Α .Σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπ.αριθμ. απόφαση 1182/ 2013 του Γ’ τμήματος του Αρείου Πάγου:
«…Επειδή, κατά τις διατάξεις των προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δ (ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (739) ν. 9 παρ. 1, πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.δ. πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 13.3.), εκείνος που έχει νεμηθεί ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριάντα χρόνια έχοντας τη δυνατότητα να συνυπολογίσει στη δική του νομή και την με τα ίδια προσόντα νομή του δικαιοπαρόχου του, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Η έκτακτη αυτή χρησικτησία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, εχώρει και επί δημοσίων κτημάτων ακόμη και όταν αυτά έφεραν το χαρακτήρα δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων με την περαιτέρω προϋπόθεση ότι η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11 Σεπτεμβρίου 1915, καθόσον μεταγενεστέρως δεν ήταν επιτρεπτή χρησικτησία επί των κτημάτων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις αφενός μεν του ν. ΔΞΗ/1912 και των βάσει αυτού εκδοθέντων έκτοτε μέχρι και πέραν του έτους 1926 διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" με τα οποία ανεστάλη κάθε παραγραφή και κάθε δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές, αφετέρου δε του άρθρου 21 του από 22-4/16-5-1926 ν.δ. "περί διοικητικής αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. δυνάμει του άρθρου 53 του Εισ. Νόμου αυτού). Με τις διατάξεις αυτές απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των Δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των Κτημάτων του άρα και η επ' αυτών χρησικτησία τρίτων, πράγμα που επαναλήφθηκε και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 και 2 ΑΝ 1539/38 (Ολ. Α.Π. 75/87).
Εξ άλλου "καλή πίστη" ως προϋπόθεση για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία νοείται κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δ. (ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5-8), ν27 Πανδ. (18-1), ν. 10, 17 και 48 (Πανδ. 11.41), ν. 3 πανδ. (41.10), ν. 109 πανδ. (50.16), η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ' αυτού. Τη συνδρομή της καλής πίστης συνάγει ο δικαστής εκ του πράγματος ήτοι από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Η κρίση του δε ότι η νομή ασκήθηκε με καλή πίστη είναι πλήρης και ορισμένη ενέχουσα καθ' εαυτή και χωρίς άλλη επεξήγηση την σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις έννοιά της.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 369, 1033 και 1192 Α.Κ. συνάγεται ότι για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και αυτού που αποκτά υποκειμένη στον έγγραφο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ότι για κάποια νόμιμη αιτία μεταβιβάζεται σ' αυτόν η κυριότητα και μεταγραφή του συμβολαίου στα οικεία βιβλία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν και ήταν εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των παραδοχών του ή εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου που με βάση τις ίδιες παραδοχές δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Τέλος, κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ... ενόψει δε του ότι κατά τη διαδικασία καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου του Γυθείου η εφεσίβλητη - ενάγουσα δεν υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του Ν. 2308/1995 δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος (είναι ηλικίας 80 ετών και πλέον και διαμένει στην Αθήνα), καταχωρήθηκε με φερόμενο δικαιούχο το εκκαλούν - εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο κατά ποσοστό 100% πλήρους κυριότητας, το οποίο δήλωσε ότι το επίδικο τυγχάνει δημόσια δασική έκταση, σύμφωνα με τον θεωρημένο προσωρινό δασικό χάρτη της περιοχής του Δήμου Γυθείου, έλαβε ΚΑΕΚ 300482101005/0/0, κατά δε την καταμέτρηση από τα αρμόδια όργανα αυτού βρέθηκε να έχει έκταση 1603,00 τ.μ. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην εφεσίβλητη κατά πλήρη κυριότητα δυνάμει του υπ' αριθ. .../27-9-1973 συμβολαίου διανομής ακινήτων της Συμβ/φου Αθηνών Φλωρεντίας Αθανασάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμος 39 και αριθ. 171). Στο ανωτέρω συμβόλαιο το επίδικο περιγράφεται ως τμήμα του υπ' αριθ. 2 αγροτεμαχίου, έχει έκταση κατά μεν τον ανωτέρω τίτλο 1.415 τ.μ., κατά δε νεώτερη καταμέτρηση 1.602,85 τ.μ., απεικονίζεται ως οικόπεδο στο από 6-2-2007 επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ενάγουσα τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού Έ. Α. και συνορεύει, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, ανατολικά με ιδιωτική οδό πλάτους 6 μέτρων και Πέραν αυτής με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και Η. Δ., δυτικά με ιδιωτική οδό πλάτους 6 μέτρων και πέραν αυτής με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και Η. Δ., βόρεια με ιδιωτική οδό πλάτους 6 μέτρων Περίπου και πέραν αυτής με ιδιοκτησία Μ. χήρας Π. Δ., το γένος Π. Λ. και νότια με ιδιοκτησία Ι. συζ. Γ. Ο. Όπως δε αποτυπώνεται η σημερινή κατάσταση στο με αριθ. πρωτ. .../20-11-2007 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Γυθείου και στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, το ανωτέρω επίδικο ακίνητο συνορεύει ολόγυρα Βόρεια και δυτικά με δημοτικό δρόμο (ΚΑΕΚ 30048ΕΚ00052/0/0), νότια με διεκδικούμενη από το Ελληνικό Δημόσιο ιδιοκτησία Ι. Ο. (ΚΑΕΚ 3004821010041/0/0) και ανατολικά με δημοτικό δρόμο (ΚΑΕΚ 30048ΕΚ00062/0/0), δηλαδή όπως κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορίζεται από τρεις πλευρές με δημοτικούς δρόμους που σχηματίζουν το γράμμα Π. Το ανωτέρω ακίνητο αποτελούσε τμήμα μείζονος εκτάσεως συνολικού εμβαδού 231 στρεμμάτων στην ίδια Θέση ... του Δήμου Γυθείου, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από το εκκαλούν, συναγόμενης αναφορικά με αυτό ομολογίας του τελευταίου (άρθ. 262 ΚΠολΔ), αποτυπώθηκε δε μετά νεώτερη καταμέτρηση στο από Ιουλίου 1973 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Δ. Π., που έχει προσαρτηθεί στο με αριθ. .../17-9-1973 συμβόλαιο διανομής που θα αναφερθεί παρακάτω.
Η προαναφερόμενη αρχική έκταση των 231 στρεμμάτων, γνωστή ως "κτήμα Δ.", η οποία σύμφωνα με παλαιότερη (προ του έτους 1973) καταμέτρηση είχε εμβαδόν 195 στρεμμάτων περίπου βρισκόταν από αμνημονεύτων χρόνων και πάντως προ του 1821 συνεχώς και αδιακόπως στη νομή των δικαιοπαρόχων (γονέων, παππούδων, κλπ.) της ενάγουσας και εν συνεχεία της τελευταίας, την οποία (νομή) αυτοί ασκούσαν, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, με καλή πίστη. Αρχικός κύριος της ανωτέρω μείζονος έκτασης και απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας υπήρξε ο Τ. Ν. Δ., η δε ύπαρξη της οικογένειας αυτού στο χωριό τότε Μαυροβούνιο σημειώνεται τουλάχιστον από του έτους 1809 (βλ. συμφωνητικό του έτους αυτού σε σχέση με τον έκτοτε υφιστάμενο ανεμόμυλο). Η ύπαρξη του ανωτέρω Τ. Δ., ο οποίος, όπως ενόρκως βεβαιώνει ο προαναφερθείς μάρτυρας Π. Π., πληροφορήθηκε από τους προγόνους του κατοίκους της περιοχής αλλά και από άλλους κατοίκους του Γυθείου ότι έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821, σημειώνεται και από άλλο έγγραφο μνημείο και συγκεκριμένα από την αφιερωματική επιγραφή επί παλιάς εικόνας του Αγίου Γεωργίου, που είναι πλέον τοποθετημένη εντός του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος κτισμένου παραπλεύρως του Νεκροταφείου ..., κείμενος εντός της ανωτέρω μεγαλύτερης έκτασης. Η έκταση που καταλαμβάνει το νεκροταφείο, όπως και ο ίδιος ο ναός, αποτελούσε τμήμα της προαναφερόμενης ευρύτερης έκτασης, ιδιοκτησίας της ανωτέρω οικογένειας, την οποία να σημειωθεί το έτος 1916 ο Δ. Τ. Δ. (πρόγονος της ενάγουσας), δώρισε στην τότε Κοινότητα ..., δυνάμει του με αριθ. .../16-1-1916 δωρητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Γυθείου Παν. Μαντζάκου, επί της ανατολικομεσημβρινής πλευράς αυτής, εμβαδού 3 στρεμμάτων (βλ. σχετ. φωτογραφία της αφιερωματικής πλάκας). Τη δωρεά μάλιστα αυτή αποδέχθηκε ο εκπροσωπήσας στο ανωτέρω συμβόλαιο την Κοινότητα ... Πρόεδρος αυτής, δυνάμει της υπ' αριθ. ../15- 1-1916 πράξεως του Κοινοτικού της Συμβουλίου, από την οποία συνάγεται ότι η ανωτέρω Κοινότητα αναγνώριζε ανεπιφύλακτα την οικογένεια Δ. ιδιοκτήτρια της μείζονος αυτής εκτάσεως. Τέκνο του εν λόγω Τ. Ν. ή Δ., υπήρξε ο Γ. Ν. Δ. Ο τελευταίος απεβίωσε προ του έτους 1880 και με την υπ' αριθ. .../22-5-1878 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του τότε συμβολαιογράφου Γυθείου Γρηγορίου Παπαδάκου εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους του κατ' ισομοιρία τους γιους του Τ. Δ. και Σ. Δ., με την παραγγελία να διανείμουν όλη την περιουσία του σε δύο ίσα μερίδια και να λάβει ο καθένας από ένα. Στην ανωτέρω διαθήκη δεν προσδιορίζονται επακριβώς τα περιουσιακά (κληρονομιαία) του στοιχεία, πλην όμως ο ανωτέρω διαθέτης κάνει σ' αυτήν ρητή αναφορά για την τύχη ενός "ανεμόμυλου" που βρίσκεται στο άκρο του χωριού ..., πλησίον του Ναού Αγ. Σπυρίδωνος". Πρόκειται ακριβώς για τον ανεμόμυλο, ο οποίος υπήρχε από παλαιότατων χρόνων στην έκταση που οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, όπως θ' αναφερθεί πιο κάτω, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως με το υπ' αριθ. .../14-8-1972 συμβόλαιο του Συμβ/φου Γυθείου Θεόδωρου Λιακάκου (βλ. κατάθεση του στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γυθείου (τόμος … και αριθμός …), στη Γαλλίδα υπήκοο S. M. τον οποίο κατεδάφισε η τελευταία. Στο συμβόλαιο αυτό η ανωτέρω έκταση περιγράφεται ως "αγρός" (βοσκότοπος), που βρίσκεται στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας ... του Δήμου …, ειδικώς ονομαζόμενος ... εκτάσεως ενός (1) στρέμματος περίπου μετά του εντός αυτού ερειπίου ανεμόμυλου, στον οποίο κατά την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, Συμβ/φου που συνέταξε το ανωτέρω συμβόλαιο, άλεθαν τα κριθάρια και τα σιτάρια οι κάτοικοι της περιοχής.
Στην συνέχεια, οι με την ανωτέρω δημόσια διαθήκη εγκατασταθέντες κληρονόμοι του Γ. Ν. ή Δ. με το υπ' αριθ. .../1880 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Γυθείου Γρηγορίου Παπαδάκου, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμος … και αριθ…) προέβησαν σε διανομή της υπ' αυτών κληρονομηθείσας μεγάλης πατρικής ακίνητης περιουσίας, στην οποία περιλαμβανόταν - μεταξύ άλλων - και η ανωτέρω ευρύτερη έκταση που, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συμβόλαιο αυτό, αποτελούνταν από τους με αριθ. 5 και 6 "αγρούς" κείμενους στην ίδια ως άνω Θέση ... του ορίου ... και μάλιστα ο με αριθ. 5 "εκ στρεμμάτων 150 συνορευόμενος (κατ' ακριβή μεταφορά) γύρωθεν με ομοίους του Απ. Δ., Π. Δ. και άμμου θαλάσσης" και ο με αριθ. 6 "έτερος όμοιος αγρός εις την αυτή θέσιν και όριον, τοιχογυρισμένος, εκ στρεμμάτων 40, συνορευόμενος γύρωθεν με οποίους των Β., Δ. και κήπους της επομένης οικίας...". Από τους ανωτέρω δύο συγκληρονόμους, ο μεν Τ. Δ. που πέθανε το έτος 1884, κληρονομήθηκε από τον γιό του Δ., που υπεισήλθε έτσι στο 1/2 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω μείζονος έκτασης, ο δε Σ. Δ. ο οποίος απεβίωσε το 1893, κληρονομήθηκε από τους γιους του Π. και Γ., οι οποίοι απέκτησαν το 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας της προαναφερόμενης ευρύτερης έκτασης, Τμήμα της οποίας αποτελεΙ η επίδικη. Στη συνέχεια ο Γ. Δ. με το υπ' αριθ. .../1931 πωλητήριο συμβόλαιο του τότε Συμβ/φου Γυθείου Δημ. Σκουρομίχαλου μεταβίβασε το ανωτέρω μερίδιο του στον αδελφό του Π. Δ. και έτσι κατέστη αυτός συγκύριος της έκτασης αυτής κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, κατά δε το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου κατέστη συγκύριος ο προαναφερθείς εξάδελφος του Δ. Τ. Δ.. Ο Π. Δ. που απεβίωσε το έτος 1953 κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του Μ. Μ., το γένος Π. και Ε. Λ. και τα τέκνα του Σ., Δ., Π., Β., Γ., Ε., Ε., Ι., Σ. και Α. (ενάγουσα) Δ., ενώ ο έτερος των συγκυρίων Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1967, κληρονομήθηκε από τους υιούς του Θ., Η. και Κ. Οι ως άνω συγκληρονόμοι του Π. και Δ. Δ., αφού αποδέχθηκαν τις σ' αυτούς επαχθείσες κληρονομιές με τις υπ' αριθ. .../1970 και .../1973 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεόδωρου Λιακάκου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γυθείου (τόμος .. και αριθ…η πρώτη και τόμος … και αριθ…η δεύτερη, αντίστοιχα), προέβησαν σε διανομή του μείζονος κοινού κτήματος με το υπ' αριθ. .../1973 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμος …και αριθμός …). Με το συμβόλαιο αυτό οι μεν κληρονόμοι του Δ. Δ. έλαβαν το ήμισυ τούτου (κατατμηθέν σε περισσότερα αγροτεμάχια), οι δε κληρονόμοι του Π. Δ., το υπόλοιπο ήμισυ, επίσης κατατμηθέν σε περισσότερα αγροτεμάχια, ένα εκ των οποίων είναι και το υπ' αριθ. 2 αγροτεμάχιο, εκτάσεως 9.220 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο ακίνητο, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Τέλος, οι συγκληρονόμοι του Π. Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, και η ενάγουσα, με το υπ' αριθ. .../27-9-1973 συμβόλαιο διανομής ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών Φλωρεντίας Αθανασάκη, νομίμως μεταγραφέντος, προέβησαν σε περαιτέρω διανομή των αντιστοιχούντων στο μερίδιο τους ανωτέρω αγροτεμαχίων, τα οποία κατατμήθηκαν ακόμη περαιτέρω, από την οποία διανομή έλαβε η ενάγουσα (μεταξύ άλλων) και το περιγραφόμενο ως άνω ακίνητο, εκτάσεως 1.602,85 τ.μ.
Καθ' όλη την αναφερόμενη μακρόχρονη περίοδο, όλοι οι κατά σειρά προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης προ του έτους 1821, κατείχαν και ασκούσαν πράξεις νομής σε ολόκληρη τη μεγαλύτερη έκταση των 231 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίων και καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα τρίτου επ αυτής και στην προκειμένη περίπτωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Οι ειδικότερες πράξεις νομής τους στην ανωτέρω έκταση συνίσταντο στην καλλιέργεια με αξίνες και με άροτρο παραδεδεγμένου στη Μάνη τρόπου καλλιέργειας λόγω του ιδιαίτερα πετρώδους χαρακτήρα του εδάφους της, των τμημάτων εκείνων της όλης έκτασης που ήταν επιδεκτικά αυτής με κριθάρι και λούπινα, για την παραγωγή των οποίων δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες καλλιεργητικές φροντίδες, στην εκμίσθωση των μη καλλιεργήσιμων τμημάτων της ως βοσκότοπων με αντάλλαγμα τυρί, στην εκμετάλλευση του προαναφερόμενου ανεμόμυλου, στην ανέγερση οικίσκων και αποθηκευτικών χώρων, στην κατασκευή μανδριών που για πάρα πολλά χρόνια βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της ευρύτερης αυτής έκτασης και εν συνεχεία μεταφέρθηκαν στο νότιο τμήμα αυτής καθώς και στην κατασκευή μανδρότοιχων για την οριοθέτηση της έκτασης στις πλευρές της (βόρεια και δυτικά) που δεν συνόρευαν με θάλασσα. Η ύπαρξη ιχνών καλλιέργειας, όπως παλιές αναβαθμίδες (πεζούλια), που χρησίμευαν για να συγκρατούν τα χώματα στα καλλιεργημένα τμήματα καθώς και θεμέλια παλιών οικίσκων αναφέρονται και στις καταθέσεις των δασικών υπαλλήλων (μαρτύρων ανταπόδειξης) κατά την εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γυθείου της από 17-10-1978 ανακοπής των κληρονόμων της εν γένει οικογένειας Δ. (μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η ενάγουσα) κατά του υπ' αριθμ. ../1978 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Γυθείου, ενώ την ύπαρξη τέτοιων ιχνών σε τμήμα της μείζονος αυτής εκτάσεως εμβαδού 40 - 50 στρεμμάτων βεβαιώνει και ο επιθεωρητής δασών Πελοποννήσου με το με αριθ. .../2-9-1978 έγγραφο του. Παράλληλα, προέβησαν στη διάνοιξη δρόμων, στην κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης, καθώς και σε μεταβιβάσεις τμημάτων αυτής προς άλλα μέλη της οικογένειας Δ. ή τρίτα πρόσωπα, όπως στην αναφερθείσα ανωτέρω S. M., η οποία ανήγειρε μάλιστα εντός του αγορασθέντος από αυτήν τμήματος οικία. Με τον τρόπο αυτό, οι προαναφερθέντες δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, ο καθένας από αυτούς κατά το αναφερόμενο αντίστοιχο χρονικό διάστημα, δια των αναφερθεισών πράξεων νομής και των αναφερθέντων τρόπων διαδοχής κατείχαν και νέμονταν διαδοχικά, με διάνοια κυρίων και καλή πίστη (τεκμαιρόμενη εκ της υπάρξεως διαθηκών και της καταρτίσεως διαφόρων συμβολαίων, όπως δωρεάς, πώλησης, κλπ.), την ευρύτερη έκταση των 231 στρεμμάτων, τμήμα της οποίας, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί το επίδικο ακίνητο, καλλιεργώντας τα καλλιεργήσιμα τμήματα, εκμισθώνοντας τα μη καλλιεργήσιμα τματα αυτής ως βοσκοτόπια και εν γένει ενεργώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, συνεχώς και αδιαλείπτως, προ του έτους 1821 τουλάχιστον μέχρι τις 11-9-1915, αλλά και κατά το πραν της ημερομηνίας αυτής χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό με τη συμπλήρωση αδιάλειπτης, καλόπιστης νομής επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας μέχρι τις 11-9-1915, αυτοί απέκτησαν σε κάθε περίπτωση με έκτακτη χρησικτησία, την κυριότητα ολόκληρης της μείζονος εκτάσεως, επομένως και του επίδικου ακινήτου, το οποίο έκτοτε, ως ιδιωτική ιδιοκτησία, κατέστη δεκτικό μεταβίβασης και συνέχισε να είναι δεκτικό χρησικτησίας και μετά την ως άνω ημερομηνία. Εξάλλου σε βάρος ορισμένων κληρονόμων του αρχικού κυρίου μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και η ενάγουσα, εκδόθηκε όπως προαναφέρθηκε το με αριθ…/1978 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Γυθείου, που αφορούσε την ίδια ως άνω μείζονα έκταση, το οποίο ακυρώθηκε τελεσίδικα με τις υπ αριθμ. 1/1979 και 19/1979 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου αντίστοιχα, που εκδόθηκαν επί της σχετικής ανακοπής αυτών, που δέχθηκαν τα ίδια. Μάλιστα ο Ειρηνοδίκης Γυθείου από την αυτοψία που διενήργησε διαπίστωσε ίχνη παλιάς καλλιέργειας (μανδρότοιχοι, αναβαθμίσεις, υπολείμματα παλιού κτίσματος. Επίσης, το έτος 1979 επί ασκηθείσης ποινικής δίωξης κατά των παραπάνω κληρονόμων της οικογένειας Δ., στους οποίους περιλαμβανόταν και η ήδη εφεσίβλητη - ενάγουσα για αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος, αφορώσα έκταση 194,5 στρεμμάτων εκδόθηκε το υιτ' αριθ. 8/1979 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γυθείου με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν η εφεσίβλητη έγινε κυρία του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, αφού νόμιμα απέκτησε αυτό από κληρονομιά και στη συνέχεια με τη διανομή στην οποία προέβη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, με τους λοιπούς κληρονόμους του πατέρα της, ασκεί δε στο ακίνητο της αυτό από του χρόνου της συμβολαιογραφικής αυτής διανομής (27-9-1973) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής κάθε προσιδιάζουσα στη φύση και στον προορισμό του πράξη νομής και κατοχής και ειδικότερα το επιβλέπει, το οριοθετεί και το προστατεύει από καταπατήσεις τρίτων, έχοντας καταστεί έτσι αποκλειστική κυρία αυτού και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού προσμετρηθεί ο χρόνος χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, στο δικό της χρόνο νομής. Τα ανωτέρω σχετικά με την πραγματική κατάσταση του επιδίκου ακινήτου πλήρως αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, όπως αυτές εκτιμήθηκαν ξεχωριστά, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, αλλά και από τα έγγραφα που προαναφέρθηκαν και δεν αναιρούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες από μέρους του εκκαλούντος εκθέσεις φωτοερμηνείας των ετών 1945 και 1960, καθόσον μόνο το βραχώδες κατά ένα μέρος της μορφής του εδάφους του επιδίκου και η αναπτυχθείσα θαμνώδης βλάστηση δεν είναι (αρκετά για να προσδώσουν στο επίδικο δασικό χαρακτήρα, ούτε συνάγεται εξ αυτών άσκηση νομής από το εκκαλούν επί του επιδίκου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας (άρθρα 18 και 21 του ν. 21.6Ι3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων").
Κατ' ακολουθίαν, η ενάγουσα έγινε κυρία του εν λόγω ακινήτου, με παράγωγο τρόπο [κληρονομιά την οποία αποδέχθηκε και διανομή], αλλά και με πρωτότυπο [έκτακτη χρησικτησία], συνυπολογιζομένου του δικού της χρόνου χρησικτησίας σ' εκείνο των δικαιοπαρόχων της. Τα ίδια, επομένως, που έκρινε και το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με τη εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος - εναγομένου περί του ότι νεμόταν το επίδικο από την απελευθέρωση του Ελληνικού κράτους και μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν έσφαλε, με αποτέλεσμα ο σχετικός λόγος έφεσης να πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στην περιοχή της Μάνης, όπου βρίσκεται και το επίδικο, ίσχυε κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας ιδιότυπο νομικό καθεστώς, γιατί η περιοχή αυτή ουδέποτε είχε υποταγεί στους Τούρκους, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία της.
Κατά τα τελευταία δε έτη της Τουρκοκρατίας ήταν ανεξάρτητη ηγεμονία διοικούμενη από Έλληνα Ηγεμόνα [Μπέη], τον οποίο διόριζε ο Σουλτάνος, στον όποιο έπρεπε να καταβάλει ετησίως μικρό φόρο υποτέλειας αλλά "επί τω όρω όπως οι Τούρκοι επ' ουδενί λόγω θέτουσι τον πόδα αυτών επί του εδάφους της Μάνης". Επομένως στην Μάνη δεν ίσχυαν οι Οθωμανικοί νόμοι και δεν υπήρχαν περιουσίες που να ανήκουν στο Οθωμανικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους και όσα αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν Δημόσιο είναι αβάσιμα και πρέπει ν' απορριφθούν, (βλ Α. Δασκαλάκη Η Μάνη και η οθωμανική Αυτοκρατορία, σελ. 36-37 και 213-218, σε συνδ. το έργο του ειδικού συμβούλου του Υπουργείου Γεωργίας "ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΓΑΙΑ" Ν.Π Ελευθεριάδη, σελ. 131-132, ο οποίος σημειωτέον δέχεται μεν τα περί αυτονομίας της Μάνης, αλλά από την ύπαρξη τινών ταπίων καταλήγει συμπερασματικά ότι το σύστημα περί δημοσίων γαιών πιθανόν να ίσχυε και στην περιοχή αυτή). Τα ίδια επομένως που έκρινε και στο σημείο αυτό το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με την εκκαλουμένη απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι η επίδικη έκταση ανήκε κατ' αρχήν στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την ανεξαρτησία, σύμφωνα με την συνθήκη της Κων/λεως της 9/7/1932 "Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος)> και τα από 6-6 και 7-7-1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, "περιήλθε σ' αυτό (Ελληνικό Δημόσιο)", αλλιώς ότι αυτή είχε εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους της Οθωμανούς και χωρίς να καταληφθεί από άλλους περιήλθε στην νομή τούτου (εκκαλούντος) μετά την απελευθέρωση, δεν έσφαλε, γι' αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, το επίδικο ακίνητο, αλλά και το μεγαλύτερο ακίνητο, του οποίου αποτελεί τμήμα, ήταν αγροτογεωργική έκταση και η χρήση του συνεχώς από τον προηγούμενο αιώνα και εφεξής για τον εκάστοτε κύριο τούτου συνίστατο στην καλλιέργεια μικρής έκτασης όσης ήταν επιδεκτικής προς τούτο και βόσκηση ζώων, ενώ ήδη είναι αστική κειμένη εντός των ορίων του οικισμού ..., προϋφισταμένου του 1923 και όχι δάσος καλυπτόμενο εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά πριν από το έτος 1836, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν- εναγόμενο. Η επίδικη έκταση παρουσιάζει σήμερα χαμηλή και αραιή θαμνώδη βλάστηση κυρίως δασική της διαπλάσεως των αείφυλλων πλατύφυλλων (σχίνο, κλπ.), όχι όμως και από δενδρώδη τέτοια, λόγω της μη καλλιέργειας της κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ δεν προέκυψε από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτή έφερε το χαρακτήρα δασικής πριν από το έτος 1915, ενώ τα προσκομιζόμενα από το εκκαλούν (εναγόμενο) στοιχεία αφορούν το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1945. Αλλά και αν ακόμη το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είχε οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί του επιδίκου, αυτό (δικαίωμα) απωλέσθη με τη συμπλήρωση στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας αδιάλειπτης καλόπιστης νομής επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας μέχρι τις 11-9-1915, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν. Τα ίδια επομένως που έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δασική έκταση, για την οποία κανένας, μέχρι την έναρξη της ισχύος του Β. Δ/τος της 17-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών", δεν παρουσίασε, μέσα σε ένα έτος από την δημοσίευση του [ΦΕΚ 69/1-12-1836], τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώριση του ως κυρίου, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις κι εφάρμοσε το νόμο, με αποτέλεσμα και ο λόγος αυτός της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως, το Εφετείο κατ' επικύρωση της πρωτόδικης αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, έκρινε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την αγωγή της αναιρεσίβλητης με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του περιγραφομένου εκεί ακινήτου κειμένου στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Γυθείου. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο και με αυτά που δέχθηκε, δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση της κυριότητας επί του επιδικού ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ευθέως ή εκ πλαγίου διαλαμβάνοντας στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες για την κτήση κυριότητας από την αναιρεσίβλητη επί του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Δεν ήταν δε απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας και η περαιτέρω εξειδίκευση των επί μέρους πράξεων νομής σε κάθε μέρος της μείζονος εκτάσεως αφού πρόκειται περί ενιαίας εκτάσεως και ο φυσικός εξουσιασμός της αναιρεσίβλητης και των δικαιοπαρόχων της ως και το πνευματικό στοιχείο της νομής επεκτείνεται σε όλη την έκταση ως και η περαιτέρω εξειδίκευση των περιστατικών από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε τη δικανική του κρίση περί της συνδρομής του στοιχείου της καλής πίστης υπό την προαναφερομένη έννοια. Ούτε προϋπόθεση για την καλή πίστη υπό την προεκτεθείσα έννοια είναι η ύπαρξη νομίμου τίτλου στον νομέα της έκτασης. Κατ' ακολουθία, οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι αυτοί λόγοι αναίρεσης κατά τα λοιπά προσβάλλουν τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου ως εσφαλμένες γι' αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι διότι ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης κατά το νόμιμο αίτημά της μειωμένη κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.ΝΑΚ, 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134.423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) (άρθρα 183 και 176 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Σεπτεμβρίου 2010 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 55/2010 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Για να δείτε το ολόκληρο το κείμενο της υπ ΄ αριθμ. 1182 / 2013 απόφασης του Γ΄τμήματος του Αρείου Πάγου όπως δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου πατήστε εδώ
Β. Νομοθεσία σχετική με την απόφαση:
• Διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δ (ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (739) ν. 9 παρ. 1, πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.δ. πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 13.3.),
• άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων"
• ν. ΔΞΗ/1912
• Διάταγμα "περί δικαιοστασίου" του 1926
• Άρθρο 21 του από 22-4/16-5-1926 ν.δ. "περί διοικητικής αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης
• άρθρο 53 του Εισ. Νόμου του ΑΚ
• άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 και 2 ΑΝ 1539/38
• Προϊσχύσαν Β.Ρ.Δ. (ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5-8), ν27 Πανδ. (18-1), ν. 10, 17 και 48 (Πανδ. 11.41), ν. 3 πανδ. (41.10), ν. 109 πανδ. (50.16)
• 369, 1033 και 1192 Α.Κ.
• Συνθήκη της Κων/λεως της 9/7/1932 "Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος)>
• Τα από 6-6 και 7-7-1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου
• Το Β. Δ της 17-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών"(ΦΕΚ 69/1-12-1836)
•άρθρα 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με
• άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.ΝΑΚ,
• παρ. 12 ν. 1738/1987
• 2 της ΥΑ 134.423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης)
• άρθρα 183 και 176 Κ.Πολ.Δ
Γ. Διατάξεις της αναιρετικής διαδικασίας σχετικές με την απόφαση
•559,1 ΚΠολΔ
•559,19 ΚΠολΔ