Σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα με την υπ.αριθμ.2621-2022 απόφαση του ΣΤΕ ,με τη οποία απερρίφθη αίτηση ακύρωσης κατά της υπουργικής απόφασης ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/89961/2915/28.9.2021 για τη χρησιμοποίηση θηρευτικών ιεράκων για τη Θήρα με την παρουσία ή μη κυνηγετικού σκύλου και για τη χρησιμοποίηση εκπαιδευμένων ιεράκων για τη ρύθμιση πληθυσμών ειδών της πανίδας στο φυσικό και αστικό περιβάλλον :
« ….Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της κοινής υπουργικής απόφασης ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/89961/2915/28.9.2021, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων για τη χρησιμοποίηση θηρευτικών ιεράκων για τη Θήρα με την παρουσία ή μη κυνηγετικού σκύλου και για τη χρησιμοποίηση εκπαιδευμένων ιεράκων για τη ρύθμιση πληθυσμών ειδών της πανίδας στο φυσικό και αστικό περιβάλλον, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 130 του ν. 4685/2020» (ΦΕΚ Β΄ 4574 με ημερομηνία 2.10.2021 και ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας 4.10.2021).
3. Επειδή, η πρώτη αιτούσα Ομοσπονδία είναι δευτεροβάθμιο Σωματείο με μέλη φιλοζωικούς, πολιτιστικούς, περιβαλλοντικούς συλλόγους και ενώσεις μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο) και στους σκοπούς της περιλαμβάνεται και η προώθηση και η προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των ζώων και την προστασία αυτών με κάθε μέσο, με απώτερο στόχο την βελτίωση έως και την επίλυση των σχετικών προβλημάτων στη χώρα μας, όπως επίσης και η προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος αυτής. Το δεύτερο και τρίτο αιτούντα είναι πρωτοβάθμια σωματεία και στους σκοπούς τους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η προστασία του περιβάλλοντος, της άγριας ζωής (πανίδας και χλωρίδας), η περίθαλψη των αγρίων ζώων και πτηνών, η ανάπτυξη των συνθηκών διαβιώσεώς τους και η προστασία τους, η φροντίδα των ενδιαιτημάτων τους και η ευζωία τους. Συνεπώς, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως. Περαιτέρω παραδεκτώς ομοδικούν προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως.
4. Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης το σωματείο «Σύλλογος Ελληνικής Ιερακοθηρίας», στους καταστατικούς σκοπούς του οποίου ανήκει, μεταξύ άλλων, η συμβολή στην προώθηση της νομοθεσίας για την άσκηση της αειφόρου ιερακοθηρίας.
5. Επειδή, στην κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση του Κράτους προς προστασία του φυσικού περιβάλλοντος περιλαμβάνεται και η υποχρέωση προστασίας της άγριας πανίδας κατά την πλήρη ποικιλία αυτής. Εξάλλου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης «για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης» η οποία κυρώθηκε με τον ν. 1335/1983 (Α΄ 32), τα συμβαλλόμενα Μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα προς διατήρηση, μεταξύ άλλων, των ειδών άγριας πανίδας τα οποία απαριθμούνται στα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ. Εξ αυτών τα μεν στο Παράρτημα ΙΙ απαριθμούμενα είδη τελούν υπό αυστηρά προστασία, και απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο από πρόθεση σύλληψη, κατοχή ή θανάτωση αυτών (άρθρο 6), τα δε στο Παράρτημα ΙΙΙ απαριθμούμενα είδη τελούν υπό προστασία, έτσι ώστε οποιαδήποτε εκμετάλλευση αυτών οργανώνεται κατά τρόπον με τον οποίο διασφαλίζεται η διατήρηση των πληθυσμών αυτών εκτός κινδύνου. Στα μέτρα που λαμβάνονται από τα συμβαλλόμενα μέρη για την επίτευξη του σκοπού αυτού περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, ο καθορισμός περιόδων απαγορεύσεως καθώς και η προσωρινή ή τοπική απαγόρευση της εκμεταλλεύσεως, εάν τούτο είναι αναγκαίο, ώστε να επιτραπεί στους υπάρχοντες πληθυσμούς να επανακτήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο (άρθρο 7). Περαιτέρω, τα συμβαλλόμενα Μέρη απαγορεύουν τη χρήση οποιουδήποτε μη επιλεκτικού μέσου συλλήψεως ή θανατώσεως καθώς και μέσων τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν την τοπική εξαφάνιση ή να διαταράξουν σοβαρώς την ησυχία των πληθυσμών ενός είδους, ειδικότερα δε των απαριθμούμενων στο Παράρτημα IV μέσων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα δηλητηριώδη ή ηρεμιστικά δολώματα (άρθρο 8). Τα συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις προαναφερόμενες διατάξεις (άρθρα 4 έως 8) υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση και εφόσον η παρέκκλιση δεν βλάπτει την επιβίωση του συγκεκριμένου πληθυσμού προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, της διατηρήσεως της χλωρίδας και της πανίδας καθώς και της προλήψεως σημαντικών ζημιών στην καλλιέργεια, κτηνοτροφία, δάση αλιεία, ύδατα και άλλες μορφές ιδιοκτησίας. Τέλος, τα συμβαλλόμενα Μέρη, επί πλέον των μέτρων που αναδεικνύονται στα άρθρα 4, 6, 7 και 8 αναλαμβάνουν να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για τη διατήρηση των αποδημητικών πτηνών που απαριθμούνται στα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ και των οποίων η γεωγραφική κατανομή εκτείνεται εις το έδαφος τους, ιδίως δε λαμβάνουν μέριμνα ώστε να είναι βέβαιον ότι οι περίοδοι εκμεταλλεύσεως ή και άλλα κανονιστικά της εκμεταλλεύσεως μέτρα ανταποκρίνονται ακριβώς στις ανάγκες των αποδημητικών πτηνών, τα οποία απαριθμούνται εις το Παράρτημα ΙΙΙ (άρθρο 10).
6. Επειδή, με την Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010 σ. 7) κωδικοποιήθηκε, λόγω των επιγενόμενων τροποποιήσεών της, η οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 103 της 25.4.1979, σ. 1). Με την οδηγία αυτή επιδιώκεται η διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη. Η Οδηγία έχει ως αντικείμενο την προστασία, τη διαχείριση και τη ρύθμιση των ειδών αυτών και κανονίζει την εκμετάλλευσή τους. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στα πτηνά, τα αυγά, τις φωλιές και τους οικοτόπους τους (άρθρο 1). Τα κράτη μέλη υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις (άρθρο 2). Λαμβάνοντας υπόψη τις κατά το άρθρο 2 απαιτήσεις, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί για όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 είδη πτηνών επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων. Η διαφύλαξη, η συντήρηση και η αποκατάσταση των βιοτόπων και των οικοτόπων περιλαμβάνουν προπάντων τα ακόλουθα μέτρα: α) δημιουργία ζωνών προστασίας· β) συντήρηση και διευθέτηση σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις των οικοτόπων που βρίσκονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ζωνών προστασίας· γ) αποκατάσταση των κατεστραμμένων βιοτόπων· δ) δημιουργία βιοτόπων (άρθρο 3). Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη: α) τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση· β) τα είδη που είναι ευπαθή σε ορισμένες μεταβολές των οικοτόπων τους· γ) τα είδη που θεωρούνται σπάνια διότι οι πληθυσμοί τους είναι μικροί ή η τοπική τους εξάπλωση περιορισμένη· δ) άλλα είδη που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής, λόγω ιδιοτυπίας του οικοτόπου τους. Για να πραγματοποιηθούν οι εκτιμήσεις θα ληφθούν υπόψη οι τάσεις και οι μεταβολές των επιπέδων του πληθυσμού. Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η εν λόγω οδηγία (παρ. 1). Ανάλογα μέτρα υιοθετούνται από τα κράτη μέλη για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα I, των οποίων η έλευση είναι τακτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία εφαρμόζεται η οδηγία 2009/147/ΕΚ, όσον αφορά τις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος και διαχειμάσεως, και τις ζώνες όπου βρίσκονται οι σταθμοί κατά μήκος των οδών αποδημίας. Για τον σκοπό αυτό τα κράτη μέλη αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των υγροτόπων, και ιδίως όσων έχουν διεθνή σπουδαιότητα (παρ. 2). Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να μπορεί αυτή να παίρνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για τον αναγκαίο συντονισμό ώστε οι αναφερόμενες στις παραγράφους 1, αφενός, και 2, αφετέρου, του άρθρου 4 της οδηγίας ζώνες να αποτελούν συνεκτικό δίκτυο που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προστασίας των ειδών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία (παρ. 3). Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγουν, στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, τη ρύπανση ή την υποβάθμιση των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του άρθρου 4 της οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν, επίσης, να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας (παρ. 4). Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση: α) του εκ προθέσεως φόνου ή συλλήψεως πτηνών με οιονδήποτε τρόπο· β) της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών και της αφαιρέσεως των φωλιών· γ) της συλλογής των αυγών στη φύση και της κατοχής τους, έστω και κενών· δ) της σκόπιμης ενόχλησης των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, όταν αυτή έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς σκοπούς της παρούσας οδηγίας· ε) της κατοχής των ειδών πτηνών, των οποίων απαγορεύεται η θήρα και η σύλληψη (άρθρο 5). Το άρθρο 7 της ως άνω οδηγίας προβλέπει τα εξής: «1. Ανάλογα με το επίπεδο του πληθυσμού τους, τη γεωγραφική κατανομή και το ρυθμό αναπαραγωγής τους σε όλη την Κοινότητα, τα αναφερόμενα στο παράρτημα II είδη είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η θήρα αυτών των ειδών να μην υπονομεύει τις προσπάθειες διατηρήσεως που αναλαμβάνονται στη ζώνη εξαπλώσεώς τους. 2. Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα II μέρος Α είναι δυνατόν να θηρεύονται στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη εφαρμογής της παρούσης οδηγίας. 3. Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα II μέρος Β, είναι δυνατόν να θηρεύονται μόνο στα κράτη μέλη για τα οποία έχουν σημειωθεί. 4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η θηρευτική δραστηριότητα, στην οποία συμπεριλαμβάν[ε]ται και η ιερακοθηρία, όπως προκύπτει από την εφαρμογή των ισχυουσών εθνικών διατάξεων [γαλλική απόδοση: «LesÉtatsmembres s’ assurentquelapratique de lachasse, y comprislecasecheantlafauconnerie, tellequ’ elledecoule de l’ application des mesuresnationalesenvigueur», αγγλική: «Member States shallensurethat the practice of hunting, includingfalconryifpractised, ascarried on in accordancewith the nationalmeasures in force», γερμανική: «DieMitgliedstaatenvergewissernsich, dassbeiderJagdausübung -gegebenenfallsunterEinschlussderFalknerei-, wiesiesichausderAnwendungdergeltendeneinzelstaatlichenVorschriftenergibt», σέβεται τις αρχές μιας ορθολογικής χρησιμοποιήσεως και οικολογικά ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη πτηνών που αφορά, και ότι η πρακτική αυτή είναι συμβιβάσιμη, ως προς τον πληθυσμό των ειδών αυτών, και ιδιαίτερα των αποδημητικών, με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη στα οποία εφαρμόζεται η θηρευτική νομοθεσία να μη θηρεύονται κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, ούτε κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως. Όταν πρόκειται για αποδημητικά είδη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη που υπόκεινται στη θηρευτική νομοθεσία να μη θηρεύονται κατά την περίοδο αναπαραγωγής και κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποιήσεως. ...». Το άρθρο 8 της οδηγίας προβλέπει τα εξής: «1. Όσον αφορά τη θήρα, τη σύλληψη ή τη θανάτωση πτηνών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη χρήση οιουδήποτε μέσου, εγκαταστάσεων ή μεθόδων μαζικής ή όχι επιλεκτικής συλλήψεως ή θανατώσεως, ή που μπορεί να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση ενός είδους, ιδιαίτερα εκείνων των μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα IV στοιχείο α). 2. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν επίσης την καταδίωξη με τα μεταφορικά μέσα και υπό τους όρους που σημειώνονται στο παράρτημα IV στοιχείο β)». Κατά το άρθρο 9 επιτρέπεται στα κράτη μέλη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 8. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό προβλέπεται ότι: «1. Εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 8 για τους εξής λόγους: α) - για λόγους υγείας και δημόσιας ασφάλειας, - για λόγους αεροπορικής ασφάλειας, - για να προληφθούν σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες, στα οικιακά ζώα, στα δάση, στην αλιεία και στα ύδατα, - για την προστασία της χλωρίδας και πανίδας· β) για ερευνητικούς και διδακτικούς σκοπούς, για σκοπούς εμπλουτισμού πληθυσμών και επανεισαγωγής, καθώς και για εκτροφή σχετική με αυτές τις ενέργειες· γ) για να επιτραπεί με αυστηρά ελεγχόμενους όρους και τρόπο επιλεκτικό η σύλληψη, η κράτηση και η ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες. 2. Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να μνημονεύουν: α) τα είδη που αποτελούν αντικείμενο εξαιρέσεων· β) τα επιτρεπόμενα μέσα, εγκαταστάσεις ή μεθόδους συλλήψεως ή θανατώσεως· γ) τις συνθήκες κινδύνου και τις χρονικές και τοπικές περιστάσεις στις οποίες οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοσθούν· δ) την αρχή η οποία είναι αρμόδια να δηλώσει ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και να αποφασίσει ποια μέσα, εγκαταστάσεις ή μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε ποια όρια και από ποια πρόσωπα· ε) τους ελέγχους που θα πραγματοποιηθούν. …». Κατά το άρθρο 13 της οδηγίας «[η] εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση της σημερινής καταστάσεως σε ό,τι αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1», τα δε «κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας από αυτά που προβλέπει η παρούσα οδηγία» (άρθρο 14). Κατά το άρθρο 18 «[η] οδηγία 79/409/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα VI μέρος Α, καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα VI μέρος Β».
7. Επειδή, σε συμμόρφωση προς την οδηγία 79/409/ΕΟΚ (νυν 2009/147/ΕΚ) εκδόθηκε η 414985/29.11.1985 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και του Αναπληρωτού Υπουργού Γεωργίας (Β΄ 757) περί λήψεως των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση όλων των ειδών της άγριας πτηνοπανίδας και ειδικότερα για την προστασία, διαχείριση και ρύθμιση των πληθυσμών της (εφαρμοστέα ως προς τη θήρα των πτηνών δυνάμει του άρθρου 11 αυτής). Στο άρθρο 2 της εν λόγω κοινής Υπουργικής αποφάσεως, όπως αντικαταστάθηκε με την υπ’ αριθμ. 87578/703/6.3.2007 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄ 581) ορίζεται ότι: «1. Για την εφαρμογή της απόφασης αυτής οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: α) Πτερωτά θηράματα: τα πτηνά της άγριας ορνιθοπανίδας που ζουν ελευθέρα στο φυσικό τους περιβάλλον καθώς και όσα από αυτά εκτρέφονται τεχνητά με σκοπό τη θήρα ή την οικονομική εκμετάλλευση τους. β) Θηρεύσιμα πτερωτά θηράματα: είναι όσα αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ/1 και ΙΙ/2 της απόφασης αυτής και γ) Μη θηρεύσιμα πτερωτά θηράματα: είναι όσα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της απόφασης αυτής. 2. Ομοίως για την εφαρμογή της απόφασης αυτής ισχύουν οι εξής αρχές που διέπουν τη θηρευτική δραστηριότητα: α) Η θηρευτική δραστηριότητα επί των ειδών των πτηνών, που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ/1 και στο Παράρτημα ΙΙ/2 και σημειώνονται με την ένδειξη + και τα οποία αποτελούν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων, δεν υπονομεύει τις προσπάθειες διατηρήσεως που αναλαμβάνονται στη ζώνη εξάπλωση τους. β) Η θηρευτική δραστηριότητα σέβεται τις αρχές μιας ορθολογικής χρησιμοποιήσεως και μίας οικολογικά ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη των πτηνών που αφορά. γ) Η θηρευτική δραστηριότητα ασκείται υιοθετώντας όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των Κρατών Μελών στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη, σε ένα επίπεδο που να ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις. δ) Η θηρευτική δραστηριότητα ασκείται στα πλαίσια ενός γενικού καθεστώτος προστασίας, για τα είδη στα οποία εφαρμόζεται η θηρευτική νομοθεσία, κατά τη διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες η επιβίωση των άγριων πτηνών απειλείται ιδιαιτέρως, ιδίως κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, καθώς και όταν πρόκειται για αποδημητικά είδη, κατά την περίοδο αναπαραγωγής και κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποιήσεως». Στο δε άρθρο 5, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως ορίζεται ότι: «1. Η θήρα των θηρεύσιμων ειδών αγρίων πτηνών επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που αρχίζει το νωρίτερο την 20η Αυγούστου εκάστου έτους και τελειώνει το αργότερο το τέλος Φεβρουαρίου του επομένου έτους. 2. Η θήρα των ειδών της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να ασκείται μισή ώρα πριν την ανατολή μέχρι και μισή ώρα μετά τη δύση του ήλιου. 3. Στο πλαίσιο της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου και του άρθρου 2, με αποφάσεις του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ειδικότερα σε ότι αφορά τα πτηνά που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ/1 και στο Παράρτημα ΙΙ/2 και σημειώνονται με την ένδειξη + και τα οποία αποτελούν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων με βάση τις αρχές που προκύπτουν από το κείμενο του εγγράφου κατευθύνσεων για τη θήρα, “Οδηγία για τα πτηνά”, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Αύγουστος 2004 όπως αυτό εκάστοτε συμπληρώνεται η τροποποιείται καθώς και τα πρόσφατα διαθέσιμα βιογεωγραφικά και πληθυσμιακά τεχνικά δεδομένα, καθορίζονται: α) η διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου κατά είδος σε όλη την επικράτεια ή μέρος αυτής, β) ο επιτρεπόμενος χρόνος άσκησης της θήρας εντός της ημέρας, γ) ο μέγιστος αριθμός ημερήσιας κάρπωσης ορισμένων θηρεύσιμων ειδών. 4. Ομοίως με αποφάσεις του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου, μπορεί να επιβάλλονται ιδιαίτερες και πρόσθετες περιοριστικές ρυθμίσεις, σε ολόκληρη την επικράτεια ή σε τμήματα αυτής, ύστερα από πρόταση της αρμόδιας Δασικής Αρχής ή της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος, σε περίπτωση που επικρατούν παρατεταμένες χρονικά, δυσμενείς για τα πτηνά, καιρικές συνθήκες και εφόσον διαπιστώνεται αιτιολογημένος κίνδυνος μείωσης ορισμένων ειδών των αγρίων πτηνών λόγω αυτών των καιρικών συνθηκών. 5. Οι αποφάσεις του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που αφορούν τις ανωτέρω ρυθμίσεις θήρας διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Ακολούθως, εκδόθηκε η Η.Π. 37338/1807/Ε.103/1.9.2010 κοινή υπουργική απόφαση με θέμα «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ενδιαιτημάτων της, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, “Περί διατηρήσεως των άγριων πτηνών”, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979, όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/147/ΕΚ» (Β΄ 1495/6.9.2010). Με την κ.υ.α αυτή επιδιώχθηκε η συμμόρφωση με την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/147/ΕΚ, ώστε, με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων και διαδικασιών και τη θέσπιση κανόνων εκμετάλλευσης να καθίσταται αποτελεσματική η προστασία, διατήρηση και ο έλεγχος όλων των ειδών της άγριας ορνιθοπανίδας της ελληνικής επικράτειας που ζουν σε άγρια/φυσική κατάσταση, καθώς και των αυγών, των φωλιών και των οικοτόπων/ενδιαιτημάτων τους, και η προσαρμογή των πληθυσμών των ειδών αυτών σε ένα επίπεδο που να ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις οικολογικές, επιστημονικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 της εν λόγω κ.υ.α.). Το άρθρο 2 παρ. 2 περ. δ΄ και ε΄ της κ.υ.α. αυτής δίδει τον ορισμό των εννοιών θηρεύσιμα και μη θηρεύσιμα είδη. Πρόκειται για τα είδη που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ/1, όσα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ/2 του άρθρου 14 της παρούσας και σημειώνονται για την Ελλάδα με την ένδειξη +, καθώς και όσα από αυτά εκτρέφονται τεχνητά με σκοπό τη θήρα ή την οικονομική εκμετάλλευση τους (θηρεύσιμα). Μη θηρεύσιμα είναι τα είδη που δεν περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα ΙΙ/1 και ΙΙ/2 του άρθρου 14 της κ.υ.α. Τα άρθρα 7 έως 9 της κ.υ.α ρυθμίζουν τη θηρευτική δραστηριότητα. Ειδικότερα προβλέπουν τα εξής: «Άρθρο 7. Θηρευτική δραστηριότητα 1. Τα θηρεύσιμα είδη, όπως ορίζονται στην παράγραφο 2 (εδ. δ) του άρθρου 2 της παρούσας, μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων, ανάλογα με το επίπεδο του πληθυσμού τους, τη γεωγραφική κατανομή και το ρυθμό της αναπαραγωγής τους. 2. Η θήρα επιτρέπεται αποκλειστικά ως ψυχαγωγική δραστηριότητα, υπόκειται δε στις ακόλουθες απαιτήσεις: α) η θηρευτική δραστηριότητα δεν πρέπει να υπονομεύει τα μέτρα διατήρησης των θηρεύσιμων ειδών, που αναλαμβάνονται στη ζώνη εξάπλωσης τους. β) η θηρευτική δραστηριότητα που ασκείται κατ` εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, πρέπει να είναι συμβατή με τις αρχές της αειφορικής διαχείρισης των ειδών των πτηνών που αφορά, συμπεριλαμβανομένου του οικολογικά ισορροπημένου ελέγχου των ειδών αυτών. γ) η θηρευτική δραστηριότητα πρέπει να είναι συμβατή με τον πληθυσμό των θηρεύσιμων ειδών της ορνιθοπανίδας που ζουν στην ελληνική επικράτεια και ιδιαίτερα των αποδημητικών, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 1 της παρούσας. δ) Η θηρευτική δραστηριότητα πρέπει να ασκείται στα πλαίσια ενός καθεστώτος προστασίας κατά την διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες η επιβίωση των άγριων πτηνών δεν απειλείται ιδιαιτέρως. Ως εκ τούτου τα είδη στα οποία εφαρμόζεται η θηρευτική νομοθεσία, απαγορεύεται να θηρεύονται κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, κατά τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, καθώς και, προκειμένου για αποδημητικά είδη, κατά την περίοδο αναπαραγωγής και κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποιήσεως. 3. Οι κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σε εφαρμογή των άρθρων 8, 9 και 10 της παρούσας, καθώς και οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που καθορίζουν το χρόνο άσκησης της θήρας, πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία των μη θηρεύσιμων ειδών καθώς και τον πληθυσμό των λοιπών θηρεύσιμων ειδών της άγριας ορνιθοπανίδας τα οποία βρίσκονται εκτός κυνηγετικής περιόδου και ιδιαίτερα των αποδημητικών ειδών κατά την περίοδο της αποδημίας και επιστροφής στους τόπους φωλεοποίησης. Άρθρο 8. Απαγορευμένα μέσα/τρόποι θήρας. 1. Για την άσκηση της θήρας, τη σύλληψη ή τη θανάτωση πτηνών, απαγορεύεται η χρήση οιουδήποτε μέσου, εγκαταστάσεως ή μεθόδου μαζικής ή μη επιλεκτικής συλλήψεως ή θανατώσεως ή που μπορεί να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση ενός είδους, ιδιαίτερα εκείνων των μέσων, εγκαταστάσεων ή μεθόδων που αναφέρονται στο Παράρτημα III (περιπτ.1) του άρθρου 14. 2. Για τα μέσα της προηγούμενης παραγράφου, απαγορεύεται η κατοχή, η εμπορία και η εκ του εξωτερικού εισαγωγή, εκτός εάν πρόκειται αποκλειστικά για επιστημονικούς σκοπούς, οπότε στην περίπτωση αυτή απαιτείται ειδική άδεια από τον Υπουργό ΠΕΚΑ μετά από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας του ΥΠΕΚΑ. 3. Ομοίως απαγορεύεται: α) η χρήση ή η καταδίωξη με τα μεταφορικά μέσα και υπό τους όρους που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα III, (περιπτ. 2) του άρθρου 14. Συνυπεύθυνοι θεωρούνται και οι οδηγοί ή χειριστές των μέσων αυτών, β) η θήρα πτηνών όταν αυτά στέκονται σε ηλεκτρικούς ή τηλεφωνικούς στύλους, πυλώνες, κεραίες, καλώδια καθώς και σε αντίστοιχες αυτών εγκαταστάσεις και έργα, για να μην να προκληθεί βλάβη σε αυτά, γ) η θήρα της Μπεκάτσας (Scolopaxrusticola) στο καρτέρι το πρωί και το βράδυ. 4. Μετά τρία (3) έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης αυτής, απαγορεύεται η χρησιμοποίηση σκαγιών μολύβδου για την θήρα πτηνών σε πάσης φύσεως υγροτοπικά οικοσυστήματα. Άρθρο 9. Παρεκκλίσεις. 1. Είναι δυνατόν να μην εφαρμόζονται για όλα τα είδη της ορνιθοπανίδας, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 της παρούσας οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου (άρθρα 6,7 και 8), με τον όρο ότι διασφαλίζεται ο έλεγχος του πληθυσμού των ειδών αυτών και εφόσον εκτιμάται ότι δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις για τους ακόλουθους λόγους: α.1) όταν δημιουργούνται κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια καθώς και για την ασφάλεια της αεροπλοΐας, α.2) όταν προκαλούνται σοβαρές ζημιές στη γεωργική, κτηνοτροφική, δασική,θηραματική, αλιευτική και υδατική οικονομία και α.3) όταν τίθεται σε κίνδυνο η αυτοφυής χλωρίδα ή η άγρια πανίδα. β) όταν η σύλληψη από το φυσικό τους περιβάλλον ειδών γίνεται αποκλειστικά για λόγους επιστημονικής έρευνας, εκπαίδευσης, αναπληθυσμού ή αναπαραγωγής, για σκοπούς εμπλουτισμού πληθυσμών και επανεισαγωγής στο περιβάλλον. 2. Με αποφάσεις του Υπουργού ΠΕΚΑ, που εκδίδονται μετά από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου ΠΕΚΑ, καθορίζονται κυρίως: α) τα είδη για τα οποία ισχύουν οι ανωτέρω παρεκκλίσεις, β) τα επιτρεπόμενα μέσα, εγκαταστάσεις ή μέθοδοι σύλληψης ή θανάτωσης, κατοχής και διακίνησης των ανωτέρω ειδών, γ) οι συνθήκες κινδύνου, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (εδ α) του παρόντος άρθρου και σε κάθε περίπτωση οι περιοχές και τα χρονικά διαστήματα που μπορούν να εφαρμοσθούν οι ανωτέρω παρεκκλίσεις, δ) η διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, ε) κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. …». Στη συνέχεια με την κ.υ.α. Η.Π.8353/ 276/Ε103/17.2.2012 (Β΄ 415) τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε η ως άνω κ.υ.α. Η.Π. 37338/1807/Ε.103/1.9.2010. Προστέθηκε σε αυτήν άρθρο 5Δ, με τίτλο «Ειδικές ρυθμίσεις για τη θήρα», το οποίο ορίζει τα εξής: «Για την άσκηση της θήρας των θηρεύσιμων ειδών της ορνιθοπανίδας, εντός των ΖΕΠ, εκτός των σχετικών προβλέψεων της κείμενης νομοθεσίας και ειδικότερα της υπ’ αριθμ. 87578/703/6.3.2007 (Β΄ 581) κοινής υπουργικής απόφασης, καθορίζονται επιπλέον οι ακόλουθες απαιτήσεις: 1. Με απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ, είναι δυνατόν για ορισμένα θηρεύσιμα είδη, να καθορίζεται αργότερα η έναρξη ή/και νωρίτερα η λήξη της κυνηγετικής περιόδου. Η απόφαση αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε πρόσφατα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα που προσιδιάζουν σε κάθε ειδική περίπτωση και αποδεικνύουν ότι τυχόν κλιμάκωση των ημερομηνιών λήξης της θήρας δεν εμποδίζει την προστασία των ειδών χαρακτηρισμού που ενδέχεται να επηρεάζει η ανωτέρω κλιμάκωση. 2. Η ημερομηνία έναρξης και λήξης της θήρας των αποδημητικών πτηνών και των υδροβίων θηραμάτων καθορίζεται βάσει μεθόδου σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όπως εμπεριέχονται στα (α) Έγγραφο κατευθύνσεων για τη θήρα βάσει της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ “Οδηγία για τα Πτηνά” -Guidancedocument on huntingunder Council Directive 79/409/EEC on the conservation of wildbirds “The BirdsDirective” και (β) Βασικές έννοιες του άρθρου 7(4) της οδηγίας 79/409/ ΕΟΚ - KeyConcepts of Article 7(4) of Directive 79/409/EEC “Period of Reproduction and Prenuptial Migration of Annex II BirdSpecies in the 27 EU Member States”, όπως ισχύουν και η οποία εγγυάται την προστασία των ειδών αυτών ενόσω διαρκεί η μετανάστευση τους και η περίοδος φωλεοποίησης. 3. Από την περίοδο θήρας 2012-2013 και εντεύθεν απαγορεύεται: α) Η θήρα του είδους ασπρομέτωπη χήνα (Anseralbifrons) στα ενδιαιτήματα του είδους νανόχηνα (Ansererythopus), δηλαδή στις ΖΕΠ των υγροτόπων Κερκίνης, Κορώνειας - Βόλβης, Δέλτα Νέστου, Λίμνης Ισμαρίδας, Λίμνης Βιστονίδας - Πόρτο Λάγος και Δέλτα Έβρου. Η απαγόρευση επανεξετάζεται κάθε τρία χρόνια. β) Η θήρα του είδους πετροπέρδικα (Alectorisgraeca) στις ΖΕΠ, που περιλαμβάνεται στα είδη χαρακτηρισμού, για περίοδο δύο (2) ετών, χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα εκτιμηθούν οι πληθυσμοί του συγκεκριμένου είδους. γ) Η θήρα πτηνών από πάσης φύσεως υπερυψωμένες ή μη εγκαταστάσεις κατασκευασμένες από επεξεργασμένα δομικά υλικά. δ) Η διεξαγωγή πάσης φύσεως αγώνων κυνηγετικών σκυλιών. 4. Ο Υπουργός ΠΕΚΑ μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας και γνώμη της Επιτροπής “ΦΥΣΗ 2000”, μπορεί να λαμβάνει πρόσθετες περιοριστικές της θήρας ρυθμίσεις εντός ΖΕΠ, σε περίπτωση δυσμενών ή ακραίων καιρικών συνθηκών ή πυρκαγιάς ή σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων μείωση του πληθυσμού ενός ή περισσοτέρων ειδών. ...».
8. Επειδή, εξάλλου, στον Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θήρα, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 5Δ της κ.υ.α. Η.Π. 37338/1807/Ε.103/1.9.2010, η ιερακοθηρία αντιμετωπίζεται ως εξής: 1. Στη σελ. 55 του Οδηγού, όπου εξετάζεται η έννοια της εξαίρεσης του άρθρου 9 παρ. 1 περ. α΄ της Οδηγίας, η ιερακοθηρία θεωρείται ως προτιμότερη λύση από τους λοιπούς τρόπους θήρας για τη διαχείριση οικοτόπου προκειμένου να μειωθεί η ελκυστικότητα αυτού στα πτηνά ή κοπάδια πτηνών για λόγους δημόσιας υγείας ή ασφάλειας. 2. Στις σελ. 59 και 60 του Οδηγού, όπου εξετάζεται η έννοια της εξαίρεσης του άρθρου 9 παρ. 1 περ. γ΄ της Οδηγίας, αναφέρεται ότι η ιερακοθηρίαδιαθέτει μεν τα χαρακτηριστικά δραστηριότητας, η οποία συνιστά καταρχήν παραβίαση του άρθρου 5 της Οδηγίας (απαγόρευση του φόνου ή συλλήψεως πτηνών) ή του άρθρου 7 αυτής (θηρεύσιμα είδη) πλην η Επιτροπή την θεωρεί ως παράδειγμα ορθολογικής εκμετάλλευσης ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες.
9. Επειδή, το άρθρο 252 του Κώδικα Δασικής Νομοθεσίας (ν.δ. 86/1969, Α΄ 7), όπως ισχύει, προβλέπει τα εξής: «Μέσα ασκήσεως θήρας. 1. Η θήρα ασκείται μόνον διά συνήθους κυνηγετικού επωμιζομένου πυροβόλου όπλου, ως και διά τόξου και κυνηγετικού μαχαιριού, μετά ή άνευ κυνός.( Ως συνήθη κυνηγετικά όπλα νοούνται τα επωμιζόμενα μονόκαννα, δίκανα, επαναληπτικά ή αυτογεμή (αυτόματα) τοιαύτα, έχοντα το εσωτερικόν της κάννης λείον και ουχί ραβδωτόν.) Η διά πυροβόλου πολεμικού όπλου ή αεροβόλου ή άλλου είδους όπλου άσκησις της θήρας απαγορεύεται. 3. Κατά πάσαν περίπτωσιν μεταφοράς κινηγετικού όπλου δι’ οχημάτων παντός είδους, πλοίων κλπ. ή εντός κατωκημένων περιοχών, το κυνηγετικόν όπλον δέον να είναι κενόν φυσιγγίων και να φέρεται υποχρεωτικώς εντός θήκης, λελυμένον. Τα εντός των οικιών φυλαττόμενα όπλα, δέον όπως τηρούνται κενά φυσιγγίων. 4. Δύναται ο Υπουργός Γεωργίας, όταν απαγορεύεται η θήρα, να επιβάλη δι’ αποφάσεώς του, την σφράγισιν των κυνηγετικών όπλων. Εν συνδρομή τεχνικών ή άλλων ειδικών λόγων, ρητώς εν τη αποφάσει του αναφερομένων, δύναται να εξαιρή της υποχρεώσεως ταύτης ωρισμένας της Επικρατείας περιοχάς. 5. Απαγορεύεται η τοποθέτησις και η χρήσις παγίδων, δηλητηρίων, δικτύων, βρόχων, ιξού, ειδικών καθρεπτών, αγκίστρων και παντός έιδους ελκυστικών φυτών ή οργάνων ή άλλων αναλόγων μέσων, σκοπόνέχόντων την θανάτωσιν, σύλληψιν ή νάρκωσιν, εν γένει αγρίων θηλαστικών και πτηνών, ως και η εμπορία, κατασκευή και η εκ του εξωτερικού εισαγωγή των οργάνων τούτων. 6. Απαγορεύεται η προς θήραν χρησιμοποίησις ελαστικής σφενδόνης, κραχτών, ομοιωμάτων και μιμητικών φωνών των θηραμάτων. 7. Χρήσις παγίδων πάσης φύσεως επιτρέπεται να γίνεται μετ’ έγκρισιν του Υπουργού Γεωργίας μόνον δι’ επιστημονικούς σκοπούς (δακτυλίωσις, μελέται, ταρίχευσις). Το άρθρο 255 του Κώδικα Δασικής Νομοθεσίας, όπως ίσχυε κατά την αρχική του μορφή, προέβλεπε τα εξής: «Κυνηγετικοί κύνες. 1. Κύριοι κυνηγετικών κυνών, μη εφωδιασμένοι διά δελτίου ταυτότητος τούτων, δεν απολαμβάνουν των περί προστασίας των κυνηγετικών κυνών διατάξεων του παρόντος. 2. ... 3. … . 4. Η μεταφορά διά δημοσίου μεταφορικού μέσου κυνηγετικού κυνός άνευ φιμώτρου απαγορεύεται. 5. Απαγορεύεται η κατά την νύκτα εν τη υπαίθρω, ελευθέρα ή υπό επιτήρησιν, κυκλοφορία κυνηγετικών κυνών, ωσαύτως δε η κατά την ημέραν ελευθέρα κυκλοφορία τούτων, όταν απαγορεύεται η θήρα. Αδέσποτοι κυνηγετικοί κύνες, περιπλανώμενοι εν υπαίθρω κατά την απαγορευμένην περίοδον θήρας, συλλαμβάνονται. 6. Απαγορεύεται η διατήρησις εις υπαιθρίους ποιμενικάς εγκαταστάσεις κυνηγετικών κυνών, ιδίως κυνών διώξεως (ιχνηλατών), ήτοι λαγοσκύλων, φωλεοδυτών. λαγωνικών. 7. … . 10. Επιτρέπεται η εκγύμνασις των κυνών δεικτών και ερευνητών, συνοδευομένων υπό των κυνηγών ή κυνηγαγωγών, μη φερόντων κυνηγετικόνόπλον, ένα μήνα προ της ενάρξεως της κυνηγετικής περιόδου και εις περιωρισμένας εκτάσεις, καθοριζομένας υπό της οικείας δασικής αρχής. 11. Επιτρέπεται μετά ή άνευ κυνός, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, η χρησιμοποίησις θηρευτικού ιέρακος μόνον διά θήραν αποδημητικών πτηνών (ιερακοθηρία), εκγυμνασμένου αυτού διά την θήραν των επιβλαβών θηλαστικών ως και της ικτίδος (γαλής) διά την θήραν των αγριοκονίκλων.». Με το άρθρο 57 παρ. 4 του ν. 2637/1998 (Α΄ 200) καταργήθηκε η ως άνω παρ. 11 του άρθρου 255. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 130 του ν. 4685/2020 με τίτλο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 92), ορίσθηκαν τα εξής: «Στο άρθρο 255 του ν.δ. 86/1969 (Α΄ 7) προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής: «11. Επιτρέπεται η χρησιμοποίηση θηρευτικού ιέρακος για τη θήρα κατά τις κείμενες διατάξεις, με την παρουσία ή μη κυνηγετικού σκύλου. Οι θηρευτικοί ιέρακες κατά την άσκηση θηρευτικών δραστηριοτήτων φέρουν υποχρεωτικά πομπό. Επιτρέπεται επίσης η χρησιμοποίηση εκπαιδευμένων ιεράκων για τη ρύθμιση πληθυσμών ειδών της πανίδας στο φυσικό και αστικό περιβάλλον, στο πλαίσιο αντιμετώπισης προβλημάτων στην πρωτογενή παραγωγή, στη δημόσια υγεία καθώς και για την απομάκρυνση πτηνών από αεροδρόμια και λοιπές εγκαταστάσεις. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας».
10. Επειδή, κατ’ επίκληση της ανωτέρω διάταξης της παρ. 11 του άρθρου 255 του ν.δ. 86/1969, όπως προστέθηκε με το άρθρο 130 του ν. 4685/2020, συντάχθηκε κείμενο κοινής υπουργικής απόφασης επί του οποίου εξέφρασαν τις απόψεις τους, μεταξύ άλλων, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας και το παρεμβαίνον σωματείο. Ειδικότερα, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία με το υπ’ αριθ. 21/079/1.3.2021 έγγραφό της, το οποίο συντάχθηκε επί του πρώτου σχεδίου της κ.υ.α., εξέφρασε την εναντίωσή της στη νομιμοποίηση της ιερακοθηρίας κυρίως διότι: α. Δυνάμει της, υπό διαβούλευσης τότε, απόφασης η ιερακοθηρία επιτρέπεται ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές χωρίς ασφαλιστική δικλείδα που να αποτρέπει τη γενίκευσή της. β. Η ιερακοθηρία καθορίζεται ως «μέσο διαχείρισης» πληθυσμών άγριων πουλιών. Η Εταιρεία εξέφρασε την επιθυμία να τεθεί ένα κατ’ ελάχιστον ρυθμιστικό πλαίσιο που να περιληφθεί στην προς έκδοση απόφαση, πέραν των όσων μπορούν να ρυθμίζονται με την εκάστοτε ρυθμιστική. Πρότεινε δε τα εξής: 1. Να απαγορεύεται η ιερακοθηρία στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας. Ένας σημαντικός λόγος, μεταξύ άλλων, είναι ότι η παρουσία εκπαιδευμένων γερακιών λειτουργεί ανταγωνιστικά με τα άγρια αρπακτικά και επηρεάζει τη διαθεσιμότητα λείας και ευκαιριών κυνηγιού (σχεδόν όλα τα αρπακτικά κυνηγούν στηριζόμενα στον αιφνιδιασμό της λείας, της οποίας η πυκνότητα καθορίζει και τους δικούς τους πληθυσμούς). Η αφύσικη εμφάνιση επιπλέον εκπαιδευμένων γερακιών αλλάζει εντελώς την συμπεριφορά των ειδών λείας και επηρεάζει τα άγρια αρπακτικά. Επομένως, το ελάχιστο που μπορεί να τεθεί ως ασφαλιστική δικλείδα είναι να αποτραπεί η ελεύθερη κίνηση γερακιών ιερακοθηρίας σε περιοχές που έχουν καθοριστεί ως ενδιαιτήματα ορνιθοπανίδας. 2. Να απαγορεύεται η ιερακοθηρία με παρουσία κυνηγετικού σκύλου. Η συνδυασμένη χρήση σκύλου - γερακιού είναι εντελώς αφύσικη και αντιαθλητική. Τα θηρεύσιμα είδη γνωρίζουν πώς να κρυφτούν στο έδαφος από τα γεράκια και πώς να πετάξουν για να αποφύγουν τους χερσαίους θηρευτές. Δεν έχουν όμως εξελίξει κανένα τρόπο άμυνας σε συνδυασμένη χρήση αυτών (ο σκύλος “σηκώνει” το πουλί και το γεράκι το καταδιώκει στον αέρα). 3. Να απαγορεύεται η δραστηριότητα κοντά σε χώρους κουρνιάσματος πουλιών επί 2 ώρες μετά την ανατολή του ήλιου και επί 3 ώρες πριν τη δύση του. Οι περιοχές κουρνιάσματος επιλέγονται από τα πουλιά με κριτήριο την ασφάλεια από αρπακτικά και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αλλοιωθεί αυτή η φυσική διαδικασία. Οι τοπικές δασικές αρχές, σε συνεργασία με τους κυνηγετικούς συλλόγους και τους Φορείς Διαχείρισης μπορούν να ορίσουν τέτοιες ζώνες. 4. Να απαγορεύεται το κυνήγι υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών με εκπαιδευμένα γεράκια επειδή ειδικά αυτά τα είδη, τα οποία ζουν σε υγροτοπικά ενδιαιτήματα, συγκεντρώνονται μαζί σε μικτά κοπάδια πολλών διαφορετικών ειδών, προστατευόμενων (συχνά απειλούμενων) και προφανώς τα γεράκια δεν διαχωρίζουν ποιο θα καταδιώξουν. Επιπλέον τα είδη αυτά έχουν περιορισμένες επιλογές ενδιαιτημάτων (και πάντα με κρίσιμο κριτήριο επιλογής την ασφάλεια από αρπακτικά) και δεν έχουν εναλλακτικούς χώρους για να καταφύγουν μετά από αναστάτωση που προκαλούν τα εκπαιδευμένα αρπακτικά. 5. Να απαγορεύεται η δραστηριότητα σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από παραλίες και όχθες υγροτόπων. 6. Να απαγορεύεται η δραστηριότητα στις ζώνες διάβασης κατά την περίοδο 20 Αυγούστου - 15 Σεπτεμβρίου. 7. Να οριστούν δύο κατά μέγιστο ημέρες της εβδομάδας κατά τις οποίες να επιτρέπεται η δραστηριότητα. Μέρος των προτάσεων της Ορνιθολογικής Εταιρείας ενσωματώθηκε στο δεύτερο σχέδιο της κ.υ.α. Η Εταιρεία, κατόπιν τούτου, κατέθεσε νέο έγγραφο απόψεων (υπ’ αριθ. 21/100/31.3.2021), στο οποίο ενέμεινε στην εναντίωσή της στη νομιμοποίηση της ιερακοθηρίας και επεσήμανε επιπλέον τα εξής: 1. Να παραμείνει στον ορισμό του όρου “Θηρευτικοί Ιέρακες” στο άρθρο 2 παρ. 1 της κ.υ.α. μόνον η οικογένεια Falconidae. Από τη στιγμή που περιλαμβάνονται αετόμορφα και νυκτόβια, η αναφορά σε ιέρακες μοιάζει πια ανεπαρκής και μη συμπεριληπτική, έως και παραπλανητική. Επίσης δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη επιστημονικά και οικολογικά η σκοπιμότητα της χρήσης ειδών της τάξης Strigiformes, καθώς πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για νυκτόβια, επομένως είναι δραστήρια τη νύχτα. Το Υπουργείο να τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους ένας γερακάρης χρειάζεται για τη θήρα είδη όπως ο Χρυσαετός (Accipitriformes) και ο Μπούφος (Strigiformes), όπως επίσης και επίσης, να τεκμηριωθεί η συμπερίληψη του είδους Βραχοκιρκίνεζο, το οποίο τρέφεται κυρίως με μικρά θηλαστικά, έντομα και σαύρες. 2. Απαγόρευση της ιερακοθηρίας στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας. Τονίζεται ότι ένας σημαντικός λόγος, μεταξύ άλλων, για την απαγόρευση της ιερακοθηρίας εντός ΖΕΠ, είναι ότι η παρουσία εκπαιδευμένων γερακιών λειτουργεί ανταγωνιστικά με τα άγρια αρπακτικά και επηρεάζει τη διαθεσιμότητα λείας και ευκαιριών κυνηγιού. Σχεδόν όλα τα αρπακτικά κυνηγούν στηριζόμενα στον αιφνιδιασμό της λείας, της οποίας η πυκνότητα καθορίζει και τους δικούς τους πληθυσμούς. Η αφύσικη εμφάνιση επιπλέον εκπαιδευμένων γερακιών αλλάζει εντελώς την συμπεριφορά των ειδών λείας και επηρεάζει τα άγρια αρπακτικά. 3. Απαγόρευση της χρήσης υβριδίων. Η Εταιρεία συμφωνεί με τη θέση της BirdLife1 ότι πρέπει να απαγορευθεί η αναπαραγωγή και κατοχή υβριδίων γερακιών λόγω του μη αποδεκτά υψηλού κινδύνου γενετικής επιμόλυνσης των αυτοχθόνων γερακιών. 4. Απαιτείται τροποποίηση της παραγράφου 5 του άρθρου 130 του ν. 4685/2020 με την αφαίρεση της φράσης «με την παρουσία ή μη κυνηγετικού σκύλου», ούτως ώστε να μην επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία η διάταξη ή επέλθει μελλοντική τροποποίηση της κ.υ.α. που να επιτρέπει τη χρήση σκύλου έχοντας ως νομική βάση τη διάταξη αυτή. 5. Η Εταιρεία διαφωνεί με τις δημόσιες επιδείξεις και την προβολή δράσεων με εκπαιδευμένα αρπακτικά, οι οποίες προωθούν τη βαθιά ανθρωποκεντρική ιδέα του ανθρώπου-γητευτή της φύσης και είναι αντίθετες με τις πρακτικές και το πνεύμα της σύγχρονης ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας και ηθικής αλλά και τις αρχές τις περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. 6. Με το άρθρο 8 του δεύτερου σχεδίου της κ.υ.α. επιτρεπόταν η χρησιμοποίηση εκπαιδευμένων εκτρεφόμενων θηρευτικών πτηνών για την ρύθμιση πληθυσμών ειδών της πανίδας σε αγροτικές ή δασικές περιοχές, αεροδρόμια, αστικές και βιομηχανικέςπεριοχές, αστικούς χώρους πρασίνου, άλση και πάρκα πόλεων για την αντιμετώπιση ζημιών και κινδύνων που οφείλονται στην αύξηση του πληθυσμού των ειδών της άγριας ή μη πανίδας και στην αλληλεπίδραση τους με τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Η Εταιρεία έθεσε το ερώτημα πώς θα αξιολογείται η αύξηση του πληθυσμού ειδών και θα τεκμηριώνεται η ανάγκη ρύθμισης του πληθυσμού τους με την ιερακοθηρίακαι μάλιστα σε φυσικά οικοσυστήματα. Η χρήση εκπαιδευμένων γερακιών μπορεί να είναι αποτελεσματικός τρόπος για την αναίμακτη απομάκρυνση πουλιών εάν αυτά δημιουργούν προβλήματα ασφάλειας (π.χ. αεροδρόμια), υγείας (π.χ. νοσοκομεία) ή και, ενδεχομένως, σε καλλιέργειες (εφόσον το τεκμηριώνει σχετική μελέτη). Η Εταιρεία διαφωνεί, όμως, με την χρήση τους για τη ρύθμιση πληθυσμών άγριας πανίδας, δηλαδή, για τη θανάτωση μεγάλων αριθμών πουλιών. Εξάλλου, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/ 57527/1861/19.9.2022 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Άγριας Ζωής και Θήρας του ΥΠΕΝ προς το Δικαστήριο οι εκτρεφόμενοι θηρευτικοί ιέρακες, έχουν 10 - 20% ποσοστό επιτυχίας σε σχέση με τους άγριους ιέρακες που παρουσιάζουν ποσοστό επιτυχίας άνω του 50%, αφού οι τελευταίοι είναι πιο γυμνασμένοι, πετούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, είναι πιο εξοικειωμένοι με τη θήρα και άρα μπορούν πιο εύκολα να αντιμετωπίσουν τις άμυνες του θηράματος. Επίσης το θήραμα υπό φυσικές συνθήκες δεν είναι ανυπεράσπιστο, αλλά διαθέτει φυσικούς μηχανισμούς άμυνας, οι οποίοι είναι έχουν εξελιχθεί αναλόγως με τις ικανότητες των φυσικών θηρευτών τους, ήτοι των αρπακτικών πτηνών, είτε αυτά είναι άγρια (αγρίως διαβιούντα στη φύση) είτε θηρευτικά εκτρεφόμενα αρπακτικά πτηνά. Για τον λόγο αυτόν η θήρα με εκτρεφόμενα αρπακτικά πτηνά δεν ανατρέπει, ούτε επιβαρύνει την επιτρεπόμενη θηρευτική διαδικασία εις βάρος των θηραμάτων ούτε συμβάλλει επιπρόσθετα στην μείωσή τους. Αντιθέτως, εξισορροπεί την θηρευτική διαδικασία επιτρέποντας στο θήραμα να αναδείξει και να προβάλει τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς έναντι των φυσικών επιθετικών μηχανισμών του θηρευτή, όπως ακριβώς θα συνέβαινε στην φύση, αφού η θήρα διεξάγεται μόνο με θηρευτικό πτηνό και όχι με συνδυασμό μέσων (π.χ. πυροβόλο όπλο και θηρευτικό αρπακτικό και άλλο τεχνικό μέσο). Κατά το ίδιο έγγραφο, η ιερακοθηρία αποτελεί έναν από τους πιο αειφόρους και συμβατούς τρόπους άσκησης θήρας, αφού βασίζεται στην φυσική δραστηριότητα των αρπακτικών πτηνών και ως εκ τούτου η κάρπωση είναι σαφώς μικρότερη σε σχέση με άλλα μέσα θήρας.
11. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση: Ορίζεται ο σκοπός της, ο οποίος είναι o καθορισμός στο πλαίσιο της παρ. 5 του άρθρου 130 του ν. 4685/2020 των όρων και των προϋποθέσεων για τη χρησιμοποίηση εκτρεφόμενων θηρευτικών ιεράκων για την θήρα, με την παρουσία ή μη κυνηγετικού σκύλου, καθώς και η ρύθμιση λοιπών θεμάτων που αφορούν στη δυνατότητα χρησιμοποίησης εκπαιδευμένων ιεράκων για την απομάκρυνση ειδών της πανίδας στο φυσικό και αστικό περιβάλλον. Οι τιθέμενοι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση εκτρεφόμενων θηρευτικών ιεράκων για τους σκοπούς που προαναφέρθηκαν, καθιερώνονται προκειμένου η χρησιμοποίησή τους στο φυσικό ή ανθρωπογενές περιβάλλον, να γίνεται με τρόπο ελεγχόμενο και περιοριστικό, σύμφωνα με το γενικότερο πλαίσιο διατήρησης και προστασίας της άγριας πανίδας (άρθρο 1). Δίδονται οι ορισμοί για την εφαρμογή της κ.υ.α. Μεταξύ άλλων ορίζεται ότι θηρευτικοί ιέρακες είναι τα εκτρεφόμενα αρπακτικά πτηνά που έχουν γεννηθεί και εκτραφεί αποκλειστικά σε αιχμαλωσία σε εγκεκριμένες και αδειοδοτημένες κατά τις κείμενες διατάξεις επιχειρήσεις εκτροφής (εκτροφεία), σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 865/2006 της επιτροπής της 4ης Μαΐου 2006, «για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αρ. 338/1997 για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, κατέχονται νόμιμα και δύναται να χρησιμοποιηθούν ιερακοθηρικά. Στους θηρευτικούς ιέρακες γίνεται υποχρεωτική σήμανση με ειδικό δακτυλίδι ή μικροτσίπ, ενώ κατά την άσκηση στην ύπαιθρο είναι υποχρεωτική η τοποθέτηση κατάλληλου πομπού «σήμανσης και ανεύρεσης». Το ειδικό δακτυλίδι σήμανσης είναι έγχρωμο, κλειστού τύπου (άρθρο 2). Καθορίζονται οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις (ηλικία, εκπαίδευση, καταδίκη για ποινικό αδίκημα) για τη χορήγηση «άδειας χειριστή θηρευτικού ιέρακος» (άρθρο 3). Καθορίζονται η διαδικασία και το περιεχόμενο της θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης των υποψηφίων χειριστών «θηρευτικών ιεράκων» (άρθρα 4, 5 και 6). Καθορίζονται τα είδη και ο αριθμός θηρευτικών ιεράκων εκτροφής ανά επίπεδο πιστοποίησης των χειριστών. Στα είδη αυτά περιλαμβάνονται οποιοδήποτε είδος της υποοικογένειας των Γερακινών (Buteosp.) Accipitrinae, Αετίδες (Accipitridae), συμπεριλαμβανομένης της Ερημογερακίνας (HarrishawkParabuteounicinctus) και του Βραχοκιρκίνεζου (Falcotinnunculus) και του Αμερικανικού Βραχοκιρκίνεζου καθώς και των υβριδίων αυτών (άρθρο 7). Ρυθμίζεται και περιορίζεται η θήρα και η εκγύμναση με θηρευτικούς ιέρακες εκτροφής. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προβλέπεται: Η ιερακοθηρίαπραγματοποιείται αποκλειστικά με δακτυλιωμένα αρπακτικά πτηνά εκτροφής, τα οποία φέρουν πομπό παρακολούθησης (σήμανσης και ανεύρεσης). Απαγορεύεται η ιερακοθηρίαμε ταυτόχρονη χρήση πυροβόλου όπλου και ο γερακάρης δεν μπορεί να φέρει πυροβόλο όπλο ή να συνοδεύεται από κυνηγό που φέρει πυροβόλο όπλο. Η ιερακοθηρία διενεργείται στα χρονικά διαστήματα που ορίζονται από τις σχετικές ετήσιες ρυθμιστικές αποφάσεις θήρας, κατά τις κείμενες διατάξεις για τη διεξαγωγή της θήρας και τους ειδικούς περιορισμούς αναφορικά με τα θηρεύσιμα είδη ή τα καθοριζόμενα στα ειδικά προγράμματα θήρας των Ε.Κ.Π. και η άσκηση της περιορίζεται μέχρι δυο (2) κατά μέγιστο μέρες της εβδομάδας. Επιπλέον, η ιερακοθηρία απαγορεύεται να ασκείται εντός Καταφυγίων Άγριας Ζωής και σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων (200) μέτρων από τα όρια περιοχών για τις οποίες ισχύουν γενικές ή τοπικές απαγορεύσεις θήρας. Επιπλέον: - Δεν επιτρέπεται το κυνήγι των υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών, που περιλαμβάνονται στο σχετικό «πίνακα των θηρεύσιμων ειδών» της κατ’ έτος εκδιδόμενης απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Ρυθμίσεις Θήρας για την κυνηγετική περίοδο...». - Δεν επιτρέπεται η ιερακοθηρία στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας του δικτύου NATURA 2000. - Δεν επιτρέπεται η ιερακοθηρίακοντά σε χώρους κουρνιάσματος πουλιών δυο (2) ώρες μετά την ανατολή του ηλίου και τρεις (3) ώρες πριν τη δύση του. - Δεν επιτρέπεται να ασκείται σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων (200) μέτρων από παραλίες και όχθες υγροτόπων. - Δεν επιτρέπεται να ασκείται στις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως «Ζώνες Διάβασης των αποδημητικών πουλιών» σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας, όπως αυτές ισχύουν. Στην ετήσια ρυθμιστική απόφαση για τη θήρα δύναται να συμπεριληφθούν, μετά από προτάσεις των θεματικών περιβαλλοντικών οργανώσεων ή και των πιστοποιημένων Συλλόγων Ιερακοτροφίας - Ιερακοθηρίας, ειδικότερες περιοριστικές ρυθμίσεις για την ασφαλή άσκηση της ιερακοθηρίας, τον περιορισμό των καρπώσεων στα θηρεύσιμα είδη, όταν αυτό απαιτείται, καθώς και ρυθμίσεις που αφορούν στην προστασία της άγριας πανίδας, ιδίως οι απαραίτητες αποστάσεις από τα όρια των υγροτόπων, τα χρονικά διαστήματα απαγόρευσης της ιερακοθηρίας μετά την ανατολή και πριν τη δύση του ηλίου κ.λπ., ώστε να αποφεύγονται αρνητικές αλληλεπιδράσεις με τα μη θηρεύσιμα είδη. Εκγύμναση θηρευτικών ιεράκων: Στους πιστοποιημένους γερακάρηδες παρέχεται η δυνατότητα εκγύμνασης των θηρευτικών ιεράκων εκτροφής. Η εκγύμναση πραγματοποιείται και μετά το πέρας της κυνηγετικής περιόδου, στις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές (Ε.Κ.Π) και στις υφιστάμενες ζώνες εκγύμνασης σκύλων ή σε χώρους εκγύμνασης θηρευτικών ιεράκων που καθορίζουν οι Δασικές Υπηρεσίες. Η εκγύμναση των εκτρεφόμενων θηρευτικών ιεράκων πραγματοποιείται αποκλειστικά με ομοιώματα πτηνών ή θηλαστικών. Απαγορεύεται η εξαπόλυση του ιέρακα εναντίον ελεύθερου θηράματος κατά την περίοδο αυτή. Για τη διενέργεια της εκγύμνασης εκδίδεται σχετική έγκριση από την οικεία Δασική Αρχή, μετά από αίτημα του ενδιαφερομένου για την περιοχή και το χρόνο που διενεργείται (άρθρο 8). Προβλέπεται η χρησιμοποίηση εκτρεφόμενων θηρευτικών ιεράκων για την ρύθμιση πληθυσμών ειδών της πανίδας σε αγροτικές ή δασικές περιοχές, αεροδρόμια, αστικές και βιομηχανικές περιοχές,αστικούς χώρους πρασίνου, άλση και πάρκα πόλεων για την αντιμετώπιση ζημιών και κινδύνων που οφείλονται στην αύξηση του πληθυσμού των ειδών της άγριας ή μη πανίδας και στην αλληλεπίδρασή τους με τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Για τη ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής της δυνατότητας αυτής εκδίδεται σχετική εγκύκλιος οδηγία του ΥΠΕΝ κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εμπλεκόμενου - συναρμόδιου φορέαή υπηρεσίας (άρθρο 9). Στα άρθρα 10 και 11 θεσπίζονται οργανωτικές - διαδικαστικές διατάξεις (τήρηση μητρώου πιστοποιημένων χειριστών, τέλη έκδοσης αδειών χειριστού θηρευτικών ιεράκων) και στο άρθρο 12 καθορίζονται οι κυρώσεις για κάθε παράβαση των περί θήρας διατάξεων, για παραβάσεις των όρων της χορηγούμενης άδειας ιερακοθηρίαςή χρήσης των αρπακτικών, για παραβάσεις των όρων των διαδικασιών που προβλέπονται στην 125188/246/2013 κ.υ.α. περί «Εμπορίας των ειδών της άγριας πανίδας και της αυτοφυούς χλωρίδας» (Β΄ 285) και για παραβάσεις που συνίστανται στην μη τήρηση της κείμενης κτηνιατρικής νομοθεσίας. Στο άρθρο 13 θεσπίζεται μεταβατική διάταξη για τους κατόχους θηρευτικών ιεράκων (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) που προτίθενται να τα χρησιμοποιήσουν για θήρα, στο άρθρο 14 ενσωματώνεται ως Παράρτημα Ι το έντυπο καταγραφής των κατόχων - χειριστών αρπακτικών πτηνών για την ιερακοθηρία. Τέλος, στο άρθρο 15 θεσπίζονται γενικές διατάξεις και ορίζεται η έναρξη ισχύος της κ.υ.α. από τη δημοσίευση αυτής στην ΕτΚ.
12. Επειδή, κατά την έννοια της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και των ως άνω διατάξεων που σχετίζονται ή έχουν τεθεί για την εφαρμογή της, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 252 και 255 του Δασικού Κώδικα, η ιερακοθηρία δεν συνιστά όπλο κυνηγιού, επιπλέον όσων αναφέρονται στο άρθρο 252 του Δασικού Κώδικα, αλλά μορφή θηρευτικής δραστηριότητας. Περαιτέρω, το άρθρο 7 παρ. 4 της Οδηγίας τόσο κατά την ελληνική του απόδοση όσο και κατά την απόδοσή του στη γαλλική, αγγλική και γερμανική γλώσσα προβλέπει και ως εκ τούτου επιτρέπει την ιερακοθηρία ως μορφή θηρευτικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως εάν αυτή προβλεπόταν και επιτρεπόταν από τις εθνικές διατάξεις κατά τον χρόνο θέσπισης της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ. Τούτο συνάγεται από τη διατύπωση της Οδηγίας σε όλες τις ως άνω αποδόσεις, η οποία συνδέει την άσκηση της ιερακοθηρίας, είτε ήδη ασκουμένης κατά τον χρόνο θέσπισης της Οδηγίας είτε ασκηθησομένης, με τις προβλέψεις των εκάστοτε ισχυουσών εθνικών διατάξεων. Εξάλλου, κατά τον χρόνο θέσπισης της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ αλλά και κατά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 και του άρθρου 24 παρ. 1 αυτού, η ιερακοθηρίαπροβλεπόταν στην εθνική νομοθεσία στην παρ. 11 του άρθρου 255 του Δασικού Κώδικα, όπως αυτή ίσχυε αρχικώς. Η εκ νέου πρόβλεψή της, επομένως, μετά την κατάργηση της παρ. 11 του άρθρου 255 του Δασικού Κώδικα το έτος 1998, σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά όρο επιδείνωσης του φυσικού περιβάλλοντος κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε συνιστά παραβίαση του άρθρου 7 παρ. 4 της Οδηγίας, κατά την ανωτέρω έννοια του, ή παραβίαση της ρήτρας μη επιδείνωσης του άρθρου 13 της Οδηγίας. Εξάλλου, από τον Οδηγό της Επιτροπής για τη θήρα, στον οποίο παραπέμπει η ελληνική νομοθεσία εφαρμογής, προκύπτει ότι η ιερακοθηρία αποτελεί, κατά την Επιτροπή, ηπιότερη μορφή θήρας σε σχέση με τις λοιπές, εφόσον αφενός μεν θεωρείται ως προτιμότερη λύση από τους λοιπούς τρόπους θήρας για τη διαχείριση οικοτόπου προκειμένου να μειωθεί η ελκυστικότητα αυτού στα πτηνά ή κοπάδια πτηνών για λόγους δημόσιας υγείας ή ασφάλειας, κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 9 παρ. 1 περ. α΄ της Οδηγίας, αφετέρου δε συνιστά παράδειγμα ορθολογικής εκμετάλλευσης ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 9 παρ. 1 περ. γ΄ της Οδηγίας. Η θέση ότι η ιερακοθηρία με εκτρεφόμενους ιέρακες είναι ήπιος τρόπος θήρας ευρίσκει έρεισμα και σε πρόσφορα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στο έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, όπου επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εκτρεφόμενοι θηρευτικοί ιέρακες έχουν 10 - 20% ποσοστό επιτυχίας σε σχέση με τους άγριους ιέρακες. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση η ιερακοθηρία τίθεται υπό πάγιους περιορισμούς και απαγορεύσεις ως προς τα θηρεύσιμα είδη, τους τόπους, τον τρόπο και τον χρόνο άσκησής της, οι οποίοι απηχούν εν πολλοίς τις απόψεις της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, όπως εκφράστηκαν κατά τη διαβούλευση, και τελεί πάντοτε υπό τις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των κατ’ έτος εκδιδόμενων ρυθμιστικών αποφάσεων της θήρας, νόμιμος όρος για την έκδοση των οποίων είναι η σύνταξη συνολικής επιστημονικής μελέτης, ως προς τον κίνδυνο μειώσεως του πληθυσμού ή αφανισμού καθενός των θηρεύσιμων ειδών, καθώς και η τεκμηρίωση, στην εν λόγω επιστημονική μελέτη, της επίδρασης της θηρευτικής δραστηριότητας, άρα και της ιεροκοθηρίας στα απολύτως προστατευτέα είδη (ΣτΕ 1660/2022, 2726/2011 κ.ά.). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η διάταξη του άρθρου 130 παρ. 5 του ν. 4685/2020 και η κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσα προσβαλλόμενη κ.υ.α. δεν αντίκεινται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, στο άρθρο 191 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΛΕΕ), στις διατάξεις της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και στις διατάξεις του εθνικού δικαίου για την εφαρμογή της καθώς και στη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης και οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η αίτηση ακυρώσεως στο σύνολό της…»
Για να δείτε το σύνολο της απόφασης, όπως δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Συμβουλίου της Επικρατείας www.adjustice.gr πατήστε εδώ