελεσμάτων της εφαρμογής των εν λόγω ελέγχων. Οι φορείς εκμετάλλευσης που παρουσιάζουν σταθερό ιστορικό συμμόρφωσης, θα μπορούσαν να υφίστανται λιγότερο συχνούς ελέγχους.

(74)

Για να διασφαλιστεί η εφαρμογή και η αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αποσύρουν και να ανακαλούν μη συμμορφούμενα παράγωγα προϊόντα και να λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα διορθωτικά μέτρα. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι οι παραβάσεις του παρόντος κανονισμού από φορείς εκμετάλλευσης και εμπόρους υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

(75)

Προκειμένου να ενισχυθεί η λογοδοσία των φορέων εκμετάλλευσης και των εμπόρων, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει στον ιστότοπό της τον κατάλογο με τις οριστικές αποφάσεις κατά νομικών προσώπων για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και τις επιβληθείσες σε αυτά ποινές. Οι εν λόγω πληροφορίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές, τους εμπόρους και άλλους φορείς εκμετάλλευσης να διενεργήσουν τις οικείες εκτιμήσεις κινδύνου και να αυξήσουν την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και της κοινωνίας των πολιτών όσον αφορά εμπόρους και φορείς εκμετάλλευσης που παραβιάζουν τον παρόντα κανονισμό.

(76)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα απαιτήσει επάρκεια πόρων και ικανοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει, εκτός από εθνικούς πόρους, να αξιοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες στήριξης που είναι διαθέσιμες σε επίπεδο Ένωσης και άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των ταμείων συνοχής και των μέσων ανάπτυξης ικανοτήτων, ιδίως στο πλαίσιο του Μέσου Τεχνικής Υποστήριξης που θεσπίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

(77)

Λαμβάνοντας υπόψη τον διεθνή χαρακτήρα της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών και του συναφούς εμπορίου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, με τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, με την Επιτροπή και με τις διοικητικές αρχές τρίτων χωρών. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία και την επιβολή άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης που θεσπίζουν απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας στην αξιακή αλυσίδα σε ό,τι αφορά δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα ή στο περιβάλλον.

(78)

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) επιβάλλεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το κοινό, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών ή νομικών προσώπων που υποβάλλουν τεκμηριωμένες ανησυχίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη ως συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης της Οικονομικής Επιτροπής των ΗΕ για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, της 25ης Ιουνίου 1998 («σύμβαση του Aarhus»).

(79)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο παρών κανονισμός παραμένει επίκαιρος και συνάδει με τις εμπορικές, επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον κατάλογο των κωδίκων ΣΟ των σχετικών προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (15). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(80)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 995/2010 απαγορεύει τη διάθεση παράνομα υλοτομημένης ξυλείας και προϊόντων ξυλείας στην αγορά της Ένωσης. Καθορίζει για τους μεν φορείς εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία στην αγορά για πρώτη φορά την υποχρέωση να ασκούν δέουσα επιμέλεια, για τους δε εμπόρους, την υποχρέωση να τηρούν ανιχνεύσιμο αρχείο των προμηθευτών και πελατών τους. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διατηρεί την υποχρέωση διασφάλισης της νομιμότητας των σχετικών παράγωγων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας που διατίθενται στην αγορά, και να τη συμπληρώνει με την απαίτηση βιωσιμότητας. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 995/2010 και ο σχετικός εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 607/2012 της Επιτροπής (16) καθίστανται περιττοί από τον παρόντα κανονισμό και θα πρέπει να καταργηθούν. Η ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 995/2010, είναι τα ισοδύναμα με την ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού και τα οποία περιέχουν ξυλεία ή έχουν παραχθεί με χρήση ξυλείας.

(81)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2173/2005 θεσπίζει σύστημα αδειών για την επιβολή της δασικής νομοθεσίας, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο» (FLEGT) για τις εισαγωγές ξυλείας στην Ένωση. Το σύστημα αδειών εφαρμόζεται μέσω εθελοντικών συμφωνιών εταιρικής σχέσης (ΕΣΕΣ) με χώρες παραγωγής ξυλείας, με σκοπό την ανάσχεση της παράνομης υλοτομίας και την ενίσχυση της διακυβέρνησης των δασών και του συναφούς εμπορίου. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να βασίζεται στα επιτευχθέντα θετικά αποτελέσματα βάσει του FLEGT, ιδίως για θέματα που αφορούν την ενισχυμένη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών και τη βελτίωση της διακυβέρνησης των δασών. Οι ΕΣΕΣ θα μπορούσαν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να συμπληρώνουν τον παρόντα κανονισμό σε θέματα νομιμότητας των προϊόντων ξυλείας. Για την τήρηση των υπό εξέλιξη διμερών δεσμεύσεων, για τη διατήρηση της προόδου που έχει επιτευχθεί με χώρες-εταίρους που διαθέτουν σύστημα εν λειτουργία (στάδιο αδειών FLEGT) και για τη συνεργασία, όπου χρειάζεται και έχει συμφωνηθεί, με υφιστάμενους εταίρους σε ΕΣΕΣ ώστε να φτάσουν στο εν λόγω στάδιο, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει διάταξη που να ορίζει ότι η ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας που καλύπτονται από έγκυρη άδεια FLEGT λογίζεται ότι πληρούν την απαίτηση νομιμότητας του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2173/2005.(82)

 

Ο παρών κανονισμός ασχολείται μεν με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανακοίνωση για την εντατικοποίηση της δράσης της ΕΕ για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών του πλανήτη, όμως η προστασία των δασών δεν θα πρέπει να οδηγεί σε μετατροπή ή υποβάθμιση άλλων φυσικών οικοσυστημάτων. Τα οικοσυστήματα, περιλαμβανομένων των οικοσυστημάτων υπό διαχείριση, όπως οι υγρότοποι, οι σαβάνες και οι τυρφώνες είναι εξαιρετικά σημαντικά για τις παγκόσμιες προσπάθειες καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής και της κρίσης της βιοποικιλότητας, καθώς και για άλλους ΣΒΑ, και η μετατροπή ή η υποβάθμισή τους απαιτούν επείγουσα δράση και πρέπει να προλαμβάνονται. Με γνώμονα το αποτύπωμα της Ένωσης σε μη δασικά φυσικά οικοσυστήματα, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει και, κατά περίπτωση, να υποβάλει νομοθετική πρόταση σχετικά με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε άλλες δασικές εκτάσεις το αργότερο ένα έτος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει και, κατά περίπτωση, να υποβάλει νομοθετική πρόταση για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε άλλα φυσικά οικοσυστήματα, συμπεριλαμβανομένων άλλων εκτάσεων με μεγάλα αποθέματα άνθρακα και με μεγάλη αξία από άποψη βιοποικιλότητας, όπως σε λειμώνες, τυρφώνες και υγροβιότοπους. Τα οικοσυστήματα υφίστανται επίσης ολοένα και μεγαλύτερη πίεση από τη μετατροπή και την υποβάθμιση λόγω της παραγωγής βασικών προϊόντων για την αγορά της Ένωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογήσει την ανάγκη και τη σκοπιμότητα επέκτασης του πεδίου εφαρμογής σε περαιτέρω βασικά προϊόντα το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να προβεί σε επανεξέταση του καταλόγου των κωδίκων ΣΟ των σχετικών παράγωγων προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

(83)

Λαμβάνοντας υπόψη το αίτημα που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του με τίτλο «Ένα νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την ανάσχεση και την αντιστροφή της αποψίλωσης των δασών για την οποία φέρει ευθύνη η ΕΕ σε παγκόσμια κλίμακα» της 22ας Οκτωβρίου 2020 και εκείνο που διατύπωσε η συντριπτική πλειονότητα του σχεδόν 1,2 εκατομμυρίου συμμετεχόντων στη δημόσια διαβούλευση της Επιτροπής, η Επιτροπή θα πρέπει να εστιάσει την αξιολόγησή της και οποιαδήποτε μελλοντική νομοθετική της πρόταση στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε μη δασικά οικοσυστήματα και στη μετατροπή και την υποβάθμισή τους.

(84)

Αν, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κριθεί αναγκαία η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) και στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), κατά περίπτωση.

(85)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η καταπολέμηση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών μέσω της ελάττωσης της συμβολής που έχει η κατανάλωση της Ένωσης στο φαινόμενο αυτό, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακάς του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(86)

Θα πρέπει να δοθεί στους φορείς εκμετάλλευσης, στους εμπόρους και στις αρμόδιες αρχές εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσουν να προετοιμαστούν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού…»

   Για να δείτε το κείμενο του   Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1115 του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,της 31ης Μαΐου 2023, όπως δημοσιεύθηκε στο  www. eur-lex.europa.eu πατήστε εδώ.